Λέγεται για γερόντια που διατηρούν την κορμοστασιά τους και τη λεβεντιά τους, στη Θεσσαλία, αλλά και αλλού. Αυτός, γέρος κυρίως, που έχει σωματική και ηθική αντοχή, ο ακμαίος, δυνατός.

Ετυμολογία: Κοτσονάτος με προχωρητική αφομοίωση < κοτσανάτος < κοτσάνι < **κοψάνιον* < **κόψανον* < κόπτω.

Δεδομένου ότι ετυμολογείται από το κοτσάνι, ο κοτσονάτος είναι μάλλον αυτός που δεν του έχει πειραχτεί ο κορμός, δεν έχει λ.χ. καμπουριάσει, κακαμοιριάσει κτλ, αλλά διατηρεί ευθυτενές λυγερό παράστημα. Δηλ. το ανδρικό και γεροντικό αντίστοιχο της λεβεντομούνας.

Ασίστ: Beth.

Κοτσονάτος ο Επαμεινώνδας! Ηντάρισε κι ακόμη γαμεί με τη σέσουλα.

Επίσης και κοτσανάτος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σέξι μετεωρολόγος νέας κοπής, που λιγότερο δείχνει τα μετέωρα φαινόμενα και περισσότερο μετεωρίζει τον κώλο της. Το σινάφι της Έλενας Πούτση και της Πετρούλας. Παίρνει την δουλειά με βυζογραφικό.

«Μόλις τελείωσε» η μετεωροκώλος, μόλις τελειώσαμε κι εμείς...

(από Dirty Talking, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τα έξοδα είναι δυσαναλόγως περισσότερα από τα έσοδα.

Λέγεται και το αντίστροφο, αλλά είναι πιο σπάνιο. Το αντίστροφο θα μπορούσε σλανγκικώς να λεχθεί και για αλλαξοκώλη κολομπαρά-κωλομπαρά που παίρνει πιο πολύ απ' ό,τι δίνει ή για μπάι.

Με τέτοια οικονομική στύση κι αυτός ακόμη βγάζει με το τσουβάλι και βάζει με το τσιμπιδάκι!

Got a better definition? Add it!

Published

Ειρωνική παραλλαγή του «εδώ και τώρα». Σημαίνει «του Αγίου Πούτσου ανήμερα».

- Η Ελλάδα θα γνωρίσει μια νέα εποχή ευημερίας εδώ και τώρα!
- Ναι, καλά, εκεί και τότε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περίπου σαν το φυτό, δηλαδή κάποιος που δεν αντιδρά, που είναι φυτικής διάδρασης με το περιβάλλον. Δηλαδή ένας φύτουκλας, ένας geek. Αλλά κυρίως κάποιος που είναι στην κοσμάρα του, που είναι από άλλο πλανήτη, από μια φρουτοπική κοινωνία, ένα ούφο ή αλλούφο, ή ούφο με σκούφο και με φλογέρα.

  2. Ένας σαπρός καρπός σαπρού δένδρου, δηλαδή ένα μπουμπούκι, ένα περιβόλι, αλλά όλα αυτά με την κακή έννοια.

- Τι φρούτο είναι αυτός ρε παιδάκι μου! Στα Λιντλ τον ψωνίσαμε;
- Άλλο φρούτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω την ηλικία των ογδόντα. Πολύ παππούς δηλαδή.

- Ο παππούς μας ηντάρισε φέτος!
- Τόσο νέος είναι; Νόμιζα ότι είχε ήδη ονταρίσει. - Βεβαίως! Είχε ονταρίσει πριν δέκα χρόνια! Τώρα εννεν-ηντάρισε! Αλλά δεν του φαίνεται! Είναι πολύ κοτσονάτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και ο πούστης, ειδικά αν η λέξη ετυμολογηθεί από το κουνώ, οπότε σημαίνει τον κουνιστό, την κουνίστρα, ενώ αν συνδυαστούν οι δύο σημασίες, μπορεί να σημαίνει τον πούστη από κούνια.

Ασίστ: Μεγαρεύς νέοπας.

- Άντε μωρέ κουνενέ, μωρέ πισωλούρη, μωρή δεντρογαλιά!

- Από τα Μέγαρα είσαι, φίλε, και τον κράζεις έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός απ' το αχλάδι, είναι ευφημισμός για το αρχίδι, λόγω του ομόηχου.

Αντιστρόφως, υπάρχει το υπονοούμενο «για να δούμε πόσα αρχίδια βάζει ο σάκος».

Ιωαννίδη, είσαι μεγάλο απίδι,
είσαι απίιιιιιιιιιδι, οέο, Ιωαννίδη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης που κουνιέται, η κουνίστρα, η κουδουνίστρα, η κουνιότα, ο κουνενές. Εάν είναι τρεντόπουστας είναι κουνιστός με κουνιστό. Η απάντηση στην κατηγορία: Δεν κουνιέται πούστης!

Μεγαρεύς: - Πού πας ρε κουνενέ, ρε πισωλούρη;
Μετάφραση: - Πού πας ρε κουνιστέ, μωρή φολκσβάγκεν κλούβα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα από τεμπελιά, αμέλεια, κατά το ξερόλας. Αυτός που έχει αναγάγει σε δόγμα το μην κάνεις σήμερα, ό,τι μπορείς να αφήσεις για αύριο.

- Πότε θα πλύνεις τα πιάτα;
- Αύριο!
- Ο αυριόλας ξαναχτυπά!

Σχετικά λήμματα: ασαυρία, Xες αύριον τα σπουδαία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified