Άλλη έννοια: ο ψωληφόρος, δηλαδή απλά ο άντρας, σε περιστάσεις όπου και μόνο η παρουσία του είναι δυσάρεστη, π.χ. όταν μαζεύονται πάρα πολλοί (και γίνεται αρχιδόκαμπος) ενώ ελπίζαμε να έχει περισσότερες γκόμενες, ή όταν προκύπτει ότι συνοδεύει μια γκόμενα που την είχαμε για ασυνόδευτη. Λέξη που λέγεται κυρίως από σερνικά παιδιά.

(Το κατατάσσω στους χαρακτηρισμούς καταστάσεων και όχι προσώπων, γιατί το ίδιο πρόσωπο είναι ή δεν είναι ψωλέρ αναλόγως των συνθηκών.)

Παρατήρηση: δε θα υποστήριζα την προφορά -eur που προτείνει ο Χότζας. Η αυθεντική λέξη, στη γλώσσα του Μολιέρου, είναι psolaire, εκ του ύστερου λατινικού psolarius.

1.
- Μαλάκα, είσαι άτυχος! Τώρα που κατέβηκες για κατούρημα, βγήκε από το απέναντι μαγαζί η σερβιτόρα που γουστάρεις. Σχόλαγε, την είδαμε και με τα κανονικά της ρούχα πρώτη φορά.

- Και; Προς τα πού πήγε;

- Άσ' το! Προς το αυτοκίνητο του ψωλέρ της.

2.
- Λέμε να μαζευτούμε απόψε στου Χασάν με Μήτσο και Γιάννη, είσαι;

- Άσε ρε μαλάκα! Τι α πα α κάνουμε πέντε ψωλέρ σ' ένα σπίτι;

(από johnblack, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα βρέχει. Έτσι το λένε στην Πάρο. Δηλαδή, δε μας κόφτει εμάς, πέρα (στη Νάξο) είναι οι βροντές.

Περιττό λήμμα βέβαια, αλλά άμα στον Πύργο λειτουργάνε, γιατί να μη βροντά και στην Αξά;

Στην Αξά βροντά!!

Got a better definition? Add it!

Published

Η ευρύτερη έννοια του ξύλου, του ξυλοδαρμού, της σωματικής βίας, αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στη γλώσσα μας. Υπάρχουν δεκάδες λέξεις και εκφράσεις που το περιγράφουν. Οι διαφορές μεταξύ τους εντοπίζονται είτε στην ειδικότερη τεχνοτροπία που περιγράφουν, π.χ. άλλο η καρπαζιά κι άλλο το χαστούκι, είτε στη συναισθηματική τους συνδήλωση και τα ψυχο-κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία χρησιμοποιείται η καθεμία, π.χ. άλλο το χαστούκι πάλι και άλλο ο κόλαφος, παρόλο που τεχνικά σημαίνουν το ίδιο.

Πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας έχει αφιερώσει τόσο μεράκι και ευρηματικότητα για να περιγράψει όλες αυτές τις λεπταίσθητες διαβαθμίσεις της ίδιας κατά βάσιν έννοιας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1η: Όπως για κάθε ερώτημα που αρχίζει με το «πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας...», έτσι κι εδώ, υπάρχει η θεωρία-παντοβότανο «400 χρόνια σκλαβιά» (αλήθεια, αυτή η φράση δε θα 'πρεπε να μπει στο λεξικό μας;). Ο τουρκοκρατούμενος ραγιάς Έλληνας υφίστατο κάθε λογής ταπεινώσεις και καταπατήσεις της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του, έτρωγε πολύ «ξύλο» (συμβολικό, αλλά διόλου σπάνια και κανονικό), πράγμα που έφτασε να χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή και τη σκέψη του, να γίνει μία βασική έννοια την οποία επεξεργάστηκε σε μεγάλο βάθος και έκταση.
Ντάξει, δε με πείθει και πολύ, αλλά μιας και την έχω ακούσει, την παραθέτω.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 2η: Ο Έλληνας είναι γενικά συναισθηματικός, εκρηκτικός, παρεξηγιάρης, και όλη την ώρα έτοιμος να αποδείξει «ποιος είν' αυτός». Αλλά στην πράξη δεν είναι και τόσο βίαιος. Πιο πολύ μιλάει για ξύλο, παρά δέρνει. Οπότε, έχει αναπτύξει και πλούσιο σχετικό λεξιλόγιο.

Ας δούμε μερικά δείγματα αυτού του λεξιλογίου. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμη, και σας καλώ να τα μαζέψουμε.

1. Ουσιαστικά: σφαλιάρα, καρπαζιά, κατραπακιά, γροθιά, μπουνιά, κλωτσιά, μάπα, φάπα, μπούφλα, χαστούκι, σκαμπίλι, ανάποδη, ράπισμα, κόλαφος, (ξ)ανάστροφη, μπουκέτο, μπουνίδια, κλωτσίδια, μαπίδια.

Όλα αυτά είναι τύποι χτυπημάτων. Το ράπισμα και ο κόλαφος είναι λόγιες λέξεις, και σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως μεταφορικά.

2. Ρήματα:

2.1. Δίνω, ρίχνω, χώνω / τρώω, αρπάζω, τσιμπάω, μαζεύω / μου 'ρχεται.

Συντασσόμενα με τα ως άνω ουσιαστικά, δηλώνουν τα μεν τρία πρώτα, δίπτωτα, τη δράση (ενεργητική διάθεση, π.χ. του 'χωσα κάτι μαπίδια), τα δε υπόλοιπα, μονόπτωτα, την αποδοχή της δράσης (παθητική διάθεση, π.χ. μάζεψε τις κλωτσιές του και ηρέμησε).

Κάπως πιο εξειδικευμένη είναι η χρήση του δίπτωτου ενεργητικής διαθέσεως σφίγγω: του 'σφιξα δυο σφαλιάρες / ανάστροφες (αλλά όχι μπουκέτα, κλωτσιές κλπ.)

Στην Κρήτη και άλλα νησιά, αντί του ρίχνω χρησιμοποιείται και το παίζω: του 'παιξα μερικές σφαλιάρες.

Το ρήμα παίρνω χρησιμοποιείται επίσης, κατά περίπτωση, με παθητική διάθεση, ως εξής: Με πήρε μια αδέσποτη, με πήραν μερικές.

2.2. Εκτός από τα ως άνω απολεξικοποιημένα ρήματα, υπάρχουν και άλλα που δηλώνουν πληρέστερα την πράξη: Δέρνω, χτυπάω, πλακώνω, χαστουκίζω, γρονθοκοπώ, κλοτσάω.

Όπως βλέπουμε, αυτά είναι λιγότερα και συναισθηματικώς πιο ουδέτερα. Για να χορτάσει ο στόμας σου θες περίφραση, δεν καλύπτεσαι από ένα μονολεκτικό ρήμα. Μόνο το πλακώνω είναι κάπως πιο εκφραστικό.

3. Περιφράσεις που δηλώνουν την κατά κράτος νίκη του δέρνοντος επί του δερομένου, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην τεχνοτροπία:

3.1. θα σε γαμήσω στο ξύλο, πλακώσω..., ταράξω..., σαπίσω..., σακατέψω..., λιανίσω..., μαυρίσω..., θα σ' τις βρέξω

Το θα σ' τις βρέξω χρησιμοποιείται άνευ ετέρου προσδιορισμού. Δεν είναι καμιά πολύ βαριά απειλή, το λένε κυρίως γονείς προς μικρά παιδιά. Σε άλλα συμφραζόμενα γίνεται παιγνιώδες και χαδιάρικο, π.χ. Πάλι εσύ κέρασες; Θα σ' τις βρέξω!

Τα υπόλοιπα χρειάζονται ένα συμπλήρωμα, εμπρόθετο προσδιορισμό με το σε. Ο προσδ. στο ξύλο πάει με όλα, ενώ με τα περισσότερα πηγαίνουν και οι ειδικότεροι όροι στις σφαλιάρες, στα κλωτσίδια και κάθε άλλο παρεμφερές. Π.χ. Θα σε μαυρίσω / λιανίσω μόνο στο ξύλο, όχι *στα χαστούκια, αλλά θα σε πλακώσω / γαμήσω σε οτιδήποτε. Τα λιανίζω, πλακώνω και σακατεύω πάνε και σκέτα.

3.2. Θα σε κάνω μαύρο, τόπι, τουλούμι, σηκωτό. Και πάλι, μπορούν να συμπληρώνονται με τα εμπρόθετα στο ξύλο, στις μπουνιές κ.λπ. ή και να μπαίνουν σκέτα.

[Εγκυκλ.: το τόπι και το τουλούμι υπονοούν το πρήξιμο που θα πάθει ο δαρείς (και μετοχή παθητικού αορίστου βήτα έχω!) από το ξύλο που θα φάει. Τουλούμι είναι ο ασκός από δέρμα ζώου, που χρησιμοποιόταν παλιά για την αποθήκευση νερού, λαδιού, κρασιού κλπ., και που όταν ήταν γεμάτος και κλεισμένος φούσκωνε κι έδινε την εντύπωση πρηξίματος. Αλλά το τουλούμι χρησιμοποιείται επίσης για το παίξιμο της γκάιντας, όθεν και η πιο σπάνια έκφραση θα σε κάνω γκάιντα.

4. Περιφράσεις που περιγράφουν γενικά μία κατάσταση ξύλου, πιθανώς πολυπρόσωπη / πολυσυμμετοχική. Όλη η έμφαση δεν είναι ούτε στο ποιος ποιον, ούτε στο πώς ακριβώς, αλλά στο πόσο: πολύ!
Πέφτει ξύλο / ξυλίκι / μαπίδι / μπουκετίδι / πέφτουν μάπες / σφαλιάρες, γίνεται τσαμπουκάς, βρέχει σφαλιάρες

Προσοχή: το μαπίδι και το μπουκετίδι (και τα ευκαιριακά τύπου σφαλιαρίδι), εδώ είναι περιεκτικά: σημαίνουν «πολλές μάπες / μπουκέτα κλπ.». Αντίθετα, τα μαπίδια / κλωτσίδια / μπουνίδια του εδαφίου 1 είναι μεμονωμένοι, μετρήσιμοι χτύποι.

5. Ρήματα και περιφράσεις που δηλώνουν τη συμμετοχή κάποιου σε καταστάσεις ξύλου, χωρίς έμφαση ούτε στο πώς ούτε στο αν έριξε πιο πολλές ή έφαγε: Πλακώνομαι, παίζω ξύλο / μάπες / σφαλιάρες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στον πληθυντικό, π.χ. πλακωθήκαμε [+/- στο ξύλο] με κάτι γαύρους.

Ειδικά το πλακώνομαι, χωρίς προσδιορισμό, μπορεί και να σημαίνει απλώς «τσακώνομαι», σε φραστικό επίπεδο: Άσε, πλακώθηκα πάλι με τους γέρους μου.

6. Εκφράσεις που δηλώνουν ότι κάποιος χτυπήθηκε από άλλους (μπορεί να έριξε κι αυτός μερικές, αλλά τελικά βγήκε ηττημένος): Τις έφαγα, τις μάζεψα.

Βλέπουμε ότι αυτές είναι πολύ λίγες. Άρα τελικά ενισχύεται η άποψη ότι όλο το θέμα δεν είναι να δέρνεις, αλλά να λες ότι έδειρες. Η περίπτωση να σε έδειραν καλόν είναι να αποσιωπάται όσο είναι δυνατόν.

7. Ανένταχτα ουσιαστικά:

κλωτσοπατινάδα: πολυπρόσωπος καβγάς, με πολύ ξύλο και χωρίς να είναι εύκολο να διακρίνεις ποιος δέρνει ποιον και ποιος κερδίζει. Απλώς αρπάζεις ένα ψάρι και κοπανάς τον πλησιέστερο συμπαίκτη σου.

δείρτης, ξυλοκόπος: αυτός που παίζει καλό ξύλο, και συχνά.

καρπαζοεισπράκτορας: θεωρητικά αυτός που τρώει πολλές καρπαζιές (η καρπαζιά είναι από τα πλέον υποτιμητικά είδη χτυπήματος). Στην πράξη όμως το λέμε για το αιώνιο θύμα, τον υπερβολικά υποχωρητικό, που ποτέ δεν ορθώνει το ανάστημά του και όλοι του τη φοράνε.

Βρεμένη σανίδα, βούρδουλας, μαστίγιο: τεχνικά υποβοηθήματα για το ξύλο. Συνήθως σε φράσεις όπως Α ρε βρεμένη σανίδα που σας χρειάζεται (= είστε αδιόρθωτοι, απαράδεκτοι, τι θέλετε πια για να συνετιστείτε;)

Πού να βάλω παραδείγματα για όλα αυτά! Ιδού μερικά εντελώς ενδεικτικά, αντλημένα από την παγκόσμια ποίηση της ρομαντικής κυρίως περιόδου:

  1. Την πρώτη σού τη χάρισα. Τη δεύτερη, κυρά μου,
    θα σε τρελάνω στις κλωτσιές κι ας εύρω τον μπελά μου.

Την τρίτη και την τέταρτη, κυρά μου, βράσε ρύζι:
πάλι τις μάπες σου θα φας, κι ο κόσμος ας με βρίζει.

(Μ. Βαμβακάρης)

  1. Μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές,
    μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές, γιατί,
    εγώ είμαι άγιος, εγώ είμαι άγιος, μα όμως άμα με τσαντίσουν γίνομαι άγριος.

(Ν. Καρβέλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με εξαιρετική επίδοση στις παράλληλες, συνεκδοχικές ή και ολωσδιόλου άσχετες σημασίες. Μια λέξη μπαλαντέρ (αν και στην τράπουλα ο παπάς είναι άλλο φύλλο!)

  1. Ο ρήγας, αυτό το είπαμε. Αλλά όχι λόγω επιβλητικότητας, λόγω γενειάδας. Κανονικά η εικόνα δείχνει ένα βασιλιά, εξ ου και το Κ (king), αλλά οι Έλληνες τον είδαν παπά.

  2. Το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού 'ν' ο παπάς», που, αν και παίζεται με τραπουλόχαρτα, δεν είναι χαρτοπαίγνιο.

Εγκυκλ.: Ο παπατζής τη στήνει σ' ένα πεζοδρόμιο, μ' ένα ελαφρό διπλωτό τραπεζάκι (για να μπορεί να το μαζέψει στα γρήγορα και να γίνει μπουχός μόλις παραστεί χρεία). Πάνω στο τραπεζάκι έχει τρία φύλλα, από τα οποία ένα είναι παπάς (ρήγας). Τα δείχνει ανοιχτά στον παίχτη, εκείνος στοιχηματίζει κάποιο ποσό, μετά ο παπατζής τα κλείνει και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα φέρνει βόλτες στο τραπέζι ανακατεύοντάς τα, επαναλαμβάνοντας τη μαγική επωδή «εδώ παπάς, εκεί παπάς, εδώ παπάς, εκεί παπάς...», μέχρι που κάποια στιγμή τα ακινητοποιεί και λέει «πού είν' ο παπάς;». Ο παίχτης δείχνει ποιο χαρτί νομίζει ότι είναι ο παπάς, ο παπατζής ανοίγει τα χαρτιά, ο παίχτης έχει κάνει λάθος, χάνει τα φράγκα του και πάει στη δουλειά του.

Το παιχνίδι αυτό έχει κηρυχθεί παράνομο από πολύ παλιά. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να αγνοεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις τον παπατζή (εκτός αν σ' αφήσει να κερδίσεις μικροποσά στην αρχή για να σε δελεάσει να ποντάρεις περισσότερα). Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι βαλτοί κράχτες, τα λεγόμενα λαμόγια (αυτό εσήμαινε αρχικά η λέξη). Ωστόσο, το παιχνίδι παραμένει επικίνδυνο, εξ άλλων, παράπλευρων λόγων: όπου τη στήσει ένας παπατζής, θα συγκεντρωθεί ένα έστω και περιορισμένο πλήθος περίεργων, που θα συνωθούνται για να δουν τους άλλους να χάνουν τα λεφτά τους και να νιώσουν την κρυφή χαρά ότι οι ίδιοι ήξεραν πού είναι ο παπάς, και μέσα σ' αυτό το στριμωξίδι δρουν άνετα οι πορτοφολάδες, που συνήθως είναι συνέταιροι με τον παπατζή.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και με τρία μικρά αδιαφανή ποτηράκια ή δαχτυλήθρες, γυρισμένα απίστομα, που το ένα κρύβει από κάτω ένα στραγάλι ή μια μπιλίτσα.

  1. Κλωναράκι χασισιάς σε εντελώς ακατέργαστη μορφή, με τα φύλλα και τα ανθάκια. Τα ανθάκια της κάνναβης έχουν κάτι μυτούλες που σχηματίζουν θυσάνους (εξ ου και η ονομασία φούντα), που με λίγη φαντασία θυμίζουν γένια, όθεν και η λέξη (βλ. και παπαδέρα).

  2. Η πρώτη χάντρα του κομπολογιού. Είναι μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, και από την τρύπα της (μόνο αυτής) περνάνε και οι δύο άκρες του κορδονιού. Λέγεται και τσαμπουκάς. (Πηγή: Vrastaman).

  3. Το φίλτρο εισερχόμενου αέρος στη μηχανή του αυτοκινήτου, όπως με πληροφορεί ο Αυτοκτονημένος (ευχαριστώ!).

  4. Επίτευγμα μεγάλης δεξιοτεχνίας στη μουσική εκτέλεση, στη φράση «παίζω παπάδες». (Βλ. και παπάδες).

  5. Φρ. τρώω παπάδες: δεν έχω τι να φάω, περνάω φτώχειες.

  6. Φρ. βρέχει παπάδες: βρέχει πολύ δυνατά, βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλέκλες, βρέχει με το τουλούμι. (Πηγή: Hank).

  1. Φουλ του άσσου με παπάδες.

  2. Στον παπά τα κονομούσα
    και σε σένα τ' ακουμπούσα,
    γιατί σ' είχα στην καρδιά μου,
    τέλεια νοικοκυρά μου.

Έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες
κι έτρωγες τα τάληρά μου
μ' άλλονε, νοικοκυρά μου.

(Ευ. Παπάζογλου, «Παπατζής»)

  1. -Μα πόση ώρα κάνεις να το στρίψεις;
    -Θέλει τρίψιμο, είναι σε παπάδες.

  2. Όχι ρε γαμώτο! Μου 'σπασε το κορδόνι του κομπολογιού, σκόρπισαν οι χάντρες, κι ενώ τις μάζεψα όλες, δε βρίσκω τον παπά! Κρίμα στο κομπολόι!

  3. [Δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα, ας φτιάξει κανείς ένα καλό παράδειγμα.]

  4. Ο μπασίστας δεν πρέπει να παίζει παπάδες. Εμένα μ' αρέσει να είναι λιτός και σταθερός, να στηρίζει τα άλλα όργανα. Θέλει μαγκιά να ξέρεις να παίζεις λίγα.

  5. Μου 'πανε μην μπλέξεις τα σκυλιά με τους ροκάδες,
    μα έτσι και δε δούλευα θα τρώγαμε παπάδες,
    έπιασα λοιπόν δουλειά σε μαγαζί.

(Γ. Γιοκαρίνης, «Νοσταλγός του Rock'n'roll»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας προσθέσουμε στην ερμηνεία του Ικάρου ότι η μετοχή φρικαρισμένος έχει κάπως διαφοροποιημένη σημασία: μπορεί ενίοτε να σημαίνει εκείνον που επί κάποιο διάστημα είναι σε διαρκή κατάσταση όχι μόνο οργής αλλά και κλονισμένων νεύρων, ευερέθιστος, αφηρημένος, χαμένος, γενικά έτοιμος να κλατάρει.

α. -Τι έχει ρε συ ο Φώτης και είναι έτσι φρικαρισμένος τον τελευταίο καιρό;
-Ε μωρέ, έχει πολλά. Είναι στα χωρίσματα με τη γυναίκα του, στη δουλειά γαμιέται, έχει και τη μάνα του άρρωστη, τι να σου κάνει ο άνθρωπος;

β. Μα τι πόλη! Όλοι σα φρικαρισμένοι οδηγούν! Πώς ζείτε εδω πέρα, με λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος πίπας για το κάπνισμα χασισίου. Αποτελείται από ένα σωλήνα, μήκους περίπου 12-20 εκατοστών, όχι εντελώς κυλινδρικό, αλλά ελαφρώς κωνικό, με εσωτερικό άνοιγμα ίσαμε ένα δάχτυλο στη λεπτή άκρη και κάτι παραπάνω στη χοντρή, ξύλινο ή πέτρινο ή κεραμικό ή πορσελάνινο, και από μία πετρούλα ή κομμάτι άλλου υλικού, με ακανόνιστο σχήμα. Λειτουργεί δε ως εξής:

Ρίχνουμε την πέτρα στο σωλήνα. Οι αναλογίες μεγεθών είναι τέτοιες, ώστε η πέτρα φρακάρει σε ένα βάθος περίπου πέντε εκατοστών από τη χοντρή άκρη του σωλήνα. Βάζουμε μία μικρή ποσότητα μη νόμιμης ουσίας, τόσο που να μπορούμε να το καπνίσουμε σε μία μόνο τζούρα. Η μικρή αυτή ποσότητα στέκεται στην πέτρα. Το ακανόνιστο σχήμα της πέτρας αφήνει κάποιες χαραμάδες μεταξύ αυτής και των εσωτερικών τοιχωμάτων του σωλήνα, πολύ μικρές για να φύγουν ρινίσματα της μη νόμιμης ουσίας, αλλά αρκετά μεγάλες για να περνάει αέρας. Ανάβουμε με τον αναπτήρα στη χοντρή άκρη, και ταυτόχρονα ρουφάμε από την λεπτή, κρατώντας τον αναμμένο. Το ρούφηγμα είναι κανονική εισπνοή, όχι όπως στο τσιγάρο αλλά όπως στο ναργιλέ: ρουφάμε δηλαδή με τα πλεμόνια, όχι με τα μάγουλα. Αν η ποσότητα είναι τόσο μικρή (ή η εισπνοή μας τόσο μεγάλη) ώστε όντως να το τραβήξουμε όλο σε μια τζούρα, έχουμε πετύχει το 100% της αποδοτικότητας της μη νόμιμης ουσίας, αφού το κάθε μόριο των αναθυμιάσεων πήγε κατευθείαν στα σωθικά μας, ο αέρας δεν ήπιε τίποτα. Επαναλαμβάνουμε όσες φορές χρειαστεί.

Το τσελέμι είναι πιο αποτελεσματικό από τον μπάφο, γιατί με λιγότερη μη νόμιμη ουσία την ακούς περισσότερο και πιο γρήγορα, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο ευχάριστο. Είναι πάντως πολύ καλό για όσους δε γουστάρουν καθόλου τον καπνό.

-Είσαι να πιούμε ένα τσελέμι;
-Όχι ρε μαλάκα, δεν τα μπορώ αυτά τα πράγματα. Κάτσε να στρίψουμε ένα τσιγάρο σαν άνθρωποι.
-Ρε συ, έχω πολύ λίγο. Να την ακούσουμε και λίγο, στο τσιγάρο δε θα καταλάβουμε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τύπου», προφέρεται «ταυ». Σημαίνει ότι η αμέσως επόμενη λέξη δεν σημαίνει αυτό που σημαίνει, αλλά κάτι άλλο με εξωτερικές μόνο ομοιότητες, π.χ. τ. ξανθιά (στην πραγματικότητα καραφλή με περούκα), τ. μουσική (στην πραγματικότητα Έφη Θώδη), τ. φρέσκο (στην πραγματικότητα και κατεψυγμένο και μπαγιάτικο).

Προέρχεται από κάτι λαμογιές σε μενού εστιατορίων και πιτσαριών, όπου λένε π.χ. τυρί τ. φέτα, εννοώντας λευκό τυρί Δανίας, με την ελπίδα ότι εσύ δε θα παρατηρήσεις το «τ.» αλλά κι εκείνοι θα είναι νομότυποι.

Σιγά μην ξηλωθώ εξήντα το βράδυ για να κλειστώ σ' αυτά τα τ. αιγαιοπελαγίτικα μπάγκαλοους! Αυτά δεν είναι δωμάτια, είναι τουρισταποθήκες!

τ. Βασιλικό ζεύγος (από Vrastaman, 23/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρμόνιο, ιδίως σε σκυλοδημοτικά, σκυλονησιώτικα, σκυλολαϊκά και καθαρά σκυλάδικα συμφραζόμενα. Η λέξη χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε σχέση με λάιβ - ποτέ για ηχογραφήσεις, αφού η (όποια) ομοιότητα είναι μόνο οπτική.

Ειδικότερα, για την περίπτωση όπου ο ψήστης δεν παίζει κανονικά αλλά βάζει μόνο τα έτοιμα ακομπανιαμέντα, οπότε κάθε ενάμισι λεπτό απλώς πατάει ένα πλήκτρο για να αλλάξει ακόρντο ενώ όλη την υπόλοιπη ώρα είναι ελεύθερος να στρίβει τσιγάρο, να γράφει μηνύματα ή να κατεβαίνει για κατούρημα, εκεί λοιπόν χρησιμοποιείται και η έκφραση «Γύρνα τα σουβλάκια»!

-Πώς πήγε το φρη κάμπινγκ στη Χιλιαδού;

-Μια φρικαλεότητα! Εκτός ότι ήμασταν μιλιούνια κόσμος, πέσαμε και στη Γιορτή Σαρδέλας. Ένα τύπου πανηγύρι, με ορχήστρα, πυροτεχνήματα, διαγωνισμό ψαρέματος και ό,τι σουρεάλ μπορείς να φανταστείς.

-Τουλάχιστον η μουσική δεν έλεγε τίποτα;

-Μια ελεεινιά σου λέω! Άθλια σκυλοκιεγωδεγξερωτί, μπουζούκι - βιολί - ψησταριά, ξεκουρδιστάν, εκατομμύρια ντεσιμπέλια, ένα γεροντοξέκωλο κακοφωνίξ, άσε, να μη σου τύχει! Κι όλα αυτά μες στη μέση της παραλίας, όλη νύχτα!

Στο 3.15 περίπου ο απίστευτος αρμονίστας (από Hank, 04/07/09)

Δες και γυφταρμόνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα. Σημαίνει «σίγουρα». (Για ειρωνική χρήση βλ. εδώ) Συνώνυμο: γκαραντί.

Χρησιμοποιείται πολύ στο στρατό. Όχι για κάποιον ειδικό λόγο, απλώς γιατί στο στρατό κυκλοφορούν μονίμως τόσες φήμες ώστε είναι πάντοτε ανάγκη να τις επιβεβαιώνεις όσο μπορείς. Πέραν αυτού, χρησιμοποιείται και στην κοινωνία.

Προέρχεται μάλλον από όρο των αλογομούρηδων και λοιπών στοιχηματζήδων.

  1. - Τελικά Δευτέρα βγαίνουν οι μεταθέσεις;
    - Όχι ρε, ποια Δευτέρα; Από βδομάδα και αν.
    - Στάνταρ;
    - Ε τώρα, τι στάνταρ... Έτσι λένε.

  2. - Τριημεράκι τι θα κάνεις;
    - Μα θα παίξει τελικά τριήμερο;
    - Ναι ρε, στάνταρ!
    - Ξέρω 'γώ, άμα παίξει τελικά θα δω.
    - Καλά, είσαι χαζός; Δευτέρα είναι του Αγίου Πνεύματος, πού ακούστηκε να μας τη φάνε;

(από rigo21, 24/05/09)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, χρησιμοποιείται με την έννοια «δηλαδή». Εισάγει επεξηγήσεις.

- Με είπε «υπερθίαλο»!
- Τι υπερθίαλο βρε ζώον, υπερφίαλο!
- Τι θα πει αυτό;
- Και καλά ότι είσαι μαλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified