Σε αντίθεση με τον Ελβετό ή τον Γερμανό ή τον Αυστριακό που δεν αφήνουν ίχνος φαγητού στο πιάτο τους επειδή δεν είναι σωστό να πετιούνται οι τροφές (σεβαστή άποψη αν και λίγο ψυχαναγκαστικό το όλο πράμα), αλλά σε πλήρη συμφωνία με το σαβούρα-βιβρ που επιτάσσει να αφήνουμε πάντα λίγο από το φαγητό μας στο πιάτο μας ώστε να μη μας πουν ψωμόλυσσες και λιμασμένους (άλλος ψυχαναγκασμός από κει), ο Έλλην έχει την εκδοχή της λεβεντιάς και του φιλότιμου στο θέμα αυτό: θα αφήσει πάντα μια μπουκιά απείραχτη, όχι ντε και καλά στο πιάτο του αλλά στην πιατέλα, από την οποία σερβίρονται όλοι. Είναι το περίφημο υπόλοιπο «της ντροπής», η μπουκιά δηλαδή την οποία αν φας, αυτομάτως θα χαρακτηριστείς ως ξεδιάντροπος, ότι δηλαδή την έφαγες για την πάρτη σου και δεν άφησες κανέναν άλλον να την φάει -που μπορεί, στην τελική, να την χρειαζόταν περισσότερο από σένα...

Αυτά τα αδιέξοδα ευγενείας του τύπου «περάστε...» «παρακαλώ!», «όχι εσείς περάστε...», «παρακαλώ, εσείς περάστε πρώτα», «μα παρακαλώ» κλπκλπκλπ, εγκλωβίζουν την συμπεριφορά μας χωρίς να σημαίνουν τίποτα γι' αυτήν και, επί πλέον, δημιουργούν μικροταμπού τα οποία δε σπάνε με τίποτα.

Η μόνη λύση: σηκώνεται ένας από τους συνδαιτημόνες και μοιράζει τα της ντροπής σε όλους τους υπόλοιπους. Ή τα παίρνει για την γάτα του. Ή τα παίρνει για τον σκύλο του. Αρκεί να μην είναι χορτοπιτάκια, ας πούμε.

Νονός λημμάτου: Κνάσος

Συζήτηση πάνω από ένα κεφτεδάκι:
- Έλα, φά' το κι αυτό, να μαζέψω τα πιάτα.
- Δικό σου είναι.
- Φά' το συ, εγώ δεν πεινάω.
- Ούτε γω.
- Ε μην το πετάξουμε, κρίμα είναι.
- Ε φά' το ντε τότε!
- Μπα; για να μου λες μετά ότι πάντα τρώω της ντροπής;
- Και αν το φάω εγώ, αυτό δεν θα λες και συ για μένα;
- Καλά, θα το κόψουμε στη μέση και θα φάει ο καθένας από μισό.
- ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΑΛΛΟ ΣΟΥ ΛΕΩ!
- ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ! καλά, θα το ρίξω στον σκύλο.

(συμπέρασμα: τυχερός ο σκύλος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση για το φωτομοντέλο, το μανεκέν. Πάνω του κρεμάς τα προς επίδειξη ρούχα. Είναι υποχρεωμένο να ντυθεί όπως θέλει ο μόδιστρος, να βαφτεί όπως θέλει ο φωτογράφος. Όπως έχει πει μια διάσημη κρεμάστρα, είτε είσαι αρχάρια είτε είσαι η Σίντυ Κρώφορντ, δεν σε παίρνει να έχεις αντιρρήσεις αισθητικής φύσεως. Μόνη σου υποχρέωση να επιδεικνύεις τα ρούχα και την έμπνευση του δημιουργού.

Αντίστοιχη υποτιμητική λέξη για άλλο γυναικείο ρόλο: γλάστρα.

Έγινε κοσμικός ναούμ' ο γιος της κυρα-Στέλλας, κατάλαβες, ο καρπαζοεισπράκτορας της παρέας, και πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις είναι στα κλαμπάκια παρέα με κρεμάστρες.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που συναντάται μόνο στην έκφραση: «στην καθισιά (κάποιου)».

Δεν είναι το καθισιό ή το αραλίκι. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι το τελείως αντίθετο.

Είναι μια επιρρηματική φράση που δηλώνει χρόνο, κάτι σαν μονάδα μέτρησης του χρόνου, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος υπήρξε χαλαρός (όχι ντε και καλά καθιστός). Επειδή λοιπόν, υπό Κ.Σ., σπανίως είθισται να είμαστε για μεγάλο χρονικό διάστημα καθιστοί ή αραχτοί (λέμε τώρα), η έκφραση «στην καθισιά του» σημαίνει ένα μικρό και όχι μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι σε αυτό το μικρό διάστημα έγιναν εξωφρενικά πράγματα. Συνήθως δε, αναφερόμαστε σε κατανάλωση τροφής ή αλκοόλ.

  1. - Δε μου λες, ο φίλος σου είναι λιγάκι αλκοόλα ή μου φαίνεται;
    - Γιατί το λες αυτό;
    - Ξέρω γω... στην καθισιά του κατεβάζει καμιά δεκαριά ποτάκια στο πιτς-φιτίλι.
    - Ε έτυχε μωρέ...

  2. Έφαγε 15 μερίδες πρωινό στην καθισιά του.
    Ένας 47χρονος Βρετανός έφαγε 30 λουκάνικα, 20 φέτες μπέικον, 15 τηγανητά αυγά και τρία πιάτα με φασόλια για πρωινό. Αυτό έγινε σε ξενοδοχείο όπου με 10 ευρώ μπορείς να φας ότι θέλεις και όσο θέλεις. (από το νετ)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά το Βικιλεξικό, είναι:

  1. η κατάσταση κατά την οποία χαλαρώνεις και δεν ασχολείσαι με τίποτα, καθισιό
  2. η τεμπελιά
  3. η κατάσταση άνετης διαβίωσης

Έχω να προσθέσω το εξής:

Η κατάληξη -λίκι, προσδίδει μια χαριτωμενιά στη λέξη (καθότι το αραλίκι είναι μια σαφώς λάιτ πράξη), αλλά κυρίως μια μαγκιά -αλλιώς θα λέγαμε νέτα σκέτα «άραγμα».

Πρόκειται λοιπόν για το άραγμα που εμπεριέχει την απαξιωτική ή την θριαμβευτική στάση αυτού που έχει τη δυνατότητα να το κάνει, απέναντι σε αυτόν που δεν την έχει.

Συγγενή λήμματα:
καναπές, αρντάν, καλό το καθισιό, αλλά σαν την ξάπλα....

  1. - Βρε βρε βρε καβλώστονααα... Πού χάθηκες;
    - Ε, δουλειές...
    - Κατάλαβα, αραλίκι πάλι.

  2. - Τι έγινε, βρήκες καμιά δουλειά, ή είσαι ακόμα στο αραλίκι;
    - Ποιο αραλίκι ρε φίλε, το κράτος φταίει που είμαι άνεργος...
    - Ναι ναι, το κράτος.

  3. Αραλίκι: Η δημιουργική απραξία
    «Το σαμποτάζ, παλιά εργατική παράδοση, μας επιτρέπει τη μια να ξεκουράσουμε τα νεύρα μας πετυχαίνοντας μια μικρή εκδίκηση και την άλλη να κερδίσουμε λίγο χρόνο περιμένοντας τις επιδιορθώσεις.(...) Στο μέτρο που το σαμποτάρισμα αποτελεί έναν τρόπο αποφυγής της εργασίας έχει το θετικό στοιχείο ότι εξοικονομεί ενέργεια και μας ενθαρρύνει να μη δουλεύουμε πια...»

Μια πάντα επίκαιρη και επαναστατική προσέγγιση στο αραλίκι. Ξεκινάει από τις ώρες και τον τρόπο της δουλειάς μας και φτάνει μέχρι τη θρησκεία και την τέχνη.«
από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι άλλο από το κόβω μαργαρίτες του συσσλανγκιστή μας Τάκαρου. Σημαίνει είμαι καψούρης, τίγκα στην ανασφάλα, δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανένα ένστικτό μου ή πληροφορία ή ένδειξη, και το ρίχνω στην μαργαριτομαντεία, «μ' αγαπά - δε μ' αγαπά», μαδώντας ένα ένα όλα τα πέταλα μιας καψερής μαργαριτούλας, κι αν τελειώσουνε στο Μ' αγαπά λέω «Μπα, αποκλείεται» και μαδάω την επόμενη, μέχρι να αποδειχθεί ο (μελο)δραματικός ρόλος μου στην πλάση αυτή. Κάπως έτσι.

- Ρε πάρε τον Τάσο κανα τηλεφωνάκι να έρθει μαζί μας...
- Άααστονα αυτόνα, μαδάει μαργαρίτες αυτόν τον καιρό.

Κάποτε ο Ανδρέας μαδούσε μαργαρίτες... (από Vrastaman, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από το γνωστό επιφώνημα χαράς και πανηγυρισμού, είναι και το χαζοχαρούμενο άτομο, που χοροπηδάει με το κάθε τι, λες και η ζωή είναι κάτι το μόνο ευχάριστο.

Λέγεται και για καταστάσεις που και καλά είναι πολύ ανεβαστικές.

  1. - Γνώρισα χθες ένα παστάκι άλλο πράμα, αλλά πολύ γιούπι ρε φίλε, ό,τι και να της λέω γελάει, ξεκαρδίζεται, πηδάει στην αγκαλιά μου, ακόμα κι όταν είμαι σοβαρός θέλει λέει να με κάνει να διασκεδάζω.
    - Εεμ, πού έμπλεξε το κορίτσι με έναν ξινίχλα σαν και σένα...

  2. - Έεεεεεεεελα, πάμε στο πάρτυυυυυυυυυ!
    - Δεν πάω εγώ σε τέτοιες γιούπι φάσεις, ξέχασέ το.

Λ.χ. από Κηλαηδόνη (δεν βρήκα κάτι άλλο) (από Khan, 06/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλτατοι συσσλανγκισταί,

Είναι μήνες που έχω στο πρόχειρό μου προς επεξεργασία, εμπλουτισμό κλπ κάποια λήμματα, όλα παρμένα από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006,
άρθρο Μαρίας Μαρκουλή.

Αποφάσισα ότι δεν έχω καμία έμπνευση ή περαιτέρω γνώσεις να τα επεξεργαστώ. Ούτε και έχει νόημα να τα αντιγράψω απλά, όπως έκανα με κανα δυο άλλα από τη λίστα αυτή (δεν τα θυμάμαι τώρα). Επίσης δεν χωράει να τοποθετήσω όλο αυτό το κατεβατό στο ΔΠ.

Σκέφτηκα λοιπόν να τα χώσω όλα μαζεμένα εδώ ώστε, όποιος θέλει, να τσιμπήσει ό,τι θέλει, να το δουλέψει και να το αναρτήσει ως αυτόνομο λήμμα, αναφέροντας πάντα την δημοσιογράφο ως πηγή.

Αν περάσει κανα μηνάκι και ουδείς έχει ενδιαφερθεί, τότε θα τα κοπιάρω απλά ένα-ένα και θα τα αναρτήσω ξεχωριστά.

Τα παραθέτω ως εκ τούτου στο Παράδειγμα. Πιθανόν κάποια να τα έχουμε ήδη ή κάποια να μην ευσταθούν και τόσο.

Όποιος διαλέξει κάποιο, ας το δηλώσει στα Σχόλια ώστε να ξέρουμε ότι το λήμμα είναι υπό επεξεργασία.

Α, και δεν βαθμολογείτε εδώ, εννοείται.

Σαμπλάρω. Από το σαμπλ - δείγμα. Παίρνω κομματάκια από άλλες μουσικές και τα προσθέτω στο καινούργιο μουσικό κομμάτι που δουλεύω. Π.χ.: Ωραία ιδέα είχε η Μαντόνα να σαμπλάρει Abba, ε;

Μιξάρω. Ανακατεύω τα μουσικά συστατικά ενός κομματιού. Για να τα βάλω σε τάξη ή σε αταξία. Να φτιάξω από αυτά καινούργιο κομμάτι ή ριμίξ. Π.χ.: ωραίο των U2; Και πού να το ακούσεις σε ριμίξ του Όκενφολντ!

Βαράω. Παίζω (ως ντιτζέι) δυνατά ή απλώς παίζω μουσικές ως ντιτζέι. Π.χ. Ο Βαρέλα βάραγε πολύ. Τι να σου πω; - εγώ έφυγα, αλλά μου είπαν ότι βάραγε ώς το πρωί.

Κατεβάζω. Όχι από κάπου ψηλά, αλλά από κάπου εκεί έξω. Από τη μεγάλη ανοιχτή αγορά του Ίντερνετ μπορείς να «αγοράσεις» κομμάτια και να τα ακούς στον υπολογιστήι, στο i-pod, στο CD-player. Παράδειγμα: Κατέβασα System Of Α Down χθες βράδυ. Καμία σχέση με το: σας παρακαλώ μού κατεβάζετε εκείνο το βινύλιο από το πάνω ράφι;

Ψήνω (αλλά και... κόβω). Αντιγράφω. Από ένα CD στον υπολογιστή και από εκεί όπου με βολεύει. Παράδειγμα: να σου ψήσω Depeche Mode; Κόψε μου και μένα μία Μαντόνα. Και η μουσική μια μεγάλη κουζίνα είναι.

Ραπάρω. Απαγγέλλω σαν ράπερ, χωρίζοντας τις συλλαβές πάνω στον ρυθμό. Παράδειγμα: μη μου πεις ότι ραπάρει και ο Μαζωνάκης; Εμ τι;

Ουσιαστικά

Εμ Σι (MC), ο. Από το Master (of) Ceremony. Αρχικά εκείνος που ενώ έπαιζε ο ντιτζέι (ή οι μουσικοί) έπαιρνε το μικρόφωνο και χαιρετούσε κόσμο ή παρακινούσε το κοινό να διασκεδάσει και τις κοπέλες να χορέψουν. Μετά πήρε όλο το παιχνίδι επάνω του. Και όλα λόγια και όλα τα κορίτσια.

Λάπτοπ, το. Ο φορητός υπολογιστής ως μουσικό όργανο, στο στούντιο, αλλά και στις συναυλίες. Παράδειγμα. Στην κιθάρα ο Τζόνι Κρεμίδης, στα ντραμς η Μαίρη Αλατίδου και στα λάπτοπ ο Μίστερ Πέπερ (χειροκρότημα).

Μαύρο, το. Συνήθως σε πληθυντικό - μαύρα. Παίζει πολλά μαύρα ο ντιτζέι. Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b. Π.χ.: τι ακούς; αυτόν τον καιρό πολλά μαύρα.

Μαύρος, ο. Ο από τη Νιγηρία, την Γκάνα και τις άλλες αφρικανικές χώρες πωλητής CD, τον οποίο κυνηγούν οι δισκογραφικές εταιρείες γιατί «σκοτώνει τη μουσική». Παράδειγμα: μπα, τι βλέπω; Πετρέλη; Ναι, το πήρα στο καφέ από τον μαύρο (άνευ ρατσιστικής χροιάς).

Μιξτέιπ (mixtapes), οι. Κάποτε κασέτες με κομμάτια ραπ σπάνια ή ακυκλοφόρητα. Σήμερα έχουν φανατικό κοινό και τρελές πωλήσεις. «Αν κάνεις σουξέ σε μιξτέιπ (λέει ο Σνουπ Ντογκ) σημαίνει πως σκοράρεις στα κλαμπ!».

Σούστα, η. Ούτε κρητική ούτε ποντιακή ούτε Χρήστος Δάντης. Το κομμάτι που χορεύεται, που θα «πάει» καλά στα κλαμπ. Π.χ. Αυτό; Σούστα, σου λέω, θα με θυμηθείς!

Φράσεις-κλειδιά

Πανικός στην έξοδο: Όταν ο dj αδειάζει το κλαμπ. Παράδειγμα: Πώς έπαιξε; Τι να σου πω, πανικός στην έξοδο.

Απόψε παίζει μακαρονάδες: Παίζει (ο τζόκεϊ) χάουζ με πολλά φωνητικά και γλυκά, μελωδικά, ρυθμικά κομμάτια.

Χθες, πάντως, έπαιζε παπάδες: Έπαιζε πάρα πολύ καλά (και όχι εκκλησιαστικά τροπάρια).

βλ. και άπενος, σιδηρόδρομος, πληκτράς, ξυλοκόπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουλώνω ή το βουλώνω: βγάζω τον σκασμό, βουλώνω / κλείνω το στόμα μου, δεν μιλάω, δεν βγάζω άχνα, τσιμουδιά, δεν λέω κιχ.

Παραλλαγαί: βούλω το, βούλωσ' το στόμα σου, βρωμάει πουτσίλα

  1. (τρεις το πρωί, καλοκαιρινές διακοπές σε νοικιαζόμενα, ένας γείτονας φωνάζει στους διπλανούς:)
    - Βουλώστε ρεεε! Θα φωνάξω την αστυνομία!

  2. - Βούλωσέ το ρε πούστη μου επιτέλους, μιλάω!

φερμουάρ ρε! (από nick, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική λέξη για τους γονείς. Το λέμε όμως και χαριτολογώντας.

  1. - Λοιπόν, απόψε πάρτυ! Έφυγαν τα γονικά ταξίδι και το σπίτι είναι ελεύθερο!

  2. - Καλά, τα γονικά σου έχουν πολύ πλάκα, γαμώ τα ζευγάρια είναι, πολύ τους πάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα της οποίας η μουνοσχισμή ξεκινά κάπως πιο ψηλά από το συνηθισμένο και δίνει την εντύπωση ότι και το μοϋνί της είναι κει πάνω. Πιθανόν και να είναι και έτσι, δηλαδή ανατομικά να το έχει κάπως πιο μπροστά. Σε αυτό θα μας απαντήσουν οι έμπειροι του σάιτ.

Επίσης είναι η γυναίκα που προτάσσει το μουνί της σαν όπλο για να προχωρήσει στη ζωή. Εναλλακτικά, μπροστομούνα = γυναίκα ελευθερίων ηθών, πουτάνα.

  1. - Ρε παιδιά, να σας πω κάτι που δεν θα έπρεπε... Καλό γκομενάκι η Στέλλα, αλλά πολύ μπροστομούνα, το ψάχνω και δεν το βρίσκω...
    - Χέσε ρε μαλάκα, ιδέα σου είναι...

  2. - Είδες η κόρη της κυρίας Αντωνίας; Μια χαρά στο δημοτικό συμβούλιο είναι τώρα. Αυτά να βλέπεις...
    - Άσε με ρε μάνα με τη μπροστομούνα τώρα...

(από Vrastaman, 02/12/09)Για το λόγου το αληθές… (από panos1962, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified