Η οσμή που αναδύεται από τα ρουθούνια ή τον στόμα ενός πιωμένου, ή απλά όποιου έχει καταναλώσει μπόλικα ξίδια (δηλαδή όλων μας, κατά καιρούς...) Το φόρτε της είναι προς το πρωί (ή τεσπα μετά από κάποιες ώρες ύπνου), βαστάει καλά μέχρι αρκετές ώρες μετά, είναι εξίσου ανυπόφορη με όλες τις -ίλες, και κυριαρχεί στο δωμάτιο όπου έχει κοιμηθεί ο πιωμένος. Όσο πιο προχωρημένη είναι η κατάσταση του μεθυσμένου, τόσο πιο έντονα μυρίζει. Όσο πιο αλκοολικός είσαι, τόσο παγιώνεται αυτή η μυρουδιά και σε χαρακτηρίζει. Αν είσαι δε γέρος και μπέκρα, τότε ωιμέ της συφοράς.

- Θα πιούμε κάνα ποτάκι;
- Άσ' το καλύτερα, θα μυρίζουμε μπεκρίλες και θα μας την πούνε πάλι στη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της αλκοόλας. Λέγεται και για τα δύο φύλα. Άκρως υποτιμητικό (ενώ το αλκοόλα έχει και μια χαριτωμενιά).

Πάρ' την από δω αυτή τη μπέκρα, μας χαλάει το μαγαζί ναουμ'.

Drunk Effect (από nick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς τελείως αλκοολικός - άντρας ή γυναίκα, ο μπεκρής, η μπέκρα.

Λέγεται και «αλκόλα».

  1. Μεγάλη αλκοόλα η γυναίκα σου, με δύο ποτηράκια γίνεται ντίρλα, ούτε ξέρει πού βρίσκεται...

  2. Τον πάω τον Τάκη, μεγάλη αλκοόλα, κάθε μέρα την ίδια ώρα, που ο κόσμος να χαλάει, είναι στο μαγαζί και την πίνει.

Tα 5 μπουκάλια της ζωής του ανθρώπου (από allivegp, 15/11/09)Το «Αλκοολίκι», απο Παλαιολόγους. (από vikar, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω και μεθώ, ωχ αμάν. Πίνω αλκοόλ με σύστημα, με μεράκι, με σκοπό, με στόχο. Πίνω μερακλίδικα. Είμαι ψιλοαλκοόλα. Ή και τελειωμένος.

- Πού είναι ο Μάκης;
- Ε, στο μπαράκι και θα την πίνει, τι ρωτάς και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κονομάω κάνα φράγκο, παίρνω το κατιτίς μου, τα βάζω στην τσέπη μου και τιγκανά χαλαρά. Παλαιότερη εκδοχή τού παντελονιάζω. Δεν μιλάμε βέβαια για πολλά λεφτά, εξ ου και η ειρωνεία: χρησιμοποιούμε την έκφραση λες και το υποκείμενο πήρε τίποτα μυριάκια το λιγότερο.

Τα τσέπωσε πάλι ο μπαγάσας και πάει τώρα να σουτάρει.

Got a better definition? Add it!

Published

Το υπερκατσαρό μαλλί, σαν αυτό που έχουν οι νέγροι, οι αφρικανοί, εξού και το όνομα. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική ορολογία της τρίχας (afro ή fro).

- Το άφρο μαλλί δεν είναι πια της μόδας.
- Ευτυχώς!

(από ironick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθομαι ήσυχος, φρόνιμος, κάθομαι στ' αυγά μου, στην καρέκλα μου, πάνω στον κώλο μου δηλαδή και δεν είμαι μια από δω και μια από κει.

- Αυτός ο Νικήτας είναι υπερκινητικό παιδί, δεν κωλοκάθεται ποτέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρέζα λέμε μεταφορικά κάτι (κατάσταση, σχέση) που, από κει που μας ήταν μια απλή συνήθεια, έχει γίνει βαριά εξάρτηση, ακριβώς όπως η πρέζα που άπαξ και πιάσεις δουλειές με δαύτη δεν κόβεται εύκολα ή δεν κόβεται καθόλου.

«Πρέζα του 'χει γίνει το σλανγκρ, μια μέρα να μη μπει παθαίνει σύνδρομο στέρησης», θα έλεγε κανείς κάποτε για τον Γκατσμαν που τελικά χάθηκε από το προσκήνιο.

(από Khan, 03/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

μφ. = νταξ, κααλά.
μφφ... = τι αστείο... μφφφ! = σι-γά! (τα λάχανα)
μφφφφφφ! = για δες έναν μαλάκα!

  1. - Θα έπρεπε να ζητήσεις συγνώμη από τη δασκάλα για την πράξη σου...
    - Μφ!

  2. - Μωρό μου, πώς ψήλωσες έτσι ξαφνικά; - Μφφ... (φοράει τακούνια)

  3. - Θα 'λεγα να μην του πεις τέτοιο πράμα, θα τον πειράξει...
    - Μφφφ!

  4. Τον είδες με τί ύφος μπήκε μέσα στην αίθουσα;
    - Μφφφφφ!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για κάτι / κάποιον που αργεί πολύ στην πραγματοποίηση μιας λειτουργίας / πράξης του και απαιτεί εκ μέρους μας μια σπάνια αρετή, την υπομονή.

  1. Πρέπει να αλλάξω υπολογιστή, αυτός κάνει πέντε λεπτά να ανοίξει, είναι της υπομονής.

  2. Μη σε πιάσουν πάλι οι βιασύνες σου, αφού ξέρεις ότι η Όλγα είναι της υπομονής μέχρι να τελειώσει το φαγητό της, μασάει και το γιαούρτι.

(από Khan, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified