Η ακαταστασία, τα πράγματα άνω κάτω. Σβαρνιάρα γυναίκα, σβαρνιάρης άντρας.

  1. Τι σβαρνιά επικρατεί σε αυτό το σπίτι τέλος πάντων ρε γυναίκα, σκούπισε και τακτοποίησε λιγάκι, άνω κάτω είναι όλα!

  2. Μη σβαρνάς (ή σβαρνίζεις) τα πόδια σου έτσι!
    (στην περίπτωση αυτή η σβαρνιά αναφέρεται στο σύρσιμο των ποδιών καθώς κάποιος περπατά).

Σβάρνα, σχεδόν κλασική (από poniroskylo, 18/10/10)Σβάρνα υπερσύγχρονη - το συγκεκριμένο εργαλείο κάνει, λέει, 49.000 US $ (από poniroskylo, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άκουσα προσωπικά από ένα μαναράκι που μου την είπε «δεν προτίθεμαι να συνεχίσω να είμαι πάνω σε ένα μεγάλο κρεβάτι».

Και εννοούσε ότι σε μια παρέα 6-7 ανθρώπων ή και παραπάνω, όταν ξεφεύγει από το φιλικό το πράγμα και βλέπεις κάποια με το πονηρό μάτι και σε βλέπει και εκείνη το ίδιο και, ενώ ξέρεις ότι έχει πάει με κάθε έναν αρσενικό και θηλυκό της παρέας, το κάνεις μαζί της, είναι σαν να είμαστε όλοι μαζί πάνω σε ένα ΜΕΓΑΛΟ κρεβάτι.

Προσοχή: δεν μιλώ για ανταλλαγή ζευγαριών, όχι και ότι είν' κακόόό...

Ας υπολογίσει κάποιος τους συνδυασμούς 8 (φίλων) που κατά καιρούς το έχουν κάνει ανά μεταξύ τους. Δεν μιλώ για όργιο, το όργιο γίνεται από όλους με όλους για όλους ταυτοχρόνως - ουάου...

- Καλά μωρή, πήγες με τον Γιώργο που πήγε με την Πόπη που πήγε με την Φλώρα που πήγε με τον Νίκο που φτύνει το στραγάλι, δεν βαρέθηκες;
- Μπααα χρυσή μου, εμπειρίες πάνω στο μεγάλο κρεβάτι είναι αυτές, πού θα τις ξαναζήσω ΕΕΕ; πού;

(από GATZMAN, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να μην ανακατεύουμε τον Καίσαρα μια και αποτελεί παρελθόν. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, του αποδίδουμε ό,τι του αξίζει, όπως και οφθαλμός αντί οφθαλμού και φρονιμίτη για κυνόδοντα και μάχαιρα έδωσες μάχαιρα θα λάβεις και άλλα αμέτρητα και αμελέτητα.

– Πάλι διόδια ργμτμ, ένα κάρο φράγκα έχουμε δώσει.
– Α φίλε μου, καλά τα δίνουμε, φτιάχνουν δρόμους και παράδρομους και σοκάκια και βάλε και βάλε, και το κυριότερο χωρίς λακκούβες και καρμανιόλες στροφές με ανάποδη κλίση κλπ, α, όλα και όλα, τα του τω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα της οδού Αιόλου (δίπλα στην εθνική τράπεζα) ήταν και το κατάστημα του Πουλόπουλου (Πιλ-Πουλ) που πουλούσε καπέλα, πίλους. Κάποτε όμως έπαθε οικονομικό «κραχ» και έκλεισε. Τότε οι πιστωτές του τον κυνηγούσαν να τον βρουν, αλλά αυτός είχε γίνει ... Πουλόπουλος, το είχε σκάσει. Έτσι το «Πουλόπουλος» πήρε την έννοια του ανθρώπου που το έσκασε ύστερα από χρεοκοπία.

αντιπροσωπεία πολυτελών οχημάτων
- Καλημέρα κύριε... - Καλημέρα!
- Και εσείς περιμένετε να παραλάβετε το αυτοκίνητο σας;
- Τι να περιμένω αγαπητέ μου, δεν έμαθες, βάρεσαν κανόνι... - Τι, τι, πώς, μα μααα... - Τι μα και μαμά, πουλόπουλοι γίνανε!

Το Pil Poul (από Vrastaman, 13/03/09)Κι αυτός πήρε τον πούλο.  (από GATZMAN, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγματα απίθανα να γίνουν λόγω της φυσιολογίας τους.

Το λέμε για απίθανα, ή και ακόμα-ακόμα αδύνατον να πραγματοποιηθούν πράγματα, που ακούμε ότι έγιναν ή ότι πρόκειται να πραγματοποιηθούν.

— Θα αλλάξει το σύστημα βαθμολογίας στο σλανγκρρρ.
— Ααα καλάαα, άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.

λαγοχελώνα (από MXΣ, 07/03/10)Τσιφτετέλι Αυτόνομον (από HODJAS, 07/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδέξιος, χωρίς δεξιότητες, κάνει όλο λάθη και προκαλεί προβλήματα, δεν είναι ατσαλωμένος (σκληρυμένος) στη δουλεία, στη ζωή, στην γνώση της ζωής. Κατ' επέκταση δεν έχει δεξιότητες που αφορούν την ζωή.

Δεν έχει καμία σχέση με τη μάθηση του / των σχολείων του, όπου μπορεί να είναι άριστος, αλλά με τοις δεξιότητες της ζωής σε σχέση με το φέρεσθε και άγεσθε προς τους άλλους.

- Μα τί μαλάκας ρε αυτός ο προϊστάμενος που μας φόρτωσαν!
- Τί λες ρε, δεν είδες τα διπλώματα και τα παπλώματα που του κάρφωναν δυο μέρες οι υπεύθυνοι της μετακομίσεις στο καινούργιο του γραφείο;
- Τα είδα ρε, αλλά είδες τί υβρίσεις έριξε στην καθαρίστρια σήμερα το πρωί που είδε λίγο σκόνη στο γραφείο του... Την απείλησε να την απολύσει την επόμενη φορά!
- Κατάλαβα ρε, είναι άτσαλος τελικά με ένα τοίχο επαίνους και διπλώματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που χρησιμοποιείται από πολιτικούς για τον υποψήφιο που ζητά μια θεσούλα κάπου με σύμβαση ορισμένου χρόνου και με επανάληψη της άμα τη λήξει της.

Μην ανησυχείς κοπέλα μου όταν λήξει η σύμβαση θα την διπλώσουμε και μετά θα την τριπλώσουμε και πάει λέγοντας, εξάλλου δικό μας παιδί είσαι έτσι θα σε αφήσουμε ;; Σκυψε τώρα να δεις κοπέλα μου το κάστανό μου...

Ως λεζάντα---->το παράδειγμα.   (από GATZMAN, 28/10/10)(από GATZMAN, 29/10/10)(από GATZMAN, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά η άποψη μου είναι διαφορετική και εξηγούμαι:

Αβανταδόρος είναι ο βαλτός επί τούτου να αβαντάρει μια κατάσταση να την προωθεί προς την κατεύθυνση που έχει πληρωθεί να σπρώξει.

Ο παπατζής έχει αβανταδόρο για να παίζει τον παπά και να κερδίζει χρήματα από τον παπατζή με απώτερο σκοπό ο αιμοδότης να τσιμπήσει να ποντάρει και να ανεβάσει τον τζίρο του παπατζή.

Επίσης, σε δημοπρασίες παίζει πολύ ο αβανταδόρος, με σκοπό να αυξήσει την τιμή του προς δημοπράτηση αντικειμένου.

- Δεν ξαναπάω δημοπρασία Γιώργο φίλε μου!

- Γιατί ρε Πάνο;

- Ε τι γιατί είχαν 4 αβανταδόρους και ανέβασαν την τιμή κοντά στο καινούργιο, σκέτη απάτη φίλε Τζορτζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με χαλάει που δεν μου μιλάει, δεν με γονιμοποιεί, δεν με ρωτάει, δηλαδή σπάζομαι, τρελαίνομαι.

Αν η διάθεσή μας είναι φτιαγμένη, ας πούμε κτισμένη, η συμπεριφορά του / των άλλων μας τον γκρεμίζει τον χτισμένο τοίχο της διάθεσής μας, άρα μας τον χαλάει.

Επίσης με χαλάει η πίτσα με αντζούγιες και βατόμουρο, δεν πίνω θεσσαλικό τσίπουρο γιατί με χαλάει.

Δεν το κάνω με προφυλακτικό μωρό μου, με χαλάει η μυρουδιά του καμένου λάστιχου...

Σχετικά: μου την σπάει, μου την δίνει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified