Ο παπαγάλος είναι πτηνό που μιμείται και αναπαράγει, κατά προσέγγιση, από ακοής και μόνο, τη φωνή του ανθρώπου.

Η γαλλία, στην επαγγελματική αργκό των μουσικών, είναι η εκτέλεση ενός κομματιού, όπως ακριβώς θα εμιμείτο ένας παπαγάλος την ομιλία κάποιου, δηλαδή στο περίπου.

Στη γνήσια γαλλία, ο μουσικός είναι δυνατόν να μην έχει ακούσει ποτέ του το κομμάτι, απλά εκτελεί μια γαλλία, δηλαδή μια φαντασία σε τόνο, δρόμο και ρυθμό του τραγουδιού, προκειμένου να ξεκινήσει ο τραγουδιστής. Σ' αυτή τη περίπτωση αναφερόμαστε σε βατό, τυπικό, αντιπροσωπευτικό κομμάτι και όχι κάτι το πολύπλοκο με πολλές αλλαγές δρόμων, ρυθμού κλπ.

Το γαλλικό κομμάτι παίζεται είτε λόγω παραγγελιάς, είτε αιτήσει του τραγουδιστή ο οποίος τό 'χει, είτε είναι κομμάτι σειράς και ο γάλλος μουσικός δεν τό 'χει.

Εάν τό 'χει, έστω και λίγο, προσπαθεί με αυτοσχεδιασμό της στιγμής, επί τόπου, να το αναπαράγει, εκτελώντας το κατά προσέγγιση.

Στον γάλλο μουσικό δίνεται η ευκαιρία, εφ' όσον έχει τη δυνατότητα και διαθέτει το ταλέντο, να ξεπερνάει (σπανιότατα) το πρωτότυπο, κάνοντας τους παρευρισκομένους μουσικούς να σακουλεύονται, ν' ανοίγουν διάπλατα τα μάτια και να κοιτάζονται μεταξύ τους με νόημα η απορία.

Εναλλακτικά παίζει μια εισαγωγή από ένα ήδη γνωστό και παραπλήσιο σε ρυθμό και δρόμο τραγούδι.

Γενικώς η γαλλία είναι σαν το αλατοπίπερο. Το λίγο νοστιμίζει, ενώ το πολύ κάνει το φαγητό για πέταμα.

Γαλλία κάνει και ο τραγουδιστής όταν δε θυμάται ή δε γνωρίζει κάποια στροφή ήδη γνωστού τραγουδιού, και βάζει δικούς του στίχους της στιγμής, τους οποίους μπορεί και να διατηρεί σε επόμενες εκτελέσεις του τραγουδιού, εφ' όσον δεν έχει μεριμνήσει να μάθει τους γνήσιους.

Κατά κανόνα η γαλλία γίνεται στο χορευτικό πρόγραμμα και είναι σχεδόν βέβαιο ότι περνάει απαρατήρητη από την πλειονότητα των θαμώνων.

  1. - Τέλη, κάνε μια γαλλία σε ντο, χιτζάζ, ζεϊμπέκικο, και μπαίνω «δε ζωντανεύουν οι νεκροί».

  2. - Ρε συ Πάνο, μας έχεις τρελάνει στη γαλλία, κάτσε πέρνα και καμιά εισαγωγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο άρρεν η θήλυ, ευθυτενές, ίσιο, άκαμπτο, δε σκύβει, δεν καμπουριάζει. Βαδίζει περήφανα, λεβέντικα, αεράτα, κιμπαρλίδικα.

Συγχρόνως είναι λεπτό, αδύνατο, όχι παχύσαρκο, ούτε υπέρβαρο, ούτε κοντό, προσομοιάζων / -ουσα το ευθύ σπαθί, απ' όπου και ο όρος.

Αναφέρονται και οι σπαθάτες κουβέντες, δηλαδή λόγος ευθύς, σαφής, ξηγημένος, ντεκλαρέ, ντόμπρος, χωρίς υπονοούμενα, περιστροφές ή παρερμηνείες.

Συνώνυμα: ορθά-κοφτά, τσεκουράτα, χύμα, φόρα παρτίδα.

  1. - Είναι ωραίος, ψηλός, σπαθάτος, με πράσινα μάτια και του αρέσει ο χορός.

  2. - Δεν ξέρω πώς σου τα 'παν οι άλλοι, εγώ πάντως θα σ'τα πω με σπαθάτες κουβέντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση επαναφέρει πάραυτα και προσεδαφίζει στον πλανήτη Γη τη συζήτηση, από την αόριστη, γενικόλογη, φιλολογική, βερμπαλιστική, νομιναλιστική, εξωπραγματιστική και αποπροσανατολιστική διάθεση του συνομιλητή μας.

Συνώνυμα: ως εδώ και μη παρέκει, τέρμα οι φιλολογίες, α όλα κι όλα.

Κοίταξε, ένα κι ένα κάνουν δυό. Αν δεν τελειώσεις σήμερα τη δουλειά που σου ανέθεσα, αύριο να μη πατήσεις το πόδι σου εδώ.

Δες και άσε τα φιλοσοφικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το έγχρωμο ή ασπρόμαυρο αποτύπωμα, πάχους ελαχίστων μικρών του μέτρου μm, επάνω σε επιφάνεια.

Συνήθως αναπαριστά ήρωες comics, cartoon κλπ και επικολλάται διακοσμητικά από παιδιά σε βιβλία, τετράδια, παιχνίδια αλλά και επιδερμίδα ως tatoo κλπ.

Μεταφορικά, ή καθ' υπερβολή, εκφράζει το αποτέλεσμα-κατάληξη που υφίσταται κάποιος ένεκα βίαιου συμβάντος ή μεταχείρισης.

  1. Η στοργική μήτηρ: - Κάτσε φρόνιμα, γιατί θα σου χώσω κάνα φούσκο και θα βγεις χαλκομανία στο τοίχο.

  2. Ο συνεπιβάτης δικύκλου: - Τι; 235 ;! Κατέβασε ρε μαλάκα ταχύτητα γιατί άμα φύγουμε θα γίνουμε χαλκομανία.

(από iwn, 23/11/10)(από iwn, 23/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθισμα, πολυθρόνα, κυλινδρικού γεωμετρικού σχήματος, με μπράτσα, κατά κανόνα βαρύ.

Προέλευση της ονομασίας ονομασίας: άγνωστη.

- Τι ωραία αυτή η βαρβάρα, από που την πήρες;
- Από το ΙΚΕΑ.

ΒΑΡΒΑΡΑ (από iwn, 27/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σταλός ή και το σταλό, είναι το χρηματικό αντίτιμο στα τσιγγάνικα.

Συνώνυμα: μπαγιόκο, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, όβολα, τάλαρα, παράδες.

-Να πέφτει το σταλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαλίζομαι, νοιώθω ζάλη, ίλιγγο.

Επίσης και εντραλίζομαι.

Βλ. και αντράλα.

Μάνα μου μανάκι μου
πονεί το κεφαλάκι μου
και γιατρικό δεν έχει
κλαίω κι αντραλίζομαι
πέφτω και τσακίζομαι
κι αυτή δεν με προσέχει

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Καλατζής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανατριχιάζω, αόριστος μπιμπίκιασα ή και «μου σηκώθηκε το μπιμπίκι».

Οι συνήθεις αιτίες του μπιμπικιάσματος είναι κρύο, φόβος, τρόμος, ερωτικός ερεθισμός, ηδονή, συγκίνηση.

Και τότε, εκείνος ο Αθηναίος, μ' ακούμπησε ελαφρά και φευγαλέα στο πόδι. Τι να σε λέω για, μπιμπίκιασα ολόκληρη.

Βλ. και κοτοπουλιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβεβαιώνω, από το εγγλέζικο confirm = επιβεβαιώνω.

Επίσης κομφιρμάρω.

Θρυλείται ότι η διάχυση του λήμματος προήλθε από τον επιχειρηματικό κόσμο.

Στέλλα, επικοινώνησε σε παρακαλώ με τον κ. Σκορδοπούτσογλου, να κομφιρμάρεις τη παραγγελία του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημιουργώ καθυστερήσεις, προσκόμματα, εμπόδια, αναβολές, ματαιώσεις, ακυρώσεις, αργό ρυθμό, επιβραδύνω, παρελκύω, αλλά και ευρύτερα υπεκφεύγω.

Από το τρένο, τραίνο, όπου ένα ελαττωματικό βαγόνι καθυστερεί, συμπαρασύρει όλα τα υπόλοιπα.

Κάπου στην Ελλάδα:
- Αυτός, άμα δεν πάρει το δωράκι του, θα μας τρενάρει ένα χρόνο μέχρι να υπογράψει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified