Ο τυπάς που βάζει περούκες σαν αυτές απ' το Bellas TV.
- Ρε, γιατί έβαλες αυτή την καούκα; Σα μπελάς τιβής είσαι!
Ο τυπάς που βάζει περούκες σαν αυτές απ' το Bellas TV.
- Ρε, γιατί έβαλες αυτή την καούκα; Σα μπελάς τιβής είσαι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φτιάχνω στιχάκια.
Μαράκι, θέλω να στιχώσω, αλλά δε μου 'ρχεται έμπνευση.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το έμπτυσμα, κατά κόσμον μπίχλα.
Εγώ όταν ήμουνα στο γυμνάσιο θυμάμαι Ιούνιο μήνα με τις εξετάσεις, ρίχναμε χλέπες πηχτές στον ανεμιστήρα, και τον άνοιγε ο καθηγητής και γινότανε Czernobil.
βλ. και χλεμπόνα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ερωτική πράξη. Συναντάται κυρίως στην επαρχία.
- Ε, μωρ Μήτρου, τη Βουργάρα που ήρθε ουρέ τις προυάλλες την κανόν'σες;
- Όι, μωρέ, αυτή θέλει φραγκάτους. Μ' ιμένα τι να κάν'. Κανένα ματσαγκάν' στα γρήγουρα και πολύ πάει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για ένα γεγονός που γίνεται πάνω σ' ένα άλλο, δηλαδή σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
- Kι εκεί που είχα τελειώσει την αγγαρεία στα μαγειρεία, έρχεται καπάκι ο ανθύπας και μου βάζει αγγαρεία καθαρισμό όπλων. Τη γκαντεμιά μου...
Βλ. και σχετικό λήμμα στο καπάκι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στο στρατό, όταν φυλάς το θάλαμο (θαλαμοφυλίκι) από 03:00 μέχρι 06:00 τα ξημερώματα. Είναι το πιο βαρύ νούμερο στο θαλαμοφυλίκι. Τα νούμερα στο θάλαμο είναι 21:00 με 24:00 πρώτο, 24:00 με 03:00 δεύτερο, 03:00 με 06:00 τρίτο νούμερο.
-Μαλάκα, εγώ έχω δεύτερο νούμερο στο θάλαμο και θα κοιμηθώ 3 η ώρα, σιγά τον ύπνο δηλαδή.
-Εμένα ρε με ρώτησες; Αναλαμβάνω μετά από σένα τρίτο νούμερο. Όλη νύχτα ξύπνιος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη των τιμημένων ραπερατζήδων. Στο Αμέρικα χρησιμοποιείται για τους Μαύρους (αραπακλαίους) ως nigga. Στο GTA San Andreas χρησιμοποιείται από άπαντες. Το «γιο νίγκα», κατά το «γιο μεν», είναι όλα τα λεφτά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος που θέλει να κάνει τον έξυπνο. Είναι γνωστό κι από τον τιτανογίγαντα Αλέφαντο.
-Πες το κι έτσι ρε Καίσαρη μορφωμένε, αγγλομαθή, κονιόρδε. Με τον άρχοντα μιλάς τώρα, τι να λέμε, το 'να τ' άλλο ξέρω 'γω, τα πάντα όλα μάθε μπαλίτσα αγόρι μου.
Αλεφάντεια: αλεφάντεια κόμμωση, αλέφαντος, ζωγραφίζω κάποιον, καλώς τα παιδιά, 3-0!, κίνηση μεγάλου παίχτου, κονιόρδος, μάθε μπαλίτσα, μάνα καημένη, μαντουμαδόρος, μυρωδιάς, ντύνομαι Αλέφαντος, ξέρω εκατό κιλά, πες το κι έτσι (μορφωμένε), πριμαντόνα, σ' τα εξηγώ ωραία;, τα πάντα όλα, τέσσερο, τιτανοτεράστιος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified