Άσε μας ήσυχους μπούλη, κάνε αυτό που ξέρεις να κάνεις, γιατί είσαι μωρό ακόμα και πρέπει να δυναμώσεις.

Το αυγό τρώγεται και ωμό (τουλάχιστον πριν της πτηνογρίπης, αν πιστεύουμε σε τέτοια) από μια τρυπούλα που ανοίγουμε στο πλάι του με καρφίτσα, καθώς και χτυπητό στο ποτήρι με ζάχαρη ή / και κακάο. Παλιά συνταγή για να δυναμώσουμε. Το κάνουν ακόμα και τώρα τα μπιλντέρια, ε μαυρόγιαννε;

Κλασική σκηνή παιδικών χρόνων με τις μαμάδες να κυνηγούν τα μούλικα στο σχολείο, στο σπίτι, στην παραλία, παντού, με το βραστό αυγουλλλάκι. Κλασική εικόνα των παιδικών μου χρόνων, συμμαθητές (προσοχή: νέβερ συμμαθήτριες...) στο δημοτικό που δεν είχαν καλοπλύνει -ή και καθόλου- τα μούτρα τους και έσκαγαν μύτη στην τάξη ή στο σχολικό με ξεραμένα αυγά στην άκρη των χειλιών... (να, τό 'πα πάλι το αηδιαστικό μου εϊσιτζίδη, εντάξει;)

(Παραδόξως όμως η υποφαινομένη γουστάρει τρελά τα αυγά, όπως.)

- Εγώ πάντως σου λέω πως δεν είναι και πολύ σώφρον να κανονίσετε να πα να τον πλακώσετε στο ξύλο.
- Καλά, εσύ ρούφα τ' αυγό σου τώρα και άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε ειρωνικά αντί της έκφρασης «με συγχωρείτε», προσποιούμενοι επί πλέον πως δεν ξέρουμε να το πούμε σωστά και πως νομίζουμε ότι επόμενο είναι η έκφραση να πάει κατά το «συγνώμη».

Βλ. και συγχεστήρια, πετυχεσιά, ξεσκιούζ μι, κσκιουζεμουά.

- Με συγνωμείς, αλλά δεν κατάλαβα γρι απ' όσα μου είπες. Για σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα συγχαρητήρια. Αντίστοιχο αστειάκι με το πετυχεσιά, ξεσκιούζ μι, κσκιουζεμουά, με συγνωμείτε.

Όλ' αυτά λέγονται όταν ντρεπόμαστε να ευχηθούμε κάτι ευγενικό, ή όταν κοροϊδεύουμε τις συμβατικές αυτές ευχές.

- Πέρασα τις εξετάσειςςςςςςςςς!
- Τα συγχεστήριά μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σώμας, ο σφίχτης, η κορμάρα, το Κ.Δ.Ο.Α. Αλλά και το τελείως αντίθετο, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ακόμα πιο ειρωνικά.

Ανύπαρκτη λέξη, αρχαιοπρεπίζουσα ώστε να υποδηλώνει... τα ιδεώδη της κλασικής ομορφιάς.

  1. - Και κει που καθόμασταν τα δυο μας στην ερημική παραλία, σκάει μύτη ένας κορμαρίων που λες, με τους κοιλιακούς φέτες, και της πετάχτηκαν τα μάτια έξω της Αγγελικούλας ένα πράμα... - Και τι έκανε μόνος του εκεί πέρα;
    - Φίλος της ήτανε και την είδε από μακρυά και ήρθε να την χαιρετήσει...

  2. - Πώς με βλέπεις, αδυνάτισα λίγο;
    - Τι να σου πω, κορμαρίων σκέτος...

(από salina, 22/05/13)

βλ. και κορμοράνος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1α. Παραλλαγή της έκφρασης πουλί μου. Το λέγαν οι παλιοί, αντί για «γλυκιά μου / γλυκέ μου».

1.β. Ειρωνική χρήση του 1α όταν εκνευριζόμαστε στην κουβέντα.

  1. (παλιό) Πρόσταγμα για να αναγκαστείς και καλά να κοιτάς τον φακό της φωτογραφικής μηχανής τη στιγμή που ακούγεται το «κλικ». Χρειαζόταν κάποιο ισχυρό κίνητρο για να καθίσει ένα παιδί μπροστά σε αυτό το ακατανόητο τότε πράμα που λεγόταν φακός. Τώρα τι πουλάκι εννοούσαν ακριβώς, δεν ξέρω...

Αντίστοιχο αγγλικό (για χαμόγελο κολγκέητ): «Cheese!»

  1. Ο γνωστός άγνωστος που τα ξερνάει όλα, το καρφί, ο μαρτυριάρης. Κάτι σαν αυτό που λέει το άσμα «τό 'πε, τό 'πε ο παπαγάλος / πως σε αγκαλιάζει άλλος».

  2. Το πουλί, υποκοριστικό -για τα παιδιά.

1α. - Τι κάνεις πουλάκι μου, είσαι καλά; Η μανούλα σου; Ο μπαμπάκας; σου; Η αδελφούλα σου; Μπράβο το αγόρι μου...

1β. - Βρε πουλάκι μου, γιατί μου σπας τα νεύρα τώρα, θες να τσακωθούμε στην τελική;

  1. - Κοίτα, κοίτα Γιωργάκη το πουλάκι!!!
    («κλικ!») Έτοιμοι!

  2. - Πού το έμαθες;
    - Μου το είπε το πουλάκι...

  3. Γιατρέ, κάτι έβγαλε ο γιος μου στο πουλάκι του, να έρθουμε να το δείτε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εγκέφαλος > το κεφάλι ή το μυαλό.

Από την ιταλική λέξη cervello. Προφανώς ήρθε στην Ελλάδα από την εποχή της ενετοκρατίας. Το λένε πολύ οι Επτανήσιοι, νομίζω, αλλά έχει επικρατήσει και γενικότερα.

Η έκφραση «μού 'φυγε το τσερβέλο» σημαίνει έχασα το μυαλό μου, τρελάθηκα, ως σχήμα λόγου όμως (δηλ. εντυπωσιάστηκα πολύ, μού 'φυγε η μαγκιά, το κλαπέτο, το καφάσι, το μπρικολέτο, όλα).

Επί πλέον σημασίες, εδώ.

  1. Αρσενικό μοντέλο μ' άχυρα στο τσερβέλο
    από το «Αν ήσουν άλλος», Ημισκούμπρια feat. Ευρυδίκη

  2. Το τι τούβλα ξεστομίζει αυτό το κορίτσι δε λέγεται. Κάθε τόσο μου πετάει κάτι κουλό. Μού 'χει φύγει το τσερβέλο ρε πστ!

  3. Τοτίνα, αφού το 'χουμε που το χουμε το μπινελίκι στο τσερβέλο μας γιατί να καταπιεζόμαστε; Δηλαδή όταν λέμε αρ...δια και δεν το γράφουμε ολόκληρο, είμαστε καλύτεροι;
    (από σχόλιο του Γκατς στο στα σέα μας, στα μέα μας και στα βυζαντινά μας)

  4. από τη μια η αντηλιά
    αντίσκηνο καπέλο
    ''θε'' μου τι ζούζουνο είναι αυτό;;;
    μού''φυγε το τσερβέλο...
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός Ελλάδας. Οπουδήποτε αλλού, είναι «έξω». Η δε λέξη «εξωτερικό», κάποτε λεγόταν με μεγάλο στόμφο από τους λίγους που τριγυρνούσαν εκεί πέρα, οι οποίοι επέστρεφαν με απίστευτες ποσότητες από ρούχα, καλλυντικά, ρολόγια, τσιγάρα, προϊόντα σουπερμάρκετ, κλπκλπ και τα επεδείκνυαν με σνομπίλα στον κάθε πικραμένο που δεν είχε περάσει τα σύνορα (για να μην πούμε ότι δεν είχε δει καν την θάλασσα). Φοβάμαι όμως ότι ακόμα και τώρα το ίδιο γίνεται, τηρουμένων των αναλογιών.

  1. Λέω να στείλω τον γιο μου έξω για σπουδές, τις λες;

  2. - Ωραίο φουστάνι, πού το ψώνισες;
    - Στο εξωτερικό...

Got a better definition? Add it!

Published

Για τους παλιούς, και κυρίως για τους ανθρώπους της επαρχίας, σημαίνει μυρίζω.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λέξη, καθότι ασυναίσθητα ή εμπειρικά συνδέει τις δύο αυτές συγγενείς αισθήσεις, την ακοή και την όσφρηση, δίνοντας προτεραιότητα στη δεύτερη. Και, πράγματι, την ακούς τη μυρωδιά.

Πιστεύω δε, ότι και η έκφραση την ακούω έχει να κάνει πίσω-πίσω με όλ' αυτά.

- Πω ρε πούστη, πάλι σκορδίλες μπαίνουν από τον φωταγωγό πρωινιάτικα...
- Ιδέα σου είναι, δεν ακούω τίποτα.

Ιντα ακουώ μρε Σηφάτση! (από Vrastaman, 19/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπόχα που βγάζουν τα ούρα, κυρίως τα πολυκαιρισμένα, όχι τόσο τα φρέσκα (αλλιώς τα φρέσκα δεν θα τα έπιναν όσοι είναι φανατικοί οπαδοί της ουροθεραπείας...) -- βλέπε σχετικά και εδώ.

Κατρουλίλα μποχάνε τα «τσίσα μειναμένα στην λεκάνη όλη νύχτα κατά την διάρκεια καύσωνα» (Μες), τα «τσίσα σε σκοτεινό σημείο πίσω από κάδο σκουπιδιών σε πεζοδρόμιο» (Μες πάλι), τα δημόσια ουρητήρια (όπου η κατρουλίλα συνδυάζεται ωραιότατα με την τσιγαρίλα και την σκατίλα), αλλά και πολλές απεριποίητες τουαλέτες πλοίων, ταβερνών κλπ, κατρουλίλα βρωμάει το τέτοιο σου άμα έχεις μέρες (λέμε τώρα) να πλυθείς, γάμα τα κι άσ' τα δηλαδή.

Τολμώ να πώ ότι η κατρουλίλα βρωμάει πολύ λιγότερο στα βρέφη ή στα ζώα, καθότι αυτά τα δύο σπήσιζ τουλάχιστον δεν αφοδεύουν αλκοόλ, φάρμακα και τσιγάρα με τα ούρα τους.

Μια από τις κατρουλίλες που «βρωμάνε ωραία» που έλεγε κάποιος, είναι των ζώων που τρέφονται με σανά.

Αυτά για τον πρωινό σας καφέ σήμερα.

- Α να, έχει ένα άδειο τραπέζι εκεί, πάμε να κάτσουμε;
- Ρε δε βλέπεις ότι είναι άδειο επειδή είναι κοντά στις τουαλέτες; Θα βρωμάει κατρουλίλες, σίγουρα.

Έπινε ένα ποτήρι από τα δικά του την ημέρα (από Vrastaman, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποτίζω κάποιον με ακλοόλ, τον κάνω σκνίπα, του βάζω τόσο να πιει λες και ποτίζω το μποστάνι μου. Κι αυτός κάθεται και το πίνει, από ντροπή ή από μαγκιά.

ασίστ: Nick

Πολύ το χάρηκα χθες, είχε έρθει στην παρέα ένας μπούμπης και έλεγε όλο μαλακίες ώσπου άρχισα να τον ποτίζω ξύδια, τον έκανα κουρούμπελο και την ξαπλάρωσε στον καναπέ, σάπισε και ησυχάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified