1. Μένω από λεφτά.

  2. Μένω από ποτό. Βλ. και ξερός.

  1. - Θα πάτε πουθενά για Πάσχα;
    - Μπαα, δεν το βλέπω...
    - Πώς έτσι, εσείς δεν χάνετε ευκαιρία!
    - Στεγνώσαμε ρε συ, δεν υπάρχει σάλιο...

  2. Μια και θα το τραβήξουμε κι άλλο, να μην πάρουμε άλλο ένα; Στεγνώσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακοφωνίξ σαξοφωνίστας, αυτός που εκτελεί στην κυριολεξία το κομμάτι του. Από το σαξόφωνο + φονιάς, αν έχετε απορία.

Ο σολίστ αρρώστησε και τον αντικατέστησε ένας άλλος. Εμείς όμως ξέραμε ότι πρόκειται περί σαξοφονιά κι έτσι δεν πήγαμε στη συναυλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι επίσημοι που κάθονται στις αντίστοιχες εξέδρες των ποδοσφαιρικών αγώνων. Λέγονται έτσι επειδή κάθονται ακίνητοι και σοβαροί, ενώ το πλήθος γύρω τους ωρύεται και χτυπιέται. Ο όρος παραπέμπει και στις μαρμάρινες θέσεις των επισήμων στα αρχαία θέατρα.

Δες τα μάρμαρα ρε μαλάκα! Το γήπεδο καίγεται και αυτοί κουλ! Ρε ουστ!

(από ironick, 07/04/09)Δες τα μάρμαρα ρε μαλάκα! Η εξέδρα καίγεται και αυτοί κουλ! Ρε ουστ! (από Vrastaman, 07/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μακράς διαρκείας χέσιμο.

Συνώνυμα:

  • συμβούλιο
  • αφιέρωση («ρίχνω μια αφιέρωση»)
  • διαλογισμός
  • σπονδή («κάνω σπονδή»)
  • οβολός («ρίχνω τον οβολό μου»)

Βλ. και όποιος συσκέπτεται δεν σκέπτεται

- Πού πας;
- Έχω μια σύσκεψη...
- Α, κατάλαβα.

(από nick, 05/04/09)(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν, στο παρκάρισμα ή στο ξεπαρκάρισμα, στουκάρουμε τον μπροστινό ή τον από πίσω μας τόσο δυνατά ώστε το ακούνε όλοι. Το λέμε για όσους, την ώρα που (ξε)παρκάρουν, κοιτάν αλλά δεν βλέπουν (είναι κοντοί ή γέροι ή άσχετοι ή ξανθιές) και περιμένουν να ακούσουν το μπαμ για να σιγουρευτούν ότι δεν πάει άλλο η μανούβρα.

ΚΡΑΑΑΑΤΣ!!!
- Ω τον παππού! τον τσάκισε τον πίσω του!
- Α, καλά, αυτός παρκάρει δια της ακουστικής μεθόδου.
- Άμα ακούει κιόλας το χούφταλο, πάλι καλά...

(από nick, 05/04/09)Γούντι Άλεν, «Μπανάνες» (1971) (από vikar, 27/07/11)

βλ. και παρκάρω με το αυτί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ δυνατά. Από την ένταση του ήχου στον ενισχυτή, όταν την βάζουμε στην τελευταία βαθμίδα.

- Πώς είσαι έτσι, δεν κοιμήθηκες όλη νύχτα;
- Άσ 'τα μεγάλε, χθες ξενύχτησα και, με το που την έπεσα τελικά για ύπνο, περνάει κάγκουρας με τη μουσική στο τέρμα και με ξυπνάει. Αυτό ήταν, δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βαρετός. Αυτός που είναι μονίμως σαν κοιμισμένος, που φέρνει νύστα στους άλλους μόνο και μόνο με την παρουσία του, για να μην πούμε για τον τόνο της φωνής του. Μιλάει μες τα δόντια του, είναι ανέκφραστος, υπναλέος, βαριεστημένος, υπερκούλ, νωθρός.

Θηλυκό, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό προσώπου, δεν υπάρχει, μάλλον γιατί οι γυναίκες είναι μονίμως τσίτα (βλ. ορισμό 2) και το φαινόμενο σπανίζει.

Το ουδέτερο («κοιμίσικο») χρησιμοποιείται για κάποιο έργο, μουσικό κομμάτι, κλπ.

Όμως λέμε και «κοιμίσικος». Λέμε, τέλος, «κοιμίσικη» για καμιά ταινία ή παρέα.

Από το κοιμάμαι.

συνώνυμο: ύπνος, ορισμός 2.

Ρε μαλάκα, μην ξαναφέρεις στην παρέα αυτόν τον κοιμίση, όποτε έρχεται αυτός το διαλάμε πριν από τα μεσάνυχτα, δε λέει!

Το τραγούδι του Κοιμίση (από Galadriel, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γόητρο, πρεστίζ, αξιοπρέπεια, καλή φήμη. Καθαρό κούτελο αστραπές δεν φοβάται.

Τώρα γιατί κούτελο, μάλλον γιατί, εφόσον «το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής», όποιος έχει απαστράπτον κούτελο (δηλ. χωρίς μαλλιά να το καλύπτουν, χωρίς ρυτίδες, χωρίς κάτι που να προδίδει έγνοιες, μπελάδες, κακία, επιφύλαξη κλπ) θεωρείται κάτι σαν ασπροπρόσωπος, δηλ. υπεράνω ευτελών καταστάσεων και βρώμικης ψυχής.

- Καλά ρε μαλάκα, τι κόλλημα είναι αυτό και δεν πας με τίποτε σε κωλάδικα;
- Ε όχι ρε φίλε, ε όχι! Έχουμε και ένα κούτελο σ' αυτή την κοινωνία εμείς, ένα γόητρο, ένα κάτι, αυτό μας έλλειπε να τρέχουμε και για πουτό-χουρό!
- Καλά καλά, της κοντής της ψωλής και το μαλλί τής φταίει...

πριν με καθαρο κουτελο (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)μετα την καληψη του ηθους (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επ)αρκώ, αυγατίζω, «πιάνω», «κάνω» (= είμαι κατάλληλος, ταιριάζω), περνάει η μπογιά μου (= αντέχω, βαστάω, έχω απόδοση), λέξη πας παντού.

  1. - Ρε γμτ, είδες, έκλεισε κι αυτό το μαγαζί...
    - Ρε συ πού να φτουρήσουν τόσα ίδια το ένα δίπλα στο άλλο... απορώ πώς λειτουργούν και τα υπόλοιπα.

  2. Καλά, μεγάλε, ξέχασέ το το 5Χ5, αφού δε φτουράς πια, δεν σε πάνε τα πόδια σου, τί επιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published