Το μέρος, όπου παραθερίζουν μανιοκαταθλιπτικοί, πνιχτοί και αυτομαστιγούμενοι! Με λίγα λόγια, τα ερημονήσια που αποτελούν τον ιδανικό προορισμό διακοπών των έμο, emos, των καθαρόεμων emoφρίκουλων. Το ιδανικό ερemoνήσι είναι περίπου όπως η Ίφκινθος. Δηλαδή, όπως το έθεσε εμπνευσμένα ο athens as it really is από τον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών, είναι: «Ένα Νησί της άγονης γραμμής, που έχει φανταστικές παραλίες, 0.4 κατοίκους, ένα γαϊδούρι, έναν πάγκο που πουλάει μόνο μπαταρίες, λεμονάδες Κλιάφα και προφυλακτικά και μια ελιά στη μέση».

Πηγή: Vrastaman.

- Πήγαμε και στην Κάσο και στην Οινούσα και στην Ελαφόνησο και στους Φούρνους. Σ' όλα τα ερemoνήσια! Έλεορ! Φέτο θα πάμε στην Μύκονο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άγριο hard-core σεξ με τάσεις σαδισμού. Υπάρχουν συγκεκριμένες γκόμενες- σκυλιά που σε εμπνέουν γι' αυτό, κι άλλες για το αντίθετο.

- Η τύπισσα που σου μιλάω, φιλάρα, δεν είναι ναζιάρικο πιπίνι για να το πας παίζοντας επιτραπέζια. Η τύπισσα είναι για να της κάνεις άγριο επιτραπέζιο και να της κόψεις και πρόστιμο από πάνω! Το αντέχει!

(από Khan, 18/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σλανγκική εκφορά του ονόματος «Παύλος». Επίσης, του επωνύμου του ποιητή Ανδρέα Κάλβου. (Άσχετο!).

- Στο δεύτερο εξάμηνο μελετήσαμε ποίηση Καύλου Νιρβάνα και Ανδρέα Κάβλου.
- Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ογδοντάρης.

Έγινε σήμερα οντάρης, και μας έβαλε να ψάξουμε ογδόντα κεράκια ο γεροξεκούτης. Ου γαρ έρχεται μόνον. Τελικά φάγαμε κερί με τούρτα!

Η Κάθριν Τσάνσλορ στα 80στά γενέθλιά της. (από Dirty Talking, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν παρεμβάλλουμε εν τη ρύμη του λόγου κάτι άσχετο.

Το σλάνγκισε ο Λάκης Λαζόπουλος στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» με την πλούσια κυρία, που συνήθιζε να διηγείται πικάντικες ιστορίες και να παρεμβάλλει άσχετες ανθυπολεπτομέρειες (βλ. παράδειγμα).

Η ίδια που έλεγε και το για όνομα.

- Και που λες, Σούλα μου, πάνω που με είχε κεράσει το τρίτο ποτήρι σαμπάνιας, και ήμουν έτοιμη να ενδώσω, -έχω κλείσει τον θερμοσίφωνα; -άσχετο!-, ναι, του λέω τότε: «Έχεις σκεφτεί...», μπλα μπλα μπλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο-η αμφιφυλόφιλος-η, ο-η μπάι.

Προσοχή Σλάνγκοι! Ο Πέρι είναι αμφί! Μπορεί και να τον δούμε στο μέλλον να γαμεί Λίλιαν και Λάουρα άμα λάχει!

Βλ. και AC/DC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ασθένεια απ' την οποία πάσχει ο ξερόλας. Ή, η ιδεολογία/ προσέγγιση, που τον διακατέχει, κατά το «ολισμός».

Ο Χέγκελ πάσχει από μεταφυσικό ξερολισμό. (Από φιλοσοφικό δοκίμιο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά: Το γαμήσι (μπανγκ / bang) από ομάδα ή συμμορία, αγγλιστί gang. Το ομαδικό σεξ, αλλά πιο πολύ λέγεται όταν πολλοί γαμάνε έναν / μίαν, όπως λ.χ. στις τσιμπουκοδρομίες.

Σλάνγκος παίκτωρ πουλακίου:- Άσε, βλέπαμε χτες την Ρίτα Φαλτογιάνο να κάνει τσιμπουκοδρομίες!
Σλανγκαρχίδης φίλος: - Το γκανγκ μπανγκ είναι στο λήμμα ρέεεεει!
Σλάνγκος: - Εντάξει έκανε και γκανγκ μπανγκ η Ριτούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ σκύλα γκόμενα, η γυναίκα-μουνόσκυλο με την κακή έννοια.

Ασίστ: Καλά Κρασιά.

Πάμε να φύγουμε, πλακώσανε τα ντόπερμαν στο κλαμπάκι!

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική αγγλιά. Από το αγγλικό in, σημαίνει κυρίως της μοδός. Χρησιμοποιείται σε και καλούα διαλέκτους, όπως η τρεντογλωσσούζ, αλλά είναι ελαφρώς παρωχημένο, υπερβολικά κλασικό. Να μην συγχέεται με το ελληνοπρεπές μέσα, που έχει ελαφρώς άλλη σημασία.

Πηγή: Βικάριος.

Είναι προχώ να λες «προχώ», αλλά πολύ φοβούμαι ότι δεν είναι πλέον ιν, να λες «ιν».

Σχετικό: engreek

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified