Παρατσούκλι που έδωσαν οι ροδίτες στους εσωτερικούς μετανάστες από την Σύμη οι οποίοι τρελαίνονταν να βουτάνε το ψωμί στο ζουμί της σαρδέλας, ίσως και λόγω της φτώχειας τους.

- E! Συμιακέ, σαρδελοτζούμι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κορόιδευαν οι Συμιακοί μετανάστες τους γνωστούς για την τσιγκουνιά τους κατοίκους της πόλης της Ρόδου.

Μόνος σου μπογιατίζεις το σπίτι σου; Είσαι εσύ ένα ροδίτικο φελάκι... Δώσε, ρε συ, κάτι σε έναν άνθρωπο να σ' το βάψει αφού δεν είναι δουλειά σου... Τσιγκούναρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κορόιδευαν οι Ροδίτες τους εσωτερικούς μετανάστες από την Σύμη οι οποίοι φαίνεται ότι, λόγω της έλειψης νερού στο άνυδρο νησί τους, δεν έπλεναν τα μούτρα τους και κυκλοφορούσαν με τις τσίμπλες στα μάτια.

- Αϊ πλύσου, ρε τσιμπλιάρη Συμιακέ... μην κάνεις οικονομία στο νερό... στη Ρόδο είσαι, όχι στο ξερονήσι σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σαχλαμάρες στα Συμιακά.

- Τι σου είπε;
- Μπάλια μπούλιου, ούτε που κατάλαβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα Δωδεκάνησα για να δηλώσει τη βρώμα, κάτι που αναδίνει μια άσχημη μυρωδιά. Συνώνυμό της η λέρα ή το κάρσι (αυτή πρέπει να είναι τούρκικη λέξη), ή η απλυσιά.

Δεν πλησιάζεται το άτομο, πρέπει να έχει να πλυθεί χρόνια. Θεέ μου τι λούβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε άλλος πληρώνει και άλλος γαμάει ή με ξένα κόλλυβα κάνουνε μνημόσυνα.

— Καλά, πώς τον πήρανε διευθυντή σε αυτό το ξενοδοχείο;
— Είναι του πεθερού του ρε!
— Α μάλιστα, με ξένο μουνί κάνει την πουτάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμη με την έκφραση με την ουρά στα σκέλια, ντρέπομαι, ζητάω συγχώρεση.

Τι μου κωλοσέρνεσαι ρε! Είπα χωρίζουμε, τελείωσε το παιχνίδι, να βρεις καμία άλλη σαν του λόγου σου, τέρμα οι λύπησες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσιμο.

Σου είπα ότι έχω δουλειά, αν τολμήσεις να με ξαναπάρεις τηλέφωνο θα ακούσεις τον πλάγιο τον δεύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τα έχει τετρακόσια, που δεν στέκει στα λογικά του.

Άσ' τους ρε, αυτοί είναι τριακοσάρηδες –μην ασχολείσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν τους κομάντος τους ταλιμπάν, κάτι το ριψοκίνδυνο, επίθεση αυτοκτονίας.

Φίλε, αυτό που μου ζητάς δεν είναι να κάνω τον καουμπόι, να κάνω ταλιμπανιά μου ζητάς.

Σύγκρινε με ταλιμπάν και ταρζανιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified