- Η λυσσασμένη για πούτσο γκόμενα. Αυτή που όταν βλέπει ψωλή διαθέσιμη δεν υπολογίζει τίποτα.
- Ο αγριογκέι.
Η λυσσάρα μας έφαγε όλους τους άντρες. Δεν έχει αφήσει ούτε ένα παπάρι να πέσει κάτω...
Η λυσσάρα μας έφαγε όλους τους άντρες. Δεν έχει αφήσει ούτε ένα παπάρι να πέσει κάτω...
Got a better definition? Add it!
Published
Το αντίθετο του λολιτοφάγου. (Από το πουρό + killer). Ο πουροδολοφόνος. Αυτός που την βρίσκει μόνο με ώριμες και υπερώριμες κυρίες. Μερικοί τον αποκαλούν και νεκροθάφτη.
Αυτός που έχει ως επάγγελμα την ως άνω ασχολία. Το ζιγκόλι.
Ο Παναγιώτης είναι ο μεγαλύτερος χομπίστας πουροκίλερ του Βύρωνα και των γύρω περιοχών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άντρας που κυνηγάει αποκλειστικά λολίτες. (Από το κλασσικό έργο του Β. Ναμπόκοφ).
Μην μιλάς για σιτεμένο κρέας στον Τάκη, είναι λολιτοφάγος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Τάκης είναι κλασικός παιδίατρος. Άμα το μικρό έχει βγάλει δόντια, δεν το κοιτάει καθόλου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαλάκας τα είχε μπλέξει με μια τραγουδιάρα. Ξέρεις τι λεφτά του έφαγε η πούστρα...
Ωραίος ο κουμπάρος σου. Μου έκοψε ακάλυπτη επιταγή, η πούστρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σεξ στα τέσσερα, όπως το κάνουν τα σκυλιά. Το πισωκολλητό.
- Της έκανα ένα σκυλίσιο, άλλο πράμα...
Πιθανά μεταφορά από το αγγλικό doggy style - βλ. και πισωκολλητό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρε μαλάκα τί νεκροπάπουτσο είναι αυτό που πήρες; Τέτοια φόραγε ο παππούς μου στο κουτί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που τρώει παντοφλιές από την γυναίκα του ή την γκόμενά του, ο γυναικο-υπήκοος, ο μουνόδουλος. Αυτός που δεν τολμάει να πει την γνώμη του αν δεν ρωτήσει την γυναίκα του.
Αυτός που δεν έχει σχέση με την περιπέτεια, αυτός που είναι συνέχεια με τις παντόφλες, ο βαρετός τύπος, ο εκνευριστικά σπιτόγατος.
(την ίδια έννοια έχει και το παντοφλάκιας)
Αυτός είναι τελείως παντόφλας. Η γυναίκα του τον έχει βάλει στο βρακί της.
Η Λένα τα έφτιαξε με έναν παντόφλα, πω ρε πούστη μου...
Βλ. και σχετικό (προς το 1) λήμμα μουνοείλωτας, ΝτεΦονσέκα, έπεσε, 38άρι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μασόνος (λόγω της ποδίτσας που φορούν οι μασόνοι στις επίσημες τελετές τους).
- Αυτός φοράει ποδίτσα. (= είναι μασόνος)
- Στην Ελλάδα διοικούν οι ποδίτσες. (Όπως είχε πεί κάποτε Έλληνας πολιτικός στην Ζούγκλα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified