Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Επίσης λιώμα, τύφλα, χώμα, σκνίπα κλπ.

- Χτες στο πάρτυ του Ανδρέα γίναμε λιάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.

Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα

- Είδες τον Πανάγο; Από τότενες που άνοιξε νταλαβέριμ' αυτήνες τσι πούστηδοι, είναι κάθε μέρα στη μπούντρα.
- Καλά ξηγιέται, βρήκε βυζί και βυζαίνει, αφού.

(από iwn, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόρτικοιγραμματικοί τύποι, της αόριστης αντωνυμίας αυτός.

  1. Πήγαμε μ' αυτουνούς εκεί.

  2. Το ρολόι που βρήκες είναι αυτουνού.

  3. Τι τους θέλεις όλους αυτούνους εδώ;

  4. Εδώ δίπλα βρίσκονται κι αυτήνοι.

  5. Τι γυρεύεις εδώ, μ' αυτήνες τις πουτάνες ;

  6. Πού πήγες κι έμπλεξες μ' αυτήνες τσι, τσ' πούστηδοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιτιατική πτώση, πληθυντικού αριθμού του οριστικού άρθρου ο, η.

Αντί των: *τους *ή ***τις***.

  1. Από τσι πούστηδοι, τι περιμένεις.

  2. Θα πάμε εκεί μι τσ' άντριδοι.

  3. Έμπλεξα με τσι πουτάνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές ακόμα μόρτικες κι αλανιάρικες εκφράσεις για τα γνωστά χρονικά επιρρήματα χθες, προχθές κλπ.

  1. Εψέ πήγαμε στη ταβέρνα του Νταούφαρη.
  2. Έμαθες; Προχτέ είχαμε και τ 'άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταβάλω χρηματικό ποσό που είναι κατά κανόνα σημαντικό, τσουχτερό η δυσανάλογα μεγάλο για την οικονομική μου δυνατότητα και υπό το καθεστώς μη εναλλακτικής επιλογής.

Επίσης: πλερώνω, ακουμπάω, ρίχνω.

  1. Πήγαμε προχτέ στο καζίνο. Άσε, τα στάξαμε χοντρά.

  2. Για νυχτιά στη Λάουρα πρέπει να τα στάξεις γερά.

  3. Μας έστειλε τον σφίχτερμαν και αναγκαστήκαμε και τα στάξαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σούπερ ντούπερ υπερθετικός βαθμός του «πολύ».

Προσδιορίζει μέγα πλήθος, απροσμέτρητο, ατελείωτο, τα πάντα.

Χρησιμοποιείται κυρίως στο επαγγελματικό σινάφι των μουσικών και τραγουδιστών.

- Έχει μεγάλο ρεπερτόριο ο μπουζουκτζής που θέλεις να μας φέρεις;
- Παίζει τον άμμο της θάλασσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρηματικό αντίτιμο γενικότερα, σε κάθε του μορφή. Συχνά και στον πληθυντικό: παράδες.

Από την ομώνυμη τούρκικη νομισματική μονάδα.

Επίσης μπαγιόκο, φράγκα, γκαφρά, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, χρήματα, λεφτά, όβολα, τάλαρα κλπ κλπ.

-Με κείνη τη δουλειά τότενες, κονομίσαμε καλές παράδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλες δυο ζόρικες, εναλλακτικές εκφράσεις για το γνωστό χρονικό επίρρημα τότε.

-Τότενες πηγαίναμε όλοι μαζί για μπάνιο στα απολυμαντήρια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτηματική έκφραση απορίας που σημαίνει «από πού, κι ως πού;», «πώς προκύπτει;», «από πού βγαίνει;»,«τι 'ναι πάλι τούτο», «πού το βρήκες αυτό πάλι;», «πώς το διαπίστωσες», «πώς γίνεται και ..», «πώς γίνεται να ...» κλπ κλπ.

Από το τούρκικο «nereden nereye», που σημαίνει «από πού, μέχρι πού», το οποίο χρησιμοποιείται παρομοίως.

Λέγεται και νερεντενερέ.

- Νερντενερέ γυρεύεις τόσον παρά για ένα ψιλό μερεμέτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified