Ο πήδος, εξελληνισμός του αγγλικού fuck και λογοπαίγνιο (άσχετο) με το φυτό Φίκος.

Η λέξη «πήδος» είναι πολύ φανταχτερή, επική θα λέγαμε, περιγράφει δηλαδή μια πράξη που μας άφησε πολύ ικανοποιημένους -ως προς το εγώ μας τουλάχιστον, ενώ ο φίκος δεν έχει τόση δύναμη σαν όρος, το λέμε χαριτολογώντας ή υποτιμητικά.

Λέγεται και φίκουλας.

Τι λέει ρε μεγάλε το πάρτυ, ποιους έχεις καλέσει; Θα πέσει κανας φίκος ή θα ξενερώσουμε πάλι;

ο μπίκος του φίκου (από ironick, 02/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε μεγάλος χαλασμός, δεν είναι απλώς ότι ο θεός τα πήρε στην κράνα με τα ανθρωπάκια, είναι ότι τα έβαλε με τον εαυτό του ή με κάποιον ισόπαλο, άρα το πράμα αποκτά άλλες διαστάσεις, τ. τιτανομαχία ένα πράμα.

- Έβρεξε πολύ σε σας;
- Εξήντα χρόνια που ζω δεν έχω δει τέτοιο πράμα. Είχε θύελλα, η βροχή ερχόταν από παντού και μετά... απαπα, πλάκωσε ο θεός με τον θεό και δεν έβλεπες στο μισό μέτρο, πλημμύρισαν τα πάντα...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτοπροδίδομαι με μια κίνηση, λέξη, βλέμμα ή πράξη που μου ξέφυγε από τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να καταλάβουν όλοι την ενοχή μου.

  1. - ...και τον κλώτσησα ελαφρά κάτω από το τραπέζι για να μη μιλήσει και πετάχτηκε σα να του μπήκε κατσαρίδα στο μπατζάκι... και όχι μόνο αυτό, αλλά λέει και μπροστά σε όλους: «γιατί με κλωτσάς ρε Νίνα!»... Τι τούβλο!

- Ααααα, χρυσό μου, σου έχω πει ή δεν σου έχω πει χίλιες φορές: μην, λες, ποτέ, κάτι, συνθηματικό, σε άντρα, μπροστά, σε κόσμο! Δεν ξέρουν να κρύβονται και καρφώνονται με τη μία... Ε δεν με ακούς!

  1. Μην καρφώνεσαι ρε μαλάκα, κουλ, κανείς δεν ξέρει ότι έχεις τζι πάνω σου, περπάτα χαλαρά και μην γουρλώνεις τα μάτια...

αυτο κι αν ειναι καρφωμα- το γνησιο το ιμιτασιον του Τζιζα. (από perkins, 03/10/10)

Δες και καρφώνω. Συνώνυμο: είμαι χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον νονό του λήμματος Γκατς, είναι ο πολύ πολύ ματιασμένος.

Προφ από την πάγια τακτική των μαγισσών και χαρτοριχτρών και λοιπών ξεματιαστριών που κάνουν βουντού: καρφώνουν με καρφίτσα διάφορα σημεία του σώματος ή του προσώπου (πχ μάτια, μπρρρρρρρ) μιας πάνινης κούκλας που συμβολίζει το προς κατάρα άτομο και μετά ασκούν τα μάγια τους. Κάθε καρφωμένο σημείο του σώματος είναι δεδομένο ότι θα ματιαστεί και κάτι θα πάθει... Ε πιο ματιασμένος από αυτό δε μπάει.

Σημ.: για τους ορισμούς του καρφώνω που αναφέρονται στο σλανγκρ δεν πολυχρησιμοποιείται η μετοχή καρφωμένος.

- Ρε πστ τι έχεις πάθει; Ματιασμένος είσαι;
- Καρφωμένος δε λες καλύτερα; Ποιος ξέρει τι θα έκανε η Σούλα σήμερα που πήγε να της πούνε τον καφέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικότατος όρος για τον μοντέρ ο οποίος κατέχει μεν άψογα το τεχνικό μέρος της επεξεργασίας εικόνας, γνωρίζει περίκαλα τα προγράμματα και τα μηχανήματα, τα χέρια του παίζουν στα τυφλά, διεκπεραιώνει, αλλά!!! δεν έχει καμία αίσθηση ρυθμού (πχ. για το cut), δεν το 'χει το καλλιτεχνικό γενικά και τελεί πάντα υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη.

Αν αποκαλέσεις για πλάκα «κουμπάκια» έναν γαμάτο μοντέρ, υπάρχει θέμα.

πσ: έχω την υποψία ότι ο προτνετ θα εκτιμήσει το λήμμα, νο;

- Τεεεεε έγινε ρε κουμπάκια; Καλημέρα!
- Το μουνί της μάνας που σε πέταγε ρε πούστη άντρα πρωινιάτικα.

Got a better definition? Add it!

Published

«Με φιλικούς χαιρετισμούς». Κλείσιμο σε επιστολή ή σε μέιλ.

Βλ. και ΧΧΧ.

- Ωπά;;; Τι είναι αυτό το ΜΧΣ κει κάτω ρε συ;;;
- ΜΦΧ είναι ρε καμένε, «με φιλικούς χαιρετισμούς», άσχετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κεντρικό δισέλιδο σε περιοδικά, εφημερίδες κλπ. το οποίο αποτελεί μία θεματική ή φωτογραφική ενότητα και πολλές φορές μπορεί να αφαιρεθεί (πχ στο παλιό ΠΟΠ&ΡΟΚ που είχαν τα πόστερ των ειδώλων...)

Να λέγεται άραγε έτσι γιατί είναι φαρδύ πλατύ και υποδέχεται το βλέμμα σου;;;

  1. Πού να βάλουμε τα κουπόνια των συνδρομητών; Στο σαλόνι ώστε να κόβονται εύκολα, ή αλλού;

  2. Θες να μου πεις, ότι την σελιδοποίηση ενός περιοδικού, την κάνω όπως και σε ένα βιβλίο; Δηλαδή, δουλεύω κανονικά τα σαλόνια μου, και από κει και πέρα το πως θα μονταριστεί και θα τυπωθεί, εμένα δεν με αφορά αλλά αφορά εκείνους που το κάνουν; από δω

  3. «Σαλόνι είναι 2 σελίδες σε ανάπτυγμα» (από δω)

  4. δεν χρειάζεται να λέμε «δισέλιδο σαλόνι»· το σαλόνι είναι πάντα δισέλιδο (2-page spread), ενώ αν θέλαμε να πούμε 4-page spread θα το λέγαμε τετρασέλιδο. Υπάρχει το advertorial, που είναι διαφήμιση με τη μορφή άρθρου (δηλ. που έχει περαστεί με το layout και τις γραμματοσειρές του περιοδικού, ενίοτε και με πινελιές των συντακτών). Υπάρχει το centerfold, που είναι σαλόνι αλλά με έξτρα πτυχές που αναδιπλώνονται
    από δω

  5. Ανοίγοντας στο πρώτο σαλόνι, στο μεσοεξώφυλλο υπήρχε μια διαφήμιση για “ΗΛΕΚΤΡΟΣΤΑΤΙΚΕΣ ΒΑΦΕΣ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ” (!!!) και στην δεξιά σελίδα το πρώτο θέμα του νέου Match Program με τίτλο “ΒΙΑ: Η γοητεία της παρότρυνσης” ...
    αφού διαβάσαμε τα βιογραφικά των προέδρων (δεν ξέρουμε αν έχει σημασία αλλά μας έκανε εντύπωση που οι αναφορές σε αθλητές στο κομμάτι του Παύλου σταματάνε στον Ρέμπρατσα) περάσαμε στο τρίτο σαλόνι με τις φωτογραφίες και τα ρόστερ των ομάδων.
    από δω

βλ. σχετικό: πιλάφι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά που δεν συνάδει με όσα επιτάσσει το σαβουάρ βιβρ. Προφ επειδή οι γύφτοι δεν δίνουν δυάρα για λεπτές συμπεριφορές όπως η καθαριότητα, οι καλοί τρόποι, η τάξη, κλπ. Όλος ο χρόνος κλασική γυφτιά, πχ, είναι οι ανασκαφές με το τσαπόνυχο μπροστά σε κόσμο.

Γυφτιά όμως μπορεί να είναι και μια κακόγουστη ή υπερχλιδάτη παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ως γνωστόν οι γύφτοι που κάναν καλά λεφτά δουλεύοντας σκληρά ή απλά κλέβοντας (πράμα για το οποίο είναι περήφανοι -και μάλιστα στη Ρουμανία, αν θυμάμαι καλά από ντοκ. του BBC, υπάρχει και Μουσείο Κλοπής, μέσα στη μέση μιας συνοικίας δισεκατομμυριούχων ρομ που έχτισαν κιτσοπάλατα εκεί όπου ήταν οι τρώγλες τους), οι αθίγγανοι λοιπόν που έκαναν καλά λεφτά, έχουν εμμονή στην επίδειξη πλούτου, χωρίς όμως να έχουν αυτό που λέμε «γούστο» (αν και έχει γούστο πάντως και αυτό, κατ' εμέ).

Συν.: σαβούρα-βίβρ, αρχοντοβλαχιά.
Αντ.: ζαμπουνιά.

Ωσεκτουτού υπάρχει και ο χαρακτηρισμός γύφτος.

  1. (Πρωινό σε μπουφέ ξενοδοχείου. Ανοίγει το βαζάκι με την μαρμελάδα, το βάζει σαν ποτήρι στο στόμα, πίνει την μαρμελάδα)
    - Ρε μαλάκα, κόφ' τις γυφτιές επιτέλους, σε βλέπει όλος ο κόσμος!

  2. βλ. εδώ και εδω και εδω και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρόψυχη και πουτανιάρικη γυναικεία συμπεριφορά, η κουτοπονηριά, η πουστιά.

Πρόκεται για γιούνισεξ συμπεριφορά, αλλά πήρε το όνομά της από το είδος γυναίκα, την αρχή όλων των κακών σε αυτή την πλάση -και δη από το όνομα «Κατίνα», το οποίο έφεραν φτωχές κοπελλίτσες της ενδομετανάστευσης των παλιαοτέρων χρόνων που κατέφευγαν στα αστικά κέντρα για να εργαστούν και κει έπεφταν θύμα ρατσισμού (άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως) από τις Κατίνες των ανώτερων και καλά κοινωνικών στρωμάτων της Ελλάς (η οποία, ως γνωστόν, διέθετε και εξακολουθεί να διαθέτει μία από τις μεγαλύυυτερες παραδόσεις σε αριστοκρατία έβερ, ναι).

Το όνομα Κατίνα λοιπόν, έφτασε να γίνει ουσιαστικό (με μικρό κ-, όπως λέει και ο Βικ στο ομώνυμο λήμμα) και από παλαιοτάτων χρόνων συμβόλιζε την κοινωνικά κατώτατη γυναίκα, το λαδικό, την πλύστρα, την υπηρέτρια, την την την, η οποία ήταν δεδομένο ότι θα διέθετε ανάλογη συμπεριφορά -λες και στα όποια ανώτερα στρώματα δεν υπήρξε κατινιά ποτέ των ποτών.

Πλήρης απόδειξη του ότι η κατινιά είναι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της καλής κοινωνίας, είναι ότι οι γνωστότερες σαπουνόπερες στον ντουνιά αυτούνο διαδραματίζονται σε χαϊκλασάτα σπίτια και όχι όπου κι όπου...

Ρε φίλε, άσε τις κατινιές και κάνε μία και μοναδική φορά στη ζωή σου τίμια ξήγα... Για να σε δω...

βλ. και κατίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάθε λογής γυναικείο παπούτσι που σκοπό έχει να κάνει την γυναίκα να μοιάζει με στριπτιζού, βιζιτού, αγριόμουνο, σικ πλουσιέξ, τεσπα το παπούτσι που παραπέμπει σε ανεπανάληπτες στιγμές στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στην τουαλέτα, στο αυτοκίνητο και όπου αλλού, σε βρώμικο ή υπέρκομψο γαμήσι, σε ό,τι.

Πρόκειται συνήθως για παπούτσια τα οποία αφήνουν τα δάχτυλα να φαίνονται, αλλά μπορεί, πχ, να είναι και μπότες. Πολύ συχνά δε είναι σε στυλ πλατφόρμα.

- Άτσα και καβλοπάπουτσο το Κατερινάκι μες το ντάλα χειμώνα; Τι έγινε ρε παιδιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified