Κλάσιξ που λείπανε. Χωρίς πολλά λόγια, απλή καταγραφή.

  1. Κουράζομαι τρομερά.

  2. Καυγαδίζω εξαιρετικά έντονα.

  1. Εγώ σκοτώνομαι στη δουλειά, και συ κάθεσαι και την πίνεις, παλιομαλάκα.

  2. Όλη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι, οι γείτονες σκοτώνονταν.
    (βτς, βλ. μήδι).

(από ironick, 10/12/10)και σκοτώνομαι...... (από electron, 11/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Χριστός, από το λατινικό INRI που σημαίνει Iesus Nazarenus, Rex Iudaeorum, δηλαδή Ιησούς Ναζωραίος Βασιλιάς Ιουδαίων, το ελληνικό ΙΝΒΙ. Δεν λέμε όμως Ίνβι, επειδή δεν είναι τόσο εύκολο να προφερθεί και επειδή, επίσης, δεν έχουμε συνηθίσει τόσο να το βλέπουμε μπροστά μας όσο ο καθολικός ή ο προτεστάντης.

Το αρκτικόλεξο αυτό το λέμε υποτιμητικά και ειρωνικά ή όταν θέλουμε να αστειευτούμε -και όχι χάριν συντομίας. Με αυτό, δηλώνουμε τη μη πίστη μας.

Δίνει επίσης μια ανατολίτικη χροιά στον χαρακτηρισμό μας (θυμίζει ινδική θεότητα) και υποβιβάζει λίγο το εν λόγω πρόσωπο, καθότι η κατάληξη φέρνει λίγο προς το χαϊδευτικό ή το ουδέτερο.

Τελικά τι έγινε στην Ιταλία; Κατεβάσαν τον Ίνρι από τα σχολεία, τα δικαστήρια και λοιπούς δημόσιους χώρους ή μπα;

(από ironick, 10/12/10)(από ironick, 10/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κόντρα παξιμάδι είναι, στην κυριολεξία, το «αντιπερικόχλιο», ενισχυτικό του περικοχλίου, βλ. παράδειγμα 1.

Στην σλανγκ είναι το παραγέμισμα μιας επιχειρηματολογίας με αποπροσανατολιστικές ή εκθαμβωτικές φλυαρίες που, φαινομενικά, την ενισχύουν, βλ. παράδειγμα 2.

Συνώνυμα: σούξου μούξου μανταλάκια, μπαρούφες κττ.

  1. Για να μην λασκάρει ένα περικόχλιο, ένας τρόπος είναι να βάζουμε και ένα δεύτερο περικόχλιο (το λεγόμενο κόντρα-παξιμάδι) που με την σύσφιγξη του ασφαλίζει την σύνδεση από πιθανή αποσύσφιξγη.
    (από το νέτι)

  2. ...και μου άρχισε τα «σ' αγαπώ», και «για σένα τό 'κανα», και σου, και μου, και κοντραπαξιμάδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός ή και παππουδισμός, λογοπαίγνιο αλλά και διακωμώδηση ανορθογραφίας.

Συνταγή - διευκρίνjιση για τον ξένο μεταφραστή -που δεν θα το βρει πουθενά αυτό, αλλά λέμε τώρα: λέμε «ορθώς ομίλησες» (=μίλησες σωστά), αλλά για πλάκα εννοούμε και καλά «ορθός» (=όρθιος). Ωσεκτουτού, προσθέτουμε μετά το «καίτοι καθιστός» (=αν και καθιστός) και, επειδή το καίτοι είναι παλιό και δύσκολο και ακούγεται σαν το όνομα Καίτη, παίζουμε και με την λάθος ορθογραφία.

- Εμ; Δίκιο δεν έχω;
- Ορθός ομίλησες καίτη καθιστός, μουάχαχα...
- Μπρρρρρρρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλά δικτυωμένος σε παρεΐτσες, αυτό το αεικίνητο είδος ανθρώπου που ασχολείται με το να χώνεται από δω κι από κει και να καταφέρνει, κουτουλώντας, δουλειές για την πάρτη του ή για άλλους, αποκλειστικά μέσω γνωριμιών.

Ο χωσιματίας συνήθως πατάει στα κάτω σκαλοπάτια, δεν είναι δηλαδή τοπ διαπλεκόμενος. Εξυπηρετεί ως εκ τούτου και τους τοπ, αλλά και τους από κάτω, όσο και τους απ' έξω από το μαντρί, στην περίπτωση που οι τελευταίοι αποφασίσουν να μπουν στο κατεστημένο (βλ. παράδειγμα).

Ο χωσιματίας κάνει τις δουλίτσες του και τα κονέ του στα καφενεία, στα μπαρζ, στα παρτάκια, παντού όπου συχνάζουν οι εκάστοτε στόχοι του.

Όπλα και εργαλεία του κυρίως το μπίρι-μπίρι, αλλά ενίοτε και το σεχ, η γαλαντομία, ο μικροεκβιασμός.

Τα δόντι, τσάτσος, άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας, ρουσφέτι, bluetooth κλπ, δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Ο χωσιματίας δεν είναι πχ ακριβώς δόντι, ούτε κάνει ρουσφέτια, είναι ουσιαστικά προξενητής. Οι απολαβές του δεν είναι σπουδαίες και παραμένει ένας ανεπιθύμητος πλην αλλ' όμως απαραίτητος κρίκος της ειδεχθούς αλυσίδας του σύγχρονου (ελληνικού κυρίως) νταλαβεριού.

- Λέω να βάλουμε και την Εύα μέσα στους συντελεστές.
- Απαπα αυτή την μαλάγκω!
- Ναι, αλλά είναι χωσιματίας και θα φέρει λεφτά στο πρότζεκτ χωρίς να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας.

Δες ακόμη: χώστρα, -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός για το «η τηλεφωνική γραμμή είναι κατειλημμένη». Επειδή όταν μιλάμε (και δεν έχουμε αναμονή), κάνει αυτό το μονότονο μπιπ μπιπ μπιπ που θυμίζει και καλά βουητό.

Χρησιμοποιείται απρόσωπα. Όταν λέμε «βουίζει» δεν εννοούμε ο ομιλητής, αλλά η γραμμή, «το τηλέφωνο».

Συνώνυμο: «μιλάει» (απρόσωπο πάλι)

  1. - Μίλησες με τη μικρή; Τι σου είπε;
    - Δεν τα κατάφερα, το έχει καβαλήσει, βουίζει.

  2. Προσπαθώ εδώ και 2 εβδομάδες να επικοινωνήσω με την επιθεώρηση εργασίας για να κάνω μερικές ερωτήσεις. Όλη την ημέρα βουίζει το τηλ τους και μετά τη 13.30 δεν το σηκώνουν. (από το νετ)

  3. η ιστοσελίδα του ΑΣΕΠ είναι για κλάμματα. Γενικά η αναζήτηση με κριτήρια δεν παίζει πουθενά, σε λίγες μόνο περιπτώσεις.
    Επίσης το τηλέφωνο του ΑΣΕΠ 2131319100 ΠΑΝΤΑ ΒΟΥΙΖΕΙ....
    (από το νετ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η σπόντα, ο υπαινιγμός, το υπονοούμενο. Μπηχτή γιατί το μπήγεις βαθιά μέσα να πονέσει.

Επίσης, στο κυνήγι, είναι ένα είδος τουφεκιάς. (χεστήκαμε για λεπτομέρειες, πείτε στον ξένο μεταφραστή)

  1. τίτλοι άρθρων από το νετ:
    Η μπηχτή του Ρέμου στον Πλούταρχο
    Η «ΜΠΗΧΤΗ» ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΠΟΜΠΑΝ!
    Η μπηχτή της Μαγγίρα στην Μανωλίδου και οι αγκαλιές
    Μπηχτή Πωλίνα στον Πασχάλη: «Προσέχουμε που βάζουμε ...
    Η «μπηχτή» της Γερμανού για τον δίσκο του Χατζηγιάννη Ισπανική «μπηχτή» για την Μέρκελ

  2. Σίγουρα χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μπηχτή (ειδικά όταν ο σολαρισμένος είναι ψιλοψώνιο με την εμφάνισή του), αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα από μόνο του κάτι αισθητικά άσχημο... (από το λήμμα σολαρισμένος του σσττφφννσσ)

  3. Λίγο παλαιότερα έπαιζε και το: Τα δέοντα στον θυρωρό της πολυκατοικίας σας. Επειδή, όντως ο κόσμος ήτο πιό ευγενικός, η μπηχτή έπρεπε να 'ναι στο δώδεκα, για να την ανθιστεί ο συνομιλόντας και να τζάσει.
    (από σχόλιο του Φ.Ν. στο τα δέοντα στη μαμά σας)

  4. Προσπερνάω τη μπηχτή της συμπαθέστατης κέλλυς, ...
    (έλεκτρας στο Γ.Α.Π. / G.A.P.)

  5. Σκόπευση με το μυαλό:
    Η μπηχτή τουφεκιά μοιάζει να παραβιάζει τους βασικούς κανόνες της συμβατικής σκόπευσης.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Μαλακία κατάσταση ή κουβέντα, μπαρούφα, ασόβαρη, κουτοπόνηρη, πούστικη, ευτελής, μαλακία, του κώλου, τιποτένια, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε. Εντούτοις πιάνει τόπο ενώ δεν αξίζει.

Από τον κλαπαρχίδα.

Η έκφραση «... και λοιπές κλαπαρχιδιές» θα μπορούσε να σταθεί ως συνώνυμο του και τα ρέστα παγωτά και του και ταλιμπάν.

  1. - Και τι είπες τώρα; Μια κλαπαρχιδιά είπες. Αυτά θα πα να πεις και στο δικαστήριο;

  2. ...Προσωπική μου άποψη, μαλακίες και κλαπαρχιδιές. Μας τα πασάρουν για να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε και να μη βλέπουμε να τα προβλήματα. (από μπλογκ)

  3. Λοιπές κλαπαρχιδιές από λαστιχάδες ξέχνα τες, οι άνθρωποι κατά πλειοψηφία είναι ο ορισμός του άσχετου παραδόπιστου ψεύτη. (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η μαλακία (μτφ), η ανοησία, η μπούρδα, η σαχλαμάρα, η κουκουρούκου φάση / πράξη, η άλαν ντάλον κατάσταση, μπλε, γκάου, κλπ.

- Άρχισες πάλι τις κουκουρουκιές; Ετοιμάσου να σε γειώσει το αφεντικό, τον ακούω να έρχεται.

(από allivegp, 01/12/10)(από perkins, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Παρότι συνιστά κυρίως απάντηση στο η μάνα σου ή στο της μάνας σου το μουνί κττ, αποτελεί και προειδοποίηση για καυγά, άσχετα με ό,τι έχει πει ο άλλος πιο πριν. Προσποιούμαστε δηλαδή ότι δεν ακούσαμε τι ακριβώς μας είπε ο άλλος, ή ότι, όσο άσχετο και να ήταν, παραμένει εξίσου προκλητικό σα να μας έλεγε «της μάνας σου το μουνί», άρα μία είναι η λύση, το πάμε για παρεξήγα.

Παραλλαγή: «είπες κάτι για τη μάνα μου;»

Μξ αντρών, βεβαίως, πάντα.

  1. - Πόσο μαλάκας είσαι ρε γαμημένε μαλάκα;;;;
    - Τι είπες για τη μάνα μου;;;

  2. - ama den petaxteis esy na peis tin mamakia sou den mporeis... :D
    - τι είπες για την μάνα μου ; (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified