Το απόλυτο ξενέρωμα. Οτιδήποτε και οποιοσδήποτε μας καταστρέφει την σεξουαλική διάθεση και τον ερωτισμό γενικά.

Συνώνυμα: ξενερουά, ντεκαβλέ.

  1. τηλεφώνημα από τη Μαμά πάνω που αρχίζει το πήδημα.

  2. ασπρόκαλτσας, ο, ταγάρω, η, βερμουδιάρης ξεπλένω, η καληνυχτάκιας και άλλα.

  3. η μακαρονάδα.

  4. ο άντρας φορά κάλτσες ή κοιτάζεται στον καθρέφτη ή και τα δύο, η γυναίκα λέει αχ μη μου το σκίσεις (το μπλουζάκι) γιατί δεν είχε άλλο στο μαγαζί.

  5. Ο Ασκητής

από την ταινία the opposite of sex (από xalikoutis, 07/11/08)Αντισέξ το unsafe sex (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της υψηλής κομμωτικής που σημαίνει κατσαρώνω, γίνομαι αφάνα, φουντώνω, ή καλύτερα «φριζάρω»... κατά την επίσημη κομμωτική (από το αγγλικό frizz). Η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για τα μαλλιά ή, σπανίως, για κανα μάλλινο πουλόβερ.

Τα μαλλιά, ιδίως τα «ξηρά ή ταλαιπωρημένα, ατίθασα» μαλλιά, πουτσοτριχίζουν άγρια όταν τα έχουμε λούσει και δεν έχουμε βάλει μαλακτικό, όταν κάνουμε το λάθος να τα βουρτσίσουμε, όταν είναι σπαστά ή κατσαρά από φυσικού τους αλλά εμείς τα ισιώσαμε, και όλα αυτά σε συνδυασμό και με στενό συνεργάτη την τρελή υγρασία (από 50% και άνω). Όπως έχει διαπιστωθεί τα τελευταία χρόνια, οι υγροί καιροί γίνονται όλο και συχνότεροι, διαρκούν όλο και περισσότερο, άρα αυξάνονται και τα προβλήματα της τρίχας. Η εικόνα που δίνουν τα μαλλιά-πουτσότριχες είναι κάτι σαν θολό περίγραμμα γύρω-γύρω από την κόμη. Αν λοιπόν το καλοκοιτάξεις αυτό, αν βρίσκεσαι δηλαδή κόντρα στο φως, θα φανούν μία μία οι κατσαρωμένες τρίχες. Οι λύσεις είναι δύο: ή τα κόβουμε γουλί, ή τα παστώνουμε με λογής-λογής ειδικά καλλυντικά.

- Άντε βγες από το μπάνιο επιτέλους να μπει και κανας άλλος. Ακόμα τα μαλλιά σου φτιάχνεις;
- Άσε μας ρε Στέλιο και πρέπει να φύγω για τη δουλειά και παλεύω με το κωλόμαλλο που πάλι έχει πουτσοτριχίσει από την υγρασία... Δε βλέπεις το χάλι; Μη με αγχώνεις και συ τώρα!

(από ironick, 06/11/08)(από ironick, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος ευγενείας που αποδεικνύει περίτρανα, επιτέλους, ότι η ομάδα Ε, οι Παγάνες και οι απανταχού Λιακοπουλισταί έχουν δίκιο όταν, κάτω από κάθε πέτρα, αναλακύπτουν κι ένα ελληνικό στοιχείο.

Ο ορισμός που ακολουθεί είναι παρμένος από το βιβλίο Γλώσσα μετ' εμποδίων του συναδέλφου σλαγκιστή Sarant (http://www.sarantakos.com/language/matakite.html), την άδεια του οποίου ζήτησα και πήρα για να παραθέσω το απόσπασμα. Τα εύσημα λοιπόν, δικά του.

«(...) έρχομαι να προτείνω μια, πιστεύω αναντίρρητη, ένδειξη ελληνικής, και δη προκατακλυσμιαίας, παρουσίας στον Ειρηνικό Ωκεανό. Όπως μπορείτε να δείτε σε μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο, ο γενάρχης των Φιλιππινέζων στη μυθολογία τους, το ανάλογο του Αδάμ δηλαδή (...) λέγεται Si Malakas* (...). Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι Malakas σημαίνει δυνατός (...). Όμως τί ξέρουν οι φτωχοί; Αυτά είναι μυθολογίες.

Εμείς ξέρουμε την Αλήθεια. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο γενάρχης των Φιλιππινέζων ήταν προκατακλυσμιαίος Έλληνας που έφτασε με τα ελληνικά κοίλα πλοία και αποβιβάστηκε στα νησιά του Ειρηνικού για να τους μεταλαμπαδεύσει τον ελληνικό πολιτισμό. Κι ενώ άγλωσσοι ιθαγενείς είχαν μαζευτεί στην ακτή και κοίταζαν γεμάτοι θαυμασμό τους λεβεντόκορμους επισκέπτες, ο πλοίαρχος έλεγε με μεγάλη φωνή (μεταφράζω από τα προκατακλυσμιαία ελληνικά): «Εμπρός παλικάρια μου να μεταλαμπαδεύσουμε την τρισχιλιετή μας γλώσσα σε τούτη τη μακρινή γωνιά, να μεταδώσουμε τα ιδεώδη της φυλής μας στους απολίτιστους αγρίους...». Όπως ξέρετε όμως, η πειθαρχία δεν είναι το φόρτε της φυλής μας και ούτε τότε ήταν.

Κάποιος ναύτης, ασφαλώς πρόγονος του Θερσίτη**, είπε στον διπλανό του:
- Μας έπρηξε τούτος ο μαλάκας.
- Ποιος είναι μαλάκας ρε; ρώτησε εξαγριωμένος ο πλοίαρχος που το άκουσε.
- Συ, του απάντησε μεγαλόφωνα και θαρρετά ο παππούς Θερσίτης.
- Εσένα θα σε κανονίσω μετά, είπε ο πλοίαρχος κι έδωσε τόπο στην οργή συναισθανόμενος τη σημασία της στιγμής.
και πήδηξε στη χρυσή άμμο. Και οι άγλωσσοι ιθαγενείς, που είχαν ακούσει όλη τη στιχομυθία και ρούφηξαν τον Έλληνα λόγο όπως το διψασμένο χώμα τις πρώτες σταγόνες της βροχής, έσπευσαν να στεφανώσουν με άνθη τον μακρινό πρόγονό μας, κραυγάζοντας ρυθμικά το όνομά του «Σι Μαλάκας!», «Σι Μαλάκας!» , «Σι Μαλάκας!» και να τον λατρέψουν σαν θεόσταλτο γενάρχη τους. Όσο και αν προσπάθησε αργότερα να τους μεταπείσει ο ηρωικός εκείνος πλοίαρχος ότι δεν λέγεται έτσι, η αλήθεια είναι ότι καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.

Γι' αυτό και πιστεύω ότι όταν αναφερόμαστε στον μυθικό γενάρχη των Φιλιππινέζων πρέπει να γράφουμε «Συ Μαλάκας» για να διατηρούμε το ετυμολογικό ίνδαλμα της λέξης.»

*πράγματι έτσι λέγεται
**«Ο Θερσίτης είναι κυρίως γνωστός ως ο μόνος ίσως καθαρά «αρνητικός» χαρακτήρας στον Τρωικό Πόλεμο: μέσα στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν παρασιτικό στοιχείο, ένας δειλός που μόνο έβριζε, φιλονικούσε και προκαλούσε συνεχώς με την αυθάδη συμπεριφορά του.» (Από Βίκι)

  1. - Ασταδγιάλα ρε μαλάκα που μου βγήκες από το στοπ και ζητάς και τα ρέστα! Μαλάκα, ε μαλάκα!
    - Ποιον είπες μαλάκα ρε μαλάκα;
    - Εσένα είπα μαλάκα!
    - Εγώ μαλάκας; Συ μαλάκας! Μαλάκας με κεφαλαίο κιόλας! ...που θα με πεις εμένα μαλάκα...

  2. - Στο διαγώνισμα με ελεύθερο θέμα με έκοψε η Κουτσουρίδου...
    - Εσένα;! το φυτό;;;!!! Γιατί;
    - Επειδή έγραψα για τον Σι Μαλάκα...
    - Ποιος ήρθε;
    - Για τον γενάρχη των Φιλιππινέζων.
    - Κοίτα που έμαθε ρε το φυτό και το δούλεμα! Ε καλά σου έκανε η γυναίκα! καιρός ήταν! Χαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στόκος, ο πανηλίθιος, ο μπαγλαμάς, ο απόλυτος βλαξ.
Πολύ παλιά λέξη η οποία χρησιμοποιείται μάλλον όταν το λέμε χαριτωμένα και όχι προσβλητικά, σε κάποιον που συμπαθούμε.
Αγνώστου ετύμου... Μήπως από το κλούβιο κεφάλι του μπουμπούνα όπου αντηχεί το κενό του;
Καμία σχέση με την έκφραση «μπουμπούνα το», εξίσου χαζή όμως.

- Ρε μπουμπούνα, σου το έχω πει τόοοσες φορές και συ δε νιώθεις... Τι άλλο να κάνω, πες μου.
- Ποιος ήταν;

Got a better definition? Add it!

Published

Ρίχ' το, κάν' το, δώσε, χώσε, σκάσ' το, πες το.

Προτροπή προς άμεση εκτέλεση κάποιας πράξης ή δήλωσης, η οποία μάλλον δεν θα μας είναι ευχάριστη. Και θα σκάσει σαν το κανόνι (που κάνει μπουμμμ...).

Από το ρήμα μπουμπουνίζω.

- Και τι σου είπε η Νταίζη;
- Ποιος τη μπαίζει;
- Έλα, λέγε, κόφ' το δούλεμα.
- Να πω τι;
- Λέγε ρε μαλάκα!
- Είσαι σίγουρος πως θες ν' ακούσεις;
- Έλα, μπουμπούνα το, να τελειώνουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης κοκούνινγκ η οποία, σύμφωνα με τη συνταγή, σημαίνει κάθομαι σπίτι με την παντόφλα, ανάβω κανα αρωματικό στικ και ακούω μουσική ή σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που προστίθεται στην διαδικασία του γκουζγκούνινγκ είναι το σεξ και αυτό που αποκλείεται είναι η τηλεόραση, εκτός κι αν πρόκειται να προβληθεί εκεί καμια τσόντα.

Δηλαδή, κατά το γκουζγκούνινγκ κλείνομαι μέσα στο σπίτι με το έτερο ήμισυ, πάλι φοράω παντόφλα, πάλι ανάβω στικ, πάλι βάζω μουσική να παίζει (κατά προτίμηση γαμωτζάζ) και ξεσκίζομαι στο σεξ μέχρι τελικής πτώσεως, λέμε τώρα. Ή στη μαλακία, αν δεν υπάρχει παρτενέρ (αυτό το τελευταίο είναι κυρίως για τις γυναίκες. Οι άντρες δεν το πολυβλέπω να παίζουν με στικ και μουσικούλες).

Ο λόγος για τον οποίον ο όρος γκουζγκούνινγκ αφορά τελικά περισσότερο το τρυφερό -που λέει ο λόγος- σεξ παρά το πορνώδες, είναι γιατί η λέξη φέρνει -ηχητικά- προς γουτσισμό (μπορούμε λοιπόν να λέμε και γουζγούνινγκ, αν θέλουμε...), κατάσταση δηλαδή που ταιριάζει πιο πολύ στην περίσταση παντόφλα-στικ-γαμωτζάζ παρά σε όσα έμαθε στον ελληνικό λαό π.Α. (προ Ασκητή) ο διάσημος δάσκαλος του σεξ.

- Απόψε είναι το πάρτυ του Στέλιου.
- Μωρέεεε... είμαι πολύ κουρασμένηηηη... Να μην κάτσουμε στο σπίτι μου να κάνουμε λίγο κοκούνιιινγκ;...
- Καλά, να κάνουμε λίγο κοκούνινγκ αλλά μετά θα κάνουμε και μπόλικο γκουζγκούνινγκ.
- Γκουζγκούνινγκ;! Τι είναι αυτόοοο;
- Πάμε σπίτι σου και θα σου δείξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοτρίβομαι, σαχλαμαρίζω που θά 'λεγαν οι παλιοί, κουνιέμαι, τρίβομαι στη γκλίτσα του τσοπάνη. Δίνω το πράσινο φως στο άλλο φύλο με νάζια και κολπάκια.

Σημαίνει όμως και γουτσίζω και λέγεται και για ζευγάρι που το παρακάνει στην εκδήλωση τρυφερότητας του ενός προς τον άλλον.

  1. - Χθες ήρθε η Σάσα στο σπίτι και με το που είδε τον αδελφό μου άρχισε να πιπιλιέται μαζί του μπροστά στη μάνα μας.
    - Κι αυτός;
    - Άλλο που δεν ήθελε ο μαλάκας. Και τελικά, τ' άκουσα για λογαριασμό του. Τι φίλες είναι αυτές που έχω, και τέτοια. Σιγά μην έλεγε τίποτα η μάνα στον γιόκα της...

  2. Πήγαμε ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη με τον Σάκη και την Άννα και μας έσπασαν τ' αρχίδια, δεν μπορούσαμε να κάνουμε ένα βήμα και κάθε τόσο τους είχαμε να πιπιλιούνται σε κάποια γωνιά. Δεν ευχαριστήθηκα τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος γυναίκας που, παρά την σεξουαλική χειραφέτηση, δεν έχει εκλείψει, όσο απίστευτο και ν' ακούγεται. Είναι αυτή που τον παίρνει από κώλο για να μη σπάσει η παρθενιά, είναι η αράβισσα που το ξαναράβει γιατί αλλιώς κανείς δεν θα την παντρευτεί, είναι γενικώς η κατηγορία γυναικών που, είτε από κατάλοιπα κοινωνικής καταπίεσης ή από ενδόμυχο βίτσιο και κουτοπονηριά, ή, τέλος από απλή και καθαρή βλακεία, δεν τολμά να σπάσει την περίφημη παρθενιά της και να βγει στον κόσμο του σεξ με το κεφάλι ψηλά...

Επίσης είναι αυτή που ναι μεν είναι παρθένα αλλά όλο και κουνιέται στον καθένα, αφήνοντας υπονοούμενα ότι «τη λαδώνει τη μπάμια», και όταν την προσεγγίσεις σου έχει επιτεθεί για σεξουαλική παρενόχληση, σου έχει κάνει κατήχηση για το πόσο απρεπής είσαι, ή, απλώς, το έχει βάλει στα πόδια για τα καλά.

  1. - Αυτή η Μαρία λες να έχει νιώσει ποτέ χαρά στα σκέλια της;
    - Ου! είναι μια μισοπαρθένα αυτή, άλλο πράμα. Τους έχει πάρει όλους από κώλο αλλά η παρθενιά παρθενιά! Άθικτη!

  2. Άρχισαν να έρχονται στο γραφείο οι υποψήφιες γραμματείς και έσκασε μύτη και μια μισοπαρθένα, ο θεός να μας φυλάξει! αν την προσλάβει ο αφεντικός θα έχουμε όλοι πρόβλημα εδώ μέσα. Πάει γυρεύοντας για ιστορίες και σούξου μούξου μανταλάκια αυτή.

  3. - Το ήξερες ότι η γκόμενα του Χρήστου, αυτή η φοιτήτρια από την Ιορδανία, μας έλεγε πως προτού επιστρέψει στην πατρίδα της θα πα να κάνει παρθενορραφή γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσει να παντρευτεί ποτέ της;
    - Ε καλά και συ δεν τό' χεις ξανακούσει; Όλες αυτές είναι μισοπαρθένες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει τον ευσεβή πόθο μας για άμεσο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, πόθο που ωιμέ! αναχαιτίζεται την σήμερον ημέρα από τον νόμο, την κοινωνική πρόοδο, τον πολιτισμό γενικά, και καταπνίγει την ελευθερία μας να διευθετήσουμε μια κατάσταση χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η έκφραση σημαίνει κατά βάθος «αν γινόταν, την κοινωνία μου μέσα, τον σκότωνα το μπούστη». Κατά βάθος επίσης εκφράζει ασυνείδητη ζήλια...

Σε στιγμές μεγάλης οργής χρησιμοποιείται ο ενεστώτας χρόνος (τον σκοτώνω...).

Λέμε και: τον έπνιγα, τον έσκιζα, τον καθάριζα, τον κανόνιζα, τον τσάκιζα κλπκλπ.

«Σκοτώνω άνθρωπο»: παλιά ξενερουά έκφραση για τον μεγάλο θυμό, τα πολλά νεύρα. Τόσα που σκοτώνεις, όχι κάτι υποδεέστερο του ανθρώπου (τι κομψό...), αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, αμέ.

  1. - Τον είδες το μαλάκα φάτσα που έχει και βγαίνει και στην τηλεόραση το μουνί;
    - Τον σκότωνα...

  2. Δεν πάω πουθενά σήμερα. Με τα νεύρα που έχω σκοτώνω άνθρωπο, καλύτερα να μείνω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση για το κάνω εμετό, κυρίως από ναυτία προερχόμενη από κούνημα του καραβιού. Ξερνάω στη θάλασσα ό,τι έχω φάει και το προσφέρω με αυτόν τον απαίσιο πλην όμως αυθόρμητο τρόπο στα άδολα ψαράκια.

- Πώς περάσατε το Σαββατοκύριακο;
- Είχε ο μαλάκας ο Νότης την ιδέα να πάμε με ιστιοπλοϊκό στην Ύδρα και μας τό' παιζε και σκίπερ ο άσχετος ... ιστιοφλωρία σκέτη, σου λέω. Άσε που μαζί μας είχαμε κι ένα μπουζουκομούνι που όλη την ώρα καθόταν στην πρύμνη και τάιζε τα ψάρια...
- Όχι ρε πούστη! Και τι έκανες;
- Την έβγαλα μέσα, στη λάντζα, να μην την βλέπω και να μην την ακούω -και μόλις πιάσαμε Ύδρα πήρα το πρώτο καταμαράν για πατρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published