Ο έχων μικρές διανοητικές ικανότητες, αυτός που είναι αλλού και δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του.

Κάτι συνδυαστικό του γκαγκά και του ούφο.

Παραπέμπει ηχητικά στο καμάρι της Σοβιετίας, τον άνθρωπο που πρώτος «κολύμπησε» στο διάστημα το 1961, τον Γιούρι Γκαγκάριν.

Καλά ρε γκαγκάριν, δεν το ήξερες ότι στην έξοδο του τρίτου τούνελ προς Κόρινθο έχει σχεδόν μόνιμα τροχομπάτσους; Εκεί βρήκες να πηγαίνεις μαλλιοκούβαρα;

Yuri Gagarin (από baznr, 11/06/09)Ελένη γκαγκάριν (από baznr, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός χαρακτηρισμός φωτογραφικών συσκευών που, ενώ έχουν φακό μεγέθους φακής, πλασάρονται ως «υψηλής ποιότητας» προβάλλοντας μόνο τον αριθμό των megapixel.

- Πολύ πρώτο το κινητό του Τάκη. Έχει εφτά μεγαπίξελ.
- Καλά, άμα του κουτσουλίσει μύγα το φακό, θα έχει εφτά μυγαπίξελ.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός εκείνου που δεν ανέχεται την διαφορετική άποψη και προσπαθεί με οποιοδήποτε κόστος να επιβάλλει την δικιά του.

  2. Κρυφο-σταλινικός.

Από το όνομα του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ της ΕΣΣΔ, Ιωσήφ Στάλιν.

- Δεν ξαναμιλάω με τον Μπάμπη. Ιωσηφίνα έχει καταντήσει.

- Η Ιωσηφίνα του Περισσού.

Ιωσηφίνα iaction (από Vrastaman, 23/04/09)Η τύπισσα δεξιά, είναι μια άλλη Ιωσηφίνα. Η γυναίκα του Ναπολέοντα. Στη φωτό παίρνει το διαζύγιο της. (από GATZMAN, 23/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αψυχολόγητη πράξη, βλακώδης ενέργεια, άτεχνη κίνηση.

Χαρακτηρίζεται έτσι μια πράξη όταν, τη στιγμή που όλα πάνε σχετικά καλά, «καταφέρνει» να τα κάνει όλα σκατά.

Από το όνομα του ποδοσφαιριστή Λουκά Βύντρα.

Στο τάβλι:
Ρε μαλάκα τι βυντριά ήταν αυτή; Δεν είδες ότι σου πιάνει τη μάνα με ντόρτια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεράστια κοιλιά.

Πανουσιακή λεξιπλασία από την σύνδεση των λέξεων κοιλιά και μαντζάρε (ιτ. mangiare) = τρώω, με συνειρμική μεταφορά στο όρος Κιλιμάντζαρο της κεντρικής Αφρικής.

Μεγάλε! Τι κοιλιμάντζαρο είναι αυτό που έχτισες μέσα σε έναν χρόνο;

(από baznr, 26/04/09)(από baznr, 26/04/09)Κιλιμάντζαρο. Το σλανγικό χιόνι του είναι το υποδόριο λίπος (επιφανειακό λίπος) (από GATZMAN, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς ανίδεος στη χρήση υπολογιστικών συστημάτων. Ο ανίκανος να παστώσει το κοπίδι.

Από το αλβανικό μπιτ=εντελώς και μάπας=βλάκας, παραπέμποντας στις ψηφιακές εικόνες τύπου bitmap.

Καλά ρε πούστη! Μπίτμαπ είσαι; Έδωσες την πιστωτική σου στο hackers.net;

(από baznr, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτουργικό σύστημα που έκατσε στο σβέρκο της παγκόσμιας κοινωνίας της Πληροφορικής, καταδικάζοντάς την να κάνει βήματα πιο αργά κι από τον Έβερτ.

Λέγεται ότι ο ιδρυτής της Μικρομαλακιάς, Βασιλάκης Πόρτες, ονόμασε το δημιούργημά του «Παράθυρα» οραματιζόμενος την ελληνική νομοθεσία, η οποία χαρακτηρίζεται από παραθύρια, τρύπες, κενά, τσόντες, μπαλώματα, παραπομπές, αντιφάσεις, πασαλείμματα και εξυπηρετικά «πακέτα».

Βλέποντας μπροστά, με θάρρος και αυτογνωσία, ο οραματιστής Πόρτες, δεν δίστασε να βγάλει το πράμα του, το μαγαζί του, «Μικρομαλακιά» και αυτό είναι κάτι που η ανθρωπότητα πρέπει να του αναγνωρίσει.

Από την άλλη μεριά, ο Πόρτες λατρεύεται σαν θεότητα από τους υπαλλήλους των εταιριών παρασκευής αντι-ιϊκών, οι οποίοι κάθε μεσημέρι στρέφονται προς το Ερυθρομόνδιο της Πλυντηριούπολης και γονατίζουν σαν Πέντιουμ ΙΙΙ με Παράθυρα ΧρωΠη.

- Σούλα μου! Το πισί μου αρρώστησε.
- Στα λεγα γω Πόπη μου. Κόψε την Μικρομαλακιά να δεις φως.

(από baznr, 28/04/09)(από baznr, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρή τρίχα. Χρησιμοποιείται βασικά εμπρόθετο στην τσίλια και σημαίνει παρατρίχα ή στην τρίχα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Αντώνυμο: γουρουνότριχα

Από το ιταλικό ciglia (τσίλjα=βλέφαρο)

  1. Πέρασε στην τσίλια: Μεταξύ εκείνου που πέρασε και του εμποδίου άντε να χωράει μιά τριχούλα.

  2. Τη γλύταρε στην τσίλια: παρατρίχα τη γλύτωσε.

Δες και τσίλικος αλλά και τσίλιες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που έμμεσα ή άμεσα ασχολείται με την επί χρήμασι παροχή ερωτικών υπηρεσιών.

Ο μαστροπός, ο νταβατζής, η τσατσά, η πόρνη, ο ζιγκολό.

- Ρε συ, που βρήκε αυτή την τζιπούκλα ο Λάκης;
- Έκανε κονέ με κάτι Μολδαβές και έγινε επιχρηματίας.

Δες και -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στου χαντάκ είναι η απλή νεοελληνική λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο θα έκανε τον κάθε κουτόφραγκο να βασανίζεται για ώρες. Είναι η δική μας απάντηση στο παρώ «αβγό του Κολόμβου» και αποτελεί σίκουελ της αρχαιοβλαχουρόλυσης του Γόρδιου Δεσμού.

Προέρχεται από το γνωστό ανέκδοτο όπου ένας κλασικής μόρφωσης τροχομπάτσος καλείται να συμπληρώσει το δελτίο συμβάντος ενός θανατηφόρου δυστυχήματος σε κάποιον εθνικό κατσικόδρομο: - Το μοτοσακό είναι τούμπα στου χαντάκ.
- Τα ποδάρια του νεκρού είναι παραπέρα, μέσα στου χαντάκ.
- Το κεφάλι του είναι {στην αφσαλ... (μουτζούρα) αλφσασ... (μουτζούρα) αλφσα... (μουτζούρα) ασφλα... (μουτζούρα, γρήγορη ματιά γύρω, κλωτσιά)...} στου χαντάκ.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος βαριέται ή δεν μπορεί να πολυψάξει ένα θέμα και εφόσον είναι σίγουρος ότι κανείς δεν θα του ζητήσει ευθύνες, το γράφει εκεί που πιάνει μόνο κραγιόν.

Στο συνεργείο:
Φτου ρε γαμώτο! Με το κωλοκατσάβιδο έσκισα κατά λάθος τη φούσκα του ακρόμπαρου. Τώρα για να την αλλάξω πρέπει να βγάλω αμορτισέρ, μουαγέν, δισκόφρενο, τιμόνι, κάθισμα, ντεπόζιτο.
Γαμώ τα Σιντροέν!
Να πάει να γαμηθεί!
Στου χαντάκ!

(από baznr, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified