Το glitter που βάζουν οι γυναίκες στα χείλη ή και αλλού για να προσδώσει λάμψη (σημαίνει λάμψη στα αγγλικά) προφέρεται γκλjίτερ με χαρακτηριστική πελοποννjησιακή προφορά για μεγαλjύτερο χαβαλέ.

Βλ. και «Αντζελjίνα Τζόλjι», «η αλjήθεια αλjήθεια», μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee κ.ο.κ. (λήμμα γραμμένο από προσωπική εμπειρία).

- Ου να μου χαθείς, που μου θες και γκλjίτερ! Έχεις δει τη μούρη σου στο facebook;

(από Khan, 24/07/13)Επανάληψη στο ορθό χρώμα! (από Khan, 11/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου η κατάληξη της Γενικής Πληθυντικού -ων σχηματίζεται ως -ωνε. Από εκεί καθιερώθηκε στην σλανγκ, με την βοήθεια του Χάρρυ Κλυνν που προμόταρε τον ιδιωματισμό στον δίσκο «Μαλακά, πιο μαλακά» (αρχές '80ς).

Ταμείο Παρακαταθηκώνε και Δανείωνε.

Σύλλογος για τα Δικαιώματα των Ομοφυλοφίλωνε.

Ευρωπαϊκώνε προδιαγραφώνε.

(Παρακαλείσθε να προσθέσετε κι άλλα που υπέπεσαν στην αντίληψή σας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος τα δίνει όλα στο φαΐ, ποτό, γλέντι, τρώει τον αγλέουρα, τα κάνει μπάχαλο όλα, αλλά έχει και την οικονομική δυνατότητα για να κάνει όλα τα παραπάνω!

Προφανώς, από τον εμφατικό τρόπο με τον οποίο γιορτάζουμε οι Έλληνες το Πάσχα. Αναφέρεται και σε τσιμπούσια οικονομικά κτλ.

  1. Και νά 'τανε μόνο ο Ρουσόπουλος! Φαίνεται ότι πολλοί πολιτικοί κι απ΄τα δύο μέγαλα κόμματα κάνανε Πάσχα στο Βατοπαίδι!

  2. Εν μέσω οικονομικής στύσης οι απολύσεις, η ανεργία και οι μειώσεις μισθών πάνε σύννεφο, αλλά οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα λεφτά των φορολογουμένων για να στηρίξει τα λαμόγια, ώστε να συνεχίζουν να κάνουν Πάσχα! Πάσχα των ρουμάνων! (Κατά το «Πάσχα των Ελλήνων»).

  3. Ευτυχώς που υπάρχουν λήμματα «Λερναία Ύδρα» σαν το σύσκεψη της Ιρονίκ, κι έτσι οι καβουροσλανγκόσαυροι θα κάνουν Πάσχα και φέτο!

(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ετοιμόλογος, που έχει πάντα έτοιμη μια σλανγκική ατάκα για κάθε μα κάθε περίσταση. Στο τέλος, ο λόγος του αποτελεί ένα «slangical» (κατά το musical), δηλαδή μιλά αποκλειστικά με σλανγκοατάκες.

Στην αρχή εντυπωσιάζει φίλους και παρέα, που τον καλούν για να διασκεδάσουν μαζί του, αλλά σταδιακά τον θεωρούν γραφικό. Προσοχή, η διαφορά μεταξύ του ετοιμόσλανγκου και του σλανγκοπαθούς είναι πολύ λεπτή, όπως ανάμεσα στον νευρωτικό και τον ψυχωτικό.

Σλάνγκος ετοιμόσλανγκος τρώει το μπουζουκοδάνειό του με παρέα αμύητων και σχολιάζουν τις μπουζουκομούνες:

Αμύητοι: - Χάλια φωνή η τύπισσα, αλλά τι μπούτια!
Σλάνγκος Ετοιμόσλανγκος: - Ναι, η Κακοφωνίξ! Από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα!
Α.: - Χα χα! Καλό! Έχει όμως κάτι καμπύλες!
Σ.Ε.: - Ναι, ανήκει στον τύπο κλεψυδρομούνα και μάλιστα αρχοντομούνα παρά την λαϊκή της προέλευση.
Α.: - Φιλάρα, τι πετάς! Ένα ένα να σε προλαβαίνουμε!
Σ.Ε.: - Όχι σαν την διπλανή της, που είναι αχλαδομούνα και την άλλη αριστερά που είναι μηλαρού. Δεν λέω, κι η άλλη η λεβεντομούνα καλή είναι, αλλά τι τα θες; Ναι μεν ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι, αλλά και ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι. Αν ρωτάτε την γνώμη μου προτιμώ να δείξω το ηλιοβασίλεμα στους θάμνους σε μια πιπινέζα!
Α.: - Όπα όπα μεγάλε! Δεν σε προλαβαίνουμε! Για σπάσ' τα και ξαναρίχτα!
Σ.Ε.: - Χα χα καλό! Διαβάζεις κι εσύ slang.gr; Έχεις διαβάσει τον ορισμό της Pirate Jenny απ' τον κύκλο των χαμένων σλανγκιστών; Χα χα! Χήρα του Μ.Α.Ο.! Χήρα του Μ.Α.Ο.!
Α.: - Ποια χήρα καλέ;
Σ.Ε.: Αυτή μωρέ, η γυναίκα του ρουμάνου της Κίνας!
Α.: - Τι; Ε; Πού βρέθηκε Ρουμάνα στην Κίνα;
Σ.Ε.: - Μα δεν ήταν από την Ρουμανία, από την Δανία ήταν η χήρα, για την ακρίβεια από την Λολάνδη.
Α.: - Δεν τον αντέχω άλλο, μαζέψτε τον τον γραφικό!

(Και καταφτάνει το ασθενοφόρο για το ειδικό τρελοκομείο για overslanging).

To Royal Hospital for Overacting των Monty Python θα μπορούσε να είναι και Royal Hospital for Overslanging (από Dirty Talking, 18/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν ένας ξυπνιτζής αστειάτορας πει καμία και καλούα υπερπόντια ατάκα. Τότε υποτίθεται ότι η ατάκα φεύγει από το «έρκος των οδόντων» του και σκάει σαν βόμβα και εμείς κάνουμε έναν μορφασμό σαν ότι προσπαθούμε να προστατευθούμε από το ωστικό κύμα της βόμβας που έριξε.

Επίσης, για να υπονοήσουμε ότι κάποιος έχει δημιουργήσει ένα τσουτσουνάμι μαλακίας, κάνουμε αποτόμως δεξιά το κεφάλι μας λέγοντας «το μάμαλο» και μετά αποτόμως αριστερά λέγοντας «το αντιμάμαλο». Μάμαλο είναι το κύμα που σκάει στο πλοιάριο, και αντιμάμαλο το κύμα που σκάει πρώτα στην προβλήτα κι έπειτα στο πλοιάριο. Οπότε εννοείται ότι το τσουνάμι της μαλακίας χτυπά τον ακροατή πρώτα ως μάμαλο κι έπειτα ως αντιμάμαλο (οκ, μόνο στην παρέα μου το κάνουμε, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να μην καταχωρισθεί...).

- Καλό Πάσχα!
- Κι εγώ καλώ πάσχα, αλλά δεν το σηκώνει.
- Ωχ, με πήρε το ωστικό κύμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος που ελέγχει και τις συναλλαγές μας στο Ίντερνετ για να βγάλει άκρη και να συλλάβει. Ή η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.

Από φόρουμ:
Όλα τα είχαμε ο κυβερνόμπατσος που θα μας φακελώσει μας έλειπε ... Eυκολος χαρακτηρισμος το κυβερνομπατσος, σημερα ομως ειμαστε στην ΕΟΚ και το φακελωμα πάει σύννεφο...

Αλλού στο Ιντερνέτι:
Αυτη η διωξη η ηλεκτρονική δηλαδή τι θα κάνει απλα θα το κλείσει κ θα λέει error μετά ή θα μου πετάει popup «εδω κυβερνόμπατσος,over.;;

Ποντίκι:
Ο υπουργός έσπευσε να νομοθετήσει και σύντομα οι πάροχ

Got a better definition? Add it!

Published

Ρίμα που χαρακτηρίζει τρέντυ εμφάνιση πλην λίγο παρώ. Στην Μεσσηνjία το λένε μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee.

- Tι το παίζει με το μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee ο μαβλάκας;

Στο 1.15 κ.ε. (από Khan, 24/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Γαμησιάτικο μπινελίκι παλαιάς κοπής, της μοδός στα '70ς και '80ς, ίσως λόγω οριενταλιστικού ρομαντισμού. Σύγκρινε: Τουρκόγυφτος.

- Αχ, τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα!
- Να μού 'κανες και κάτι, αλλά πού;

Γαρύφαλλο στ\' αυτί, Άννα Μαρία Κάλφα (από poniroskylo, 19/04/09)ΟΚ, το βρήκαμε και το ορίτζιναλ (από poniroskylo, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τσόλι ή τσούλι, είναι από την τουρκική λέξη çul, που σημαίνει χαλί από φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. Οπότε σημαίνει ένα ξεφτιλισμένο, χαμερπές άτομο, ή με χάλια αισθητική και εμφάνιση.

  2. Κατά τον Μπαμπινιώτη, σημαίνει επίσης τον άνδρα που εκδίδεται. Κατά τον Βραστάνδρα, είναι λέξη της κουλτούρας των ομοφυλοφίλωνε, καθώς και των καβουροσλανγκοσαύρωνε

  3. Κατά την Ιρονίκ, «το τσόλι είναι κακό άτομο, ενώ το τσουλί μπορεί να είναι και χαριτωμένο. Ή τέσπα, όταν λέμε τσόλι το λέμε αποκλειστικά με κακία ενώ το «τσουλί» μπορείς να το πεις και χαριτολογώντας.

Το «τσουλί», παρεμπίπταμπλυ, έχει την εξής ετυμολογία:

τσουλί < τσούλα < ιταλικό ciulla με αποσπασμό από το < fanciulla = κοριτσάκι προεφηβικής ηλικίας (μωρ' σαν δεν ντρέπεστε, ανώμαλοι!) < fancello < fante = μωρό, παιδάκι < λατινικό infans, -antis .

Μυημένος Σλάνγκος: - Πώς έχεις ντυθεί έτσι σαν τσόλι! Και πρόσεξέ με: Λέω τσόλι, όχι τσουλί. Τι; Δεν ξέρεις την διαφορά; Slang it! Στραβάδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το λέμε όταν πηγαίνουμε με την μητέρα μας στο θέατρο, αλλά δεν ξέρουμε πού κάθεται κι έτσι της τηλεφωνούμε στο κινητό για να μας πει την ακριβή θέση.

  2. Ερώτηση στην οποία η απάντηση είναι αυτονόητη, αλλά μας αρέσει να την ακούμε.

- Αργκ! Έτσι! Τι σου κάνω μάνα μου; Ετς! Έτσι αγαπάει ο Πειραιάς! Πες μου πού κάθεσαι μάνα μου;
- Σε γαριδάκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified