Μένω από ποτό. Βλ. και ξερός.
- Θα πάτε πουθενά για Πάσχα;
- Μπαα, δεν το βλέπω...
- Πώς έτσι, εσείς δεν χάνετε ευκαιρία!
- Στεγνώσαμε ρε συ, δεν υπάρχει σάλιο...Μια και θα το τραβήξουμε κι άλλο, να μην πάρουμε άλλο ένα; Στεγνώσαμε...
Μένω από ποτό. Βλ. και ξερός.
- Θα πάτε πουθενά για Πάσχα;
- Μπαα, δεν το βλέπω...
- Πώς έτσι, εσείς δεν χάνετε ευκαιρία!
- Στεγνώσαμε ρε συ, δεν υπάρχει σάλιο...
Μια και θα το τραβήξουμε κι άλλο, να μην πάρουμε άλλο ένα; Στεγνώσαμε...
Got a better definition? Add it!
Ο κακοφωνίξ σαξοφωνίστας, αυτός που εκτελεί στην κυριολεξία το κομμάτι του. Από το σαξόφωνο + φονιάς, αν έχετε απορία.
Ο σολίστ αρρώστησε και τον αντικατέστησε ένας άλλος. Εμείς όμως ξέραμε ότι πρόκειται περί σαξοφονιά κι έτσι δεν πήγαμε στη συναυλία.
Got a better definition? Add it!
Οι επίσημοι που κάθονται στις αντίστοιχες εξέδρες των ποδοσφαιρικών αγώνων. Λέγονται έτσι επειδή κάθονται ακίνητοι και σοβαροί, ενώ το πλήθος γύρω τους ωρύεται και χτυπιέται. Ο όρος παραπέμπει και στις μαρμάρινες θέσεις των επισήμων στα αρχαία θέατρα.
Δες τα μάρμαρα ρε μαλάκα! Το γήπεδο καίγεται και αυτοί κουλ! Ρε ουστ!
Got a better definition? Add it!
Το μακράς διαρκείας χέσιμο.
Συνώνυμα:
Βλ. και όποιος συσκέπτεται δεν σκέπτεται
- Πού πας;
- Έχω μια σύσκεψη...
- Α, κατάλαβα.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Όταν, στο παρκάρισμα ή στο ξεπαρκάρισμα, στουκάρουμε τον μπροστινό ή τον από πίσω μας τόσο δυνατά ώστε το ακούνε όλοι. Το λέμε για όσους, την ώρα που (ξε)παρκάρουν, κοιτάν αλλά δεν βλέπουν (είναι κοντοί ή γέροι ή άσχετοι ή ξανθιές) και περιμένουν να ακούσουν το μπαμ για να σιγουρευτούν ότι δεν πάει άλλο η μανούβρα.
ΚΡΑΑΑΑΤΣ!!!
- Ω τον παππού! τον τσάκισε τον πίσω του!
- Α, καλά, αυτός παρκάρει δια της ακουστικής μεθόδου.
- Άμα ακούει κιόλας το χούφταλο, πάλι καλά...
βλ. και παρκάρω με το αυτί
Got a better definition? Add it!
Πολύ δυνατά. Από την ένταση του ήχου στον ενισχυτή, όταν την βάζουμε στην τελευταία βαθμίδα.
- Πώς είσαι έτσι, δεν κοιμήθηκες όλη νύχτα;
- Άσ 'τα μεγάλε, χθες ξενύχτησα και, με το που την έπεσα τελικά για ύπνο, περνάει κάγκουρας με τη μουσική στο τέρμα και με ξυπνάει. Αυτό ήταν, δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ.
Got a better definition? Add it!
Ο βαρετός. Αυτός που είναι μονίμως σαν κοιμισμένος, που φέρνει νύστα στους άλλους μόνο και μόνο με την παρουσία του, για να μην πούμε για τον τόνο της φωνής του. Μιλάει μες τα δόντια του, είναι ανέκφραστος, υπναλέος, βαριεστημένος, υπερκούλ, νωθρός.
Θηλυκό, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό προσώπου, δεν υπάρχει, μάλλον γιατί οι γυναίκες είναι μονίμως τσίτα (βλ. ορισμό 2) και το φαινόμενο σπανίζει.
Το ουδέτερο («κοιμίσικο») χρησιμοποιείται για κάποιο έργο, μουσικό κομμάτι, κλπ.
Όμως λέμε και «κοιμίσικος». Λέμε, τέλος, «κοιμίσικη» για καμιά ταινία ή παρέα.
Από το κοιμάμαι.
συνώνυμο: ύπνος, ορισμός 2.
Ρε μαλάκα, μην ξαναφέρεις στην παρέα αυτόν τον κοιμίση, όποτε έρχεται αυτός το διαλάμε πριν από τα μεσάνυχτα, δε λέει!
Got a better definition? Add it!
Γόητρο, πρεστίζ, αξιοπρέπεια, καλή φήμη. Καθαρό κούτελο αστραπές δεν φοβάται.
Τώρα γιατί κούτελο, μάλλον γιατί, εφόσον «το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής», όποιος έχει απαστράπτον κούτελο (δηλ. χωρίς μαλλιά να το καλύπτουν, χωρίς ρυτίδες, χωρίς κάτι που να προδίδει έγνοιες, μπελάδες, κακία, επιφύλαξη κλπ) θεωρείται κάτι σαν ασπροπρόσωπος, δηλ. υπεράνω ευτελών καταστάσεων και βρώμικης ψυχής.
- Καλά ρε μαλάκα, τι κόλλημα είναι αυτό και δεν πας με τίποτε σε κωλάδικα;
- Ε όχι ρε φίλε, ε όχι! Έχουμε και ένα κούτελο σ' αυτή την κοινωνία εμείς, ένα γόητρο, ένα κάτι, αυτό μας έλλειπε να τρέχουμε και για πουτό-χουρό!
- Καλά καλά, της κοντής της ψωλής και το μαλλί τής φταίει...
Got a better definition? Add it!
Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.
Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.
Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.
- Ωραία βυζιά, ε;
- Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
- Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...
- Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
- Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!
- Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
- Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;
Got a better definition? Add it!
(Επ)αρκώ, αυγατίζω, «πιάνω», «κάνω» (= είμαι κατάλληλος, ταιριάζω), περνάει η μπογιά μου (= αντέχω, βαστάω, έχω απόδοση), λέξη πας παντού.
- Ρε γμτ, είδες, έκλεισε κι αυτό το μαγαζί...
- Ρε συ πού να φτουρήσουν τόσα ίδια το ένα δίπλα στο άλλο... απορώ πώς λειτουργούν και τα υπόλοιπα.
Καλά, μεγάλε, ξέχασέ το το 5Χ5, αφού δε φτουράς πια, δεν σε πάνε τα πόδια σου, τί επιμένεις;
Got a better definition? Add it!