Το πλακομούνι, δηλαδή στάση λεσβιακού σεξ όπου τα δύο αιδοία τρίβονται μεταξύ τους.

Εγώ εντωμεταξύ είχα γίνει μούσκεμα από την καύλα και μη χάνοντας ευκαιρία, της άνοιξα τα πόδια, πέρασα το δικό μου σταυρωτά πάνω από το ένα της γόνατο και ένωσα τα μουνάκια μας ξεκινώντας ένα τρελό καπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Μονάδα μέτρησης πρέζας με χωρητικότητα ενός καπακιού στυλό Bic.

Καπάκια ενίοτε και επίχρυσα χρησιμοποιούν επίσης οι κοκάκηδες για να χορηγούν τις ρουθουνιές τους.

- Για την ηρωίνη μονάδα μέτρησης είναι το καπάκι από το στιλό Bic, περίπου 3/4 του γραμμαρίου, και πωλείται 120 ευρώ η δόση. (εδώ)

- Εμπόριο (στην φυλακή) γίνεται με τα ψυχοφάρμακα. Αν και τους τα δίνουν «σπασμένα», τα μεταφέρουν στο στόμα τους και τα μεταγγίζουν στο στόμα κάποιου άλλου με ένα φιλί. Ενα Ipnostedon π.χ. έχει την ίδια αξία όσο το 1/15 από το «καπάκι», δηλαδή 10 ευρώ.
(εκεί)

Ξυρίζει ανάβει, γράφει και όχι μόνον! (από Vrastaman, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπάκι λέγεται και ο μόνιμος, ημιμόνιμος ή ευκαιριακός θαμώνας των Κ.Α.Π.Η. Συνήθως πρόκειται για άτομο που έχει καβατζάρει τα δεύτερα –ήντα και επιπλέον λανσάρει κοιλίτσες, πατσαδάκια, καμιά ψιλοαναπηρία, διπλοσάγωνο, φάτσα πλισέ, ασιδέρωτη, σε συνδυασμό με συμπεριφορά αφήστε με να εκφραστώ, αφήστε με να ζήσω κι ας είμαι κάπως.

Η εξουσία προωθεί πολιτική ίσων ευκαιριών προς όλες τις μη προνομιούχες ομάδες (ηλικιωμένοι, άτομα με ειδικές ανάγκες –δεξιότητες, άτομα εξαρτημένα από ουσίες) κι έχει εξοβελίσει ακόμα και απ ’τη γλώσσα την μιζέρια, την ασθένεια και την ατυχία στη φυσική επιλογή λόγω μιας γενικής τάσης να φαίνεται πολιτικά ορθή αφενός, αφεδύολόγω του ότι όλοι οι πολίτες της χώρας είναι δυνητικοί καταναλωτές (βλ. γιαγουμποδάνεια).

Στη δεκαετία του ’60 ο συνταξιούχος έβγαινε μόνο στο καφενείο. Η φιγούρα της μαυροφορεμένης γιαγιάς-νίτζα ακόμα πουλιέται στα νησιά το καλοκαίρι σαν σουβενίρ. Από την άλλη πλευρά τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης θεοποιούν και βαλσαμώνουν τη νεότητα θεωρώντας την υπέρτατο αγαθό. Κορίτσια που μόλις βγήκαν από τη θερμοκοιτίδα (δεν τα γνωρίζει ούτε η μάνα τους), αιώνια ποθητά, μεγαλοστελέχη και νοικοκυρές ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν όλη μέρα πιστωτικές, αγόρια βελούδινα οδηγούν αυτοκίνητα αστραπές σε εξωτικά μέρη, δεκαπέντε αδύνατοι άνθρωποι γύρω από το τραπέζι με τις μακαρονάδες, μικρά, έξυπνα παιδάκια τρώνε νόστιμο, χρωματιστό, γρήγορο φαγητό. Έτσι, το καπάκι αποκτά μια ψυχολογία ό,τι φάμε ό,τι πιούμε...

Αλλά η Ελλάδα δεν συνορεύει με το Λουξεμβούργο. Ζει στα γεωπολιτικά της αδιέξοδα. Και η πολιτική των ίσων ευκαιριών, εκτός από τη λαϊκίστικη χροιά που παίρνει λόγω μεσογειακού κλίματος, διηθείται αργά, αφού μέσα στη μάζα υφέρπει ο ρατσισμός (παράλjυτε, μόγκολε, ρετάρντ) και τα ανυπόστατα πρότυπα που προωθούνται από την τηλεόραση, τα περιοδικά, τον κινηματογράφο, θεωρούνται υπαρκτά (δεν ξέρω πότε, αλλά εγώ εκείνη την παρέα που πίνει καφεδούμπες κάνοντας ιππασία στο Λούρο θα τη βρω όπως και δήποτε).

Βέβαια δεν χαρακτηρίζεται εύκολα «καπάκι» ο ευθυτενής, περιποιημένος, ιδανικού βάρους ηλικιωμένος/-η που γνωρίζει από αμοιβαία κεφάλαια και κάνει διακοπές στην Βενετία. Ούτε ο Μπάρμπα –Γιώργος, ο θείος του Καραγκιόζη, που ζει σε στενή συνάφεια με τη φύση (εκτός αν πάει στο κεφαλοχώρι για ουκρανιζερί). Αυτοί εμπίπτουν σε άλλες κατηγορίες. Έχει δηλαδή το καπάκι και μια εσάνς παρακμιακού ξεσαλώματος.

Τηρουμένων των αναλογιών, καπάκι, για έναν δεκατριάχρονο είναι ο τριαντάρης που τα δίνει όλα στα μπουζούκια, για τον τριαντάρη, ο πενηντάρης που γλείφεται για τα πιπίνια και για τον πενηντάρη, μια ορατή και αναπόφευκτη απειλή όποτε παύει να χρησιμοποιεί τη λέξη μπας και τη γλυτώσει (αμ δε...).

Βροχερό Πάσχα σε επαρχιακό ξενοδοχείο Δ΄φεύγα κατηγορίας μυρωδιές οβελία και βε-σε ομού. Στη γωνία νέουρες με γυαλί, μαλλί και παντελόνι λη και κινητό σα προέκταση του χεριού.
- Κόψε ρε Νίνο τα καπάκια πάνω στα τραπέζια, χτυπιούνται σα να μην υπάρχει αύριο. Όρε πλάκες. Να φωνάξουμε τον αγροτικό λέω γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπάκι επίσης είναι τούμπα από σούζα όπου ενώ είσαι σούζα, σηκώνεται υπερβολικά η μηχανή, σκας με τον κώλο κάτω σαν καρπούζι και το μηχανάκι συνεχίζει για λίγο μόνο του μέχρι να καρφωθεί σε κάποιο δέντρο ή παρκαρισμένο αμάξι. Συντάσσεται πάντα με τη λέξη «τρώω» μπροστά.

- Έπ! Το 'σκισες το τζιν τι καινούργιο;;;
- Ναι ρε...άσε. Έφαγα καπάκι ... ακόμα πονάει ο κώλος μου...
- ΧΑΧΑΧΑΧΑ! Α ΤΟΝ ΜΑΛΑΚΑ!
- Καλά μαλάκα... γέλα, χαμογέλα αλλά θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπάκι, στην ορολογία των χασισοποτών, λέγεται το τσιγάρο που πίνεται αμέσως μετά από άλλο ένα τσιγάρο. Νομίζω ότι αυτή είναι η προέλευση της ευρύτερα χρησιμοποιούμενης έκφρασης στο καπάκι.

Η σειρά των γλωσσικών εξελίξεων πρέπει να υπήρξε η εξής:

α) Το δεύτερο, κολλητά συνεχόμενο τσιγάρο ονομάζεται έτσι γιατί «ολοκληρώνει», «κλείνει» την ενέργεια του πρώτου. Αν με το πρώτο απλώς την έχεις ακούσει αρκετά, με το δεύτερο εξασφαλίζεις ένα καλό επίπεδο μαστούρας και μια σχετικά μεγάλη χρονική διάρκεια αυτού.

β) Μέχρις εδώ, το ουσιαστικό καπάκι είναι συνώνυμο του «δεύτερο τσιγάρο» ή οποιασδήποτε ανάλογης έκφρασης. Αν πεις π.χ. «στρίβω ένα καπάκι», το καπάκι είναι το αντικείμενο του στρίβω. Με την πολλή χρήση όμως, η γλωσσική μνήμη άρχισε να ξεθωριάζει. Έτσι, προτάσεις σαν την παραπάνω άρχισαν να ερμηνεύονται ως το καπάκι να ήταν επιρρηματικός προσδιορισμός, δηλ. σαν να έλεγε «στρίβω ένα (ένα τι; οι χασικλήδες έχουν πολύ συχνά την τάση να απαλείφουν τη λέξη τσιγάρο ή τα συνώνυμά της, και να λένε απλώς στρίβω ένα, ήπιαμε τρία-τέσσερα, το σβήνω κλπ.), στρίβω λοιπόν ένα, αμέσως μετά (από το προηγούμενο)».

γ) Έτσι η λέξη καπάκι αυτονομήθηκε και έγινε επίρρημα που σημαίνει αμέσως μετά, προκειμένου πάντα για μπάφους.

δ) Ακόλουθο στάδιο: αυτονομήθηκε περαιτέρω, ξεφεύγοντας από τα χασικλήδικα συμφραζόμενα. Πλέον σημαίνει γενικώς αμέσως μετά.

ε) Τελικό στάδιο: αντί καπάκι αρχίζει να λέγεται στο καπάκι. Έτσι η επιρρηματική σημασία γίνεται πιο σαφής.

Σημειωτέον ότι με την εξωχασικλήδικη έννοια, η φράση θεωρείται τόσο διαδεδομένη και τόσο ανώδυνη ώστε την έχει και ο Μπάμπης.

Τα παραδείγματα που ακολουθούν αντιστοιχούν στις πέντε φάσεις της εξέλιξης.

Αυτή η ερμηνεία είναι μία προσωπική υπόθεση. Δεν είμαι σε θέση να την αποδείξω με αδιάσειστα τεκμήρια. Παρακαλώ πείτε τη γνώμη σας.

α) -Καλά ρε παιδιά, μόνος μου θα το πιω; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει!
-Έχουμε πιει πέντε σε μία ώρα ρε φίλε! Ήρθε πιο πριν ο Γιάννης ορεξάτος και μας τρέλανε στα καπάκια , γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

β-γ) Ήπιαμε ένα με το Γιάννη πιο πριν, που ήρθε ορεξάτος, και καπάκι άλλο ένα, και καπάκι στο καπάκι άλλο ένα, και φτάσαμε στα πέντε, γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

δ) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

ε) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και στο καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για ένα γεγονός που γίνεται πάνω σ' ένα άλλο, δηλαδή σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

- Kι εκεί που είχα τελειώσει την αγγαρεία στα μαγειρεία, έρχεται καπάκι ο ανθύπας και μου βάζει αγγαρεία καθαρισμό όπλων. Τη γκαντεμιά μου...

Βλ. και σχετικό λήμμα στο καπάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified