Έτσι, σκέτο-νέτο. Με αυτή τη συντομευμένη και οικονομική μορφή χρησιμοποιείται κατά κανόνα σήμερα η παλιά κλασική έκφραση ράδιο αρβύλα, για την προέλευση της οποίας διατίθεται ο κατατοπιστικότατος ορισμός του Panoulis.

Η καθαρά λεξικογραφική συμβολή του ορισμού μόλις τελείωσε. Παρακάτω διαβάζετε με δική σας ευθύνη.

Αρβύλες δεν κυκλοφορούν μόνο στο στρατό, όπως σωστά υπενθυμίζει ο xalikoutis - και όπως ούτε ο Μπάμπης άλλωστε αγνοεί.

Προς ανάπτυξη του ισχυρισμού αυτού, παραθέτω, αντί δικού μου ορισμού, σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του αντιστασιακού και αυτόχειρα Τάσου Δαρβέρη, Μια Ιστορία της Νύχτας, 1967-1974, βιβλίο που btw περιέχει ουκ ολίγη σλανγκ και μπινελίκια. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφικού τύπου ματιά στα γεγονότα της Επταετίας, ματιά περιοριστική και υποκειμενική, και γι' αυτό ακριβώς τόσο ενδιαφέρουσα.

«Αρβύλα» στον στρατό, στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λεγόταν κάθε καλή -συνήθως- ψεύτικη είδηση. Δεν περνούσε μέρα που να μην κυκλοφορούσαν φήμες για χάρες, αμνηστίες και τα παρόμοια. Η «αρβύλα» ξεκινούσε συνήθως από κάποιον που είχε επισκεπτήριο - δικηγόρου συνήθως - και μετέφερε τα τελευταία πολιτικά κουτσομπολιά στη φυλακή, την άποψη κάποιου πολιτικού ή τη διαβεβαίωση κάποιου παράγοντα του υπουργείου Δικαιοσύνης ότι «κάτι θα γίνει με τους κρατούμενους». Οι «αρβύλες» ήταν πιο επίμονες στις γιορτές και τις διάφορες επετείους της χούντας (21η Απριλίου), οπότε όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία τις πρες κόμφερανς και τα διαγγέλματα του Παπαδόπουλου από την τηλεόραση. Οι ομιλίες του Παπαδόπουλου και του Γεωργαλά ήταν ίσως τα πιο δημοφιλή τηλεοπτικά θεάματα στον Κορυδαλλό, μετά το ποδόσφαιρο. Άλλωστε, τα χουντικά έντυπα (Ελεύθερος Κόσμος, Νέα Πολιτεία) είχαν στις φυλακές αισθητά μεγαλύτερη κυκλοφορία από το μέσο όρο τους.

Έψαξα ματαίως για παραδείγματα στο γούγλε, το οποίο δυστυχώς πλέον μονοπωλείται από εκατομμύρια αναφορές στην ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή του κ. Αντώνη Κανάκη, πλουτοκράτη υποκριτικώς κοπτόμενου υπέρ των δικαίων του φτωχού λαού και καπήλου αγνής θεσσαλονικοσύνης...

- Λένε θα καταργηθεί η βαθμολογία στο σλανγκ.γκρ...
- Μην ακούς, αρβύλα είναι. Όλο έτσι λένε και τίποτε δε γίνεται.

(από Vrastaman, 26/02/10)Για τον Χότζα ;-) (από Vrastaman, 26/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ στεγνό φαγητό, συνήθως κρέας, χωρίς καθόλου λιπαρά. Παρασκευάζεται με ψήσιμο (σχάρα) ή βράσιμο, έτσι ώστε να φύγουν όλα τα περιττά ζουμιά του (τα οποία, φευ, συνιστούν και τη νοστιμάδα του). Εννοείται πως και άλλα πρόσθετα λάδια και σάλτσες αποκλείονται a priori.

Ένα τέτοιο κρεατικό είναι κατά κανόνα άνοστο και καταπίνεται με βασανιστική δυσκολία. Είναι συνήθως και σκληρό, εξ ου λέγεται και σόλα ή παπούτσι. Μπορεί να κάνεις πολλή ώρα να το φας, ιδίως αν δεν το συνοδεύεις και με κάτι άλλο που να «γλιστράει», π.χ. γιαούρτι ή έστω λίγο ρύζι ή και ψωμί. Ορισμένοι βέβαια το έχουν συνηθίσει.

Τον όρο χρησιμοποιούν πολύ μποντιμπιλντεράδες και λοιποί αθληταράδες, που υποβάλλουν τον εαυτό τους στο μαρτύριο της ειδικής low fat διατροφής, σαν τους άρρωστους, ενίοτε και επί πολλά συναπτά έτη.

Κανονικά, όπως μαθαίνουμε κι απ' τον Μπάμπη, το στουπί είναι ινώδες υλικό που λαμβάνεται ως απόξεσμα κατά τον διαχωρισμό των υφαντουργικών ινών του βαμβακιού, του λιναριού ή της κάνναβης και χρησιμοποιείται για απόφραξη ρωγμών στα ξύλινα σκάφη, για καθαρισμό μηχανών ή των χεριών από γράσο κλπ.

Το στουπί διαθέτει λοιπόν εξαιρετική απορροφητικότητα. Δε θα το δεις ποτέ να στάζει νερά ή άλλα υγρά: τα «καταπίνει» όλα μέσα του και παίρνει την εμφάνιση μιας σκληρής, υγρής βεβαίως στην αφή, βρώμικης μάζας. Όπως ακριβώς και το ολόστεγνα μαγειρεμένο κρεατικό.

— Πω ρε αγόρι, έχεις στεγνώσει απίστευτα! Κομμάτια έχεις γίνει!
— Ε ναι ρε φίλε, κι εσύ άμα έτρωγες κάθε μέρα δυο στήθη κοτόπουλου στουπί όπως κι εγώ, την ίδια γράμμωση θα είχες.

Στα καλύτερα εστιατόρια. (από Galadriel, 13/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές που δεν περιέχει σταγόνα γάλα, δυνατός και πικρός. Συνήθως είναι και σκέτος, με δίχως καθόλου ζάχαρη, άντε το πολύ να είναι με ολίγη.

Συνώνυμα: της παρηγοριάς, του πεθαμένου

Κανονικά, ο μαύρος είναι μια ειδική ποικιλία καφέ μέσα στις τόσες. Σε αυτό εδώ π.χ. το σάιτ ο μαύρος καφές σχετίζεται με τον λιβανέζικο. Υπάρχουν επίσης και ξανθοί καφέδες. Αυτά όμως τα περί ποικιλιών είναι μάλλον ψιλά γράμματα για τους πιο πολλούς, τα οποία δεν αφορούν ιδιαίτερα την αργκοτική χρήση του όρου. Μαύρος είναι απλά ο με δίχως γάλα.

Γάλα στον καφέ βάζουν συνήθως οι γυναίκες. Αντίθετα, ο τύπος που πίνει τον καφέ του μαύρο, πλασάρει μάλλον ένα συγκεκριμένο αντρουά προφιλάκι, οτι και καλά είναι ζόρικο αγόρι, μασίφ και έμπειρο αρσενικό, που δεν μασάει τον πούτσο του, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του κλπ κλπ. Λέμε τώρα.

Το γάλα θεωρείται κλασική φλώρικη τροφή. Παραπέμπει στην ευπαθή και ευαίσθητη βρεφική / νηπιακή ηλικία, καθώς και στην πολυπόθητη ανάπτυξη. Οι μάγκες όμως έχουν ξεμπερδέψει μ' αυτές τις αηδίες από νωρίς. Ενηλικιώθηκαν και πήραν τη ζωή στα χέρια τους στο πιτς-φιτίλι, όταν οι «άλλοι» ήταν ακόμα κρεμασμένοι απ' το βυζί της μάνας τους. Οι μάγκες γουστάρουν να δίνουν την εντύπωση (και προφάνουσλυ το έχουν πιστέψει κι οι ίδιοι) πως γεννήθηκαν έτοιμοι φτιαγμένοι, σαν την πάνοπλη Αθηνά που ξεπήδησε από το μηρό του Ζους. Συχνά κομπάζουν (μαζί με κάτι νταλικέρισσες γκόμενες) πως έχουν κόψει το γάλα από τα 12 τουλάστιχον, αν όχι από τα 8. Κλασική έϊτις φαρμακερή ατάκα προς φλωράντζες: «ήπιες το γαλατάκι σου σήμερα αγορίνα μου;» ή «πάαινε πιε καλύτερα το γάλα σου μωρή λουλού, που ήρθες και να μας κουνηθείς...»

- Γάλα να φέρω; Έχω στο ψυγείο..
- Κάτσε κάτω ρε βλάκα. Αφού το ξέρεις, τον πίνω μαύρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γάλα με κακάο, το σοκολατούχο (Milko, Enjoy κλπ). Λέγεται συνήθως σε αντιδιαστολή με το άσπρο γάλα, το κανονικό γαλατάκι που όλοι ξέρουμε.

Παίζει να το ακούσει κανείς σε δύο κυρίως περιπτώσεις:

α. Από τίποτα ηλικιωμένους ψιλικατζήδες / εβγατζήδες, ή γενικότερα γιαγιούμπες / παππούδες, που αγνοούν (ή κάνουν πως αγνοούν) τις «μοντέρνες» εμπορικές ονομασίες των προϊόντων (εν προκειμένω milko κλπ), όντας κολλημένοι σε μια ειδυλλιακή προβιομηχανική εποχή όπου τα τυποποιημένα τρόφιμα ήταν κάτι το άγνωστο και όπου τα πάντα ήταν αγνά και επωλούντο χύμα. [I]
- Συγγνώμη κύριε, μήπως έχετε milko; Γιατί στο ψυγείο έξω που κοίταξα δεν υπάρχει...
- Μια στιγμή να κοιτάξω μέσα πιδάκι μ... Το γάλα το μαύρο δε λες; [/I]

β. Ως εξωτική μαγκιόρικη έκφραση σε νεανικές ή νεανίζουσες παρέες, οι οποίες, εννοείται, καταναλώνουν το προϊόν και γνωρίζουν πολύ καλά τις διάφορες εμπορικές ονομασίες υπό τις οποίες εμφανίζεται.

- Καλά ρε μαλάκα πίνεις ακόμα γάλα κανονικό στην ηλικία σου;!!!! Τι φλωρούμπας που είσαι! Εγώ μόνο κανα μαύρο, κι αυτό που και που...

Διότι, όπως γνωρίζουμε, το να πίνει κανείς κανονικό άσπρο γαλατάκι θεωρείται καραφλώρικο από μια ηλικία και μετά. Σε μερικούς μάλιστα φέρνει εμετό η γεύση του. Κυρίως μπιλντεράδες και λοιποί σφίχτηδες το αναζητούν μετά μανίας, για τις πολύτιμες ζωικές πρωτεΐνες που περιέχει. Τρώνε όμως ενίοτε τρελό κράξιμο γι' αυτήν τους τη συνήθεια (όπως και για πολλές άλλες). Τους αποκαλούν π.χ. υπερτροφικά μωρά και άλλα τέτοια ωραία.

Έτσι, οι περισσότεροι νεανίες στρέφονται προς το μαύρο γάλα, σαφώς πολύ λιγότερο φλώρικο από το ασπρουλιάρικο, αν και, strictly speaking, ούτε αυτό είναι παντελώς απαλλαγμένο από το στίγμα της φλωριάς που φέρουν όλα τα γάλατα. Η διαφήμιση έχει κάνει κατά καιρούς ό,τι μπορεί για να αποτινάξει αυτή τη ρετσινιά από το σοκολατούχο γάλα και να το πλασάρει ως «ιν» και «χάϊ» (θυμηθείτε την διαφήμιση που είχαν κάνει τα Ημισκούμπρια για το milko προ ετών).

Να πούμε τέλος πως για το μαύρο γάλα κυκλοφορούν ορισμένοι αστικοί μύθοι:

α. Ότι οι γαλακτοβιομηχανίες το παρασκευάζουν δια της επεξεργασίας όλων των ληγμένων άσπρων γαλάτων που τους επέστρεψαν οι λιανοπωλητές ως απούλητα.

β. Ότι το κακάο σε μεγάλες δόσεις προκαλεί προβλήματα στο στομάχι και το συκώτι και πως άνθρωποι που έπιναν π.χ. δύο κουτάκια μίλκο την ημέρα βρέθηκαν με το συκώτι στο χέρι κι έτρεχαν με εγχειρήσεις κλπ.

γ. Μεταξύ των μπιλντεράδων, κυκλοφορεί ο μύθος πως το κακάο σκοτώνει τις πρωτεΐνες που έχει το γάλα, συνεπώς το να πίνεις μαύρο είναι δώρον άδωρον.

(διάλογος σφίχτη και μαγκιόρου ψιλικατζή)

- Φίλε μου μήπως έχεις γάλα; - Άσπρο ή μαύρο;
- Κανονικό γάλα ρε φίλε, και 0% μάλιστα..
- Πολλά ζητάς αγορίνα μου. Για κοίτα κει στο βάθος του ψυγείου, έχουν μείνει νομίζω κάτι μαύρα. Πάρε ένα και φχαριστημένος να' σαι..

(από Vrastaman, 06/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν τρέχει τίποτα, όλα είναι οκέικ, υπό έλεγχο, κομπλέ και τα σκυλιά δεμένα.

Συνώνυμο: δεν τρέχει κάστανο. Το κάστανο είναι κομμάτι πιο παλιομοδίτικο.

Το τσάι και το κάστανο (κι ενδεχομένως κι άλλα παρεμφερή που με διαφεύγουν τώρα) αποδίδονται εν προκειμένω με το «τίποτα» ή το «καθόλου». Κάτι σαν και το κρητικάτσικο «πράμα» (δε γρικάει πράμα κλπ). Ακριβέστερα, τα εν λόγω καθιστούν απτό και συγκεκριμένο αυτό το αόριστο «κάτι». Διότι η slang είναι εξόχως εικονοποιητική, αρέσκεται στο χειροπιαστό, αγαπά το αντικείμενο. Αν η slang ήταν Πρωτοπορία (που είναι) θα ήταν Σουρεαλισμός. Έτσι για να 'χουμε να λέγαμε.

Δεν τρέχει κάτι = δεν τρέχει τσάι = δεν τρέχει κάστανο

Δεν νιώθει τίποτα = δεν νιώθει κάστανο = δεν νιώθει τσάι

Δεν την παλεύω καθόλου = δεν την παλεύω κάστανο = δεν την παλεύω τσάι

Το τσάι είναι γενικά λίαν σλανγκενεργόν. Πάρτε μια ιδέα:

α. Τον τσάγιασα / τον έστειλα για τσάι (κοντράδικη αργκό).
β. Το τσάι σου εσύ: Μην ανακατεύεσαι, κάτσε στη γωνιά σου, κάνε μόκο.
γ. Πίνει τσάι: Γέρασε.
δ. τσάγια: Σύνθετος χαιρετισμός εκ του ιταλικού τσάο και του ελληνικού γεια.
ε. τσαγιέρα: Η λούγκρα.

Την έχω κάνει τάρανδο τη μικρή αλλά δεν τρέχει τσάι, συνεχίζουμε κανονικά.

Κλασικά (από Khan, 08/04/10)

Δες και δεν τρέχει μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύψους έλεγαν τη δεκαετία του '80 οι φοιτητές τα πανεπιστημιακά συγγράμματα που τους διανέμονταν.

Το χαρακτηρισμό εμπνεύστηκαν τα τότε φοιτητόνια από την εμφάνιση των βιβλίων: δωρική, λιτή, απέριττη. Δεν υπήρχαν τότε πολύχρωμα φιγουρατζίδικα εξώφυλλα όπως αργότερα. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες ούτε για δείγμα. Δεν υπήρχαν σκληρά εξώφυλλα και πλαστικοποιημένο χαρτί. Οι εποχές ήταν πιο ζόρικες. Τα εξώφυλλα ήταν κατά κανόνα άσπρα κάτασπρα, με μόνο κάτι μικρά μαύρα γραμματάκια πάνω (τίτλος, όνομα συγγραφέα κλπ). Μια πληκτική μονότονη ασπρίλα με μικρά μαύρα σκατουλάκια: ακριβώς σαν το γύψο με τις αφιερώσεις φίλων επάνω του αλλά κι εκείνες τις χαρακτηριστικές βρομίτσες που μαζεύει όταν έχει φορεθεί για καιρό... Σε κάποιες περιπτώσεις το χρώμα του εξωφύλλου μπορεί να ήταν και κάτι άλλο πλην του νεκρικού άσπρου, πάντα όμως μονοχρωμία. Και μιλάμε πάντα για χρώματα πολύ ανοιχτά, νερόβραστα και ξεθωριασμένα: κανα σιμπιζάκι, κανα εκρού του νεκρού, κανα σκοτωμένο πρασινάκι, τέτοια. Σαν γύψος βαμμένος με νερομπογιά δηλαδής.

Εννοείται πως αυτή η λιτή «γύψινη» εμφάνιση των βιβλίων δεν αφορά μόνο τη δεκαετία του '80. Από καταβολής Γουτεμβέργιου έτσι ήταν τα βιβλία, εξόν κι αν είχαν τίποτα χαρακτικά και τα ρέστα. Ενδεχομένως η έκφραση να υπήρχε και παλιότερα, π.χ. στα 60'ς ή τα 70'ς. Αυτό δεν το ξέρω σίγουρα. Το βέβαιο είναι πως για να φτάσει κανείς στο σημείο να σκαρφιστεί έναν τέτοια υποτιμητικό χαρακτηρισμό για το βιβλιαράκι του, πρέπει προηγουμένως το βιβλίο as such να έχει ευτελιστεί, να έχει απωλέσει το μύθο που το συνόδευε από καταβολής του. Κι αυτή η υποτίμηση έγινε δυνατή όταν άρχισαν να μοιράζουν τα βιβλία τζαμπέ με το κιλό. Αυτά είναι τα κακά του τζάμπα. Όταν κάτι το παίρνεις τζάμπα δεν το εκτιμάς. Όπως γίνεται και π.χ. και με την ψυχανάλα.

Για άλλες σλανγκικές ονομασίες πανεπιστημιακών και παρα-πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, βλ. γκαρούτσος.

Το πατάρι μου έχει φισκάρει με κάτι γύψους απ' τον καιρό που σπούδαζα στη Νομική. Θα τα στείλω για φούντο μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν σου πουν για κάποιον πως βρισκόταν πάντα στην άκρη της φωτογραφίας, αυτό σημαίνει πως ο τύπος ήταν εξαπανέκαθεν παρακατιανός, κομπάρσος της ζωής, ο τελευταίος των μοϊκανών, η τελευταία τρύπα της φλογέρας, ο πιο αδύναμος κρίκος.

Αναφερόμεθα φυσικά σε ομαδικές φωτογραφίες στα πλαίσια συλλογικοτήτων της παιδικής και νεανικής κυρίως ηλικίας: σχολικές τάξεις κατά την αποφοίτηση, φοιτητές μετά την τελετή ορκωμοσίας, ακόμη και φωτογραφίες από πιο informal καταστάσεις, όπως π.χ. μια σχολική ή φοιτητική εκδρομή.

Η θέση που θα καταλάβει κάποιος σε μια τέτοια φωτογραφία, διόλου τυχαία δεν είναι. Εξαρτάται από την ικανότητα κοινωνικής επιβολής. Αυτό που ο P. Bourdieu ονομάζει κοινωνικό κεφάλαιο, ας πούμε.

Οι γαμιάδες του σχολείου πιάνουν πάντα τις πιο τιμητικές κεντρικές θέσεις, περιτριγυρισμένοι από τα ωραία μουνάκια της τάξης. Στο άλλο άκρο του φάσματος, οι καρπαζοεισπράκτορες, οι τζανετάκοι και τα παιδιά της σφαλιάρας απωθούνται στα άκρα του κάδρου. Καμιά φορά δεν τα καταφέρνουν καν να μπουν στο κάδρο ή «κόβεται» το μισό τους σώμα...

Καμιά φορά βέβαια αυτές οι δυστυχισμένες υπάρξεις που μια ζωή βρίσκονταν στην άκρη της φωτογραφίας, επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους στο εικονικό περιβάλλον του ίντερνετ και ζουν μια δεύτερη παιδική ηλικία - ή μάλλον μια πρώτη, καθώς την κανονική πρώτη την έχασαν.

Ασιστ: abas

Τι να μας πεις κι εσύ απ' τη ζωή σου κακομοίρη, μια ζωή στην άκρη της φωτογραφίας ήσουνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικό φόρουμ ή άλλο σάιτ, που έχει κατακλυστεί απο τρολς / trolls και ωσεκτουτού πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Η πχιότητα τείνει σταδιακά στο μηδέν και οι σοβαροί χρήστες εγκαταλείπουν το σάι όπως τα ποντίκια εγκαταλείπουν το πλοίο που είναι να βουλιάξει. Μόνο οι κατσαρίδες μένουνε γιατί έτσι κι αλλιώς αυτές είναι αθάνατες, επιζούν κι από πυρηνική έκρηξη, λέμε τώρα..

Τα τρολ που έχουν κατακλύσει το σάι μπορεί να αντιστοιχούν σε πολλά πρόσωπα, μπορεί όμως και να πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο που μπαίνει και τα κάνει πουτάνα με πολλαπλούς λογαριασμούς.

Συνήθως σε τέτοιες περιφτώσεις, η ηγετική ομάς του σάι, η κλίκα (χωρίς εισαγωγικά, ας μη φοβόμαστε τις λεξούλες, δεν δαγκώνουν) καταλαμβάνεται από αμηχανία, αλλά παρ' όλαφ τα (γεια σου ρε τζίζα) το παίζει κουλ και ψύχραιμη και δεν τρέχει κάστανο. Σου λέει περαστικοί είναι αυτοί οι καραγκιόζοι, εμείς όμως ήμασταν εδώ και θα είμαστε ες τον αιώνα των αιώνων αμήν. Η κλιξ αντιμετωπίζει τα τρολ με συγκατάβαση, σε στιλ «ναι-αγόρι-μου-ο-γιατρός-έχει-πει-να-σου-λέμε-πάντα-ναι», προσπαθώντας έτζι να κρύψει τα διαολόνευρά της που κάποιοι αναιδείς της χαλάν τη σούπα. Η κλιξ εθελοτυφλεί και στρουθοκαμηλίζει, διότι αιστάνεται το σάι σαν παιδί της κι ως γνωστόν η μαμούλα το παιδάκι της πάντα όμορφο κι αψεγάδιαστο το βλέπει, ακόμη και μόγγολο να είναι ή αυτιστικό ή άσχημο σαν να το 'χει χτυπήσει τρόλεϊ (πραγματικό, αυτό με τις κεραίες, γιου νόου). Η μαμούλα-κλιξ βαυκαλίζεται πως όλα τα προβλήματα θα λυθούν από μόνα τους, ως δια μαγείας κι όλα θα επανέλθουν σε μια ειρηνική και παραδείσια εποχή όπου θα ρέει μέλι και γάλα και τα αλληλοσπέκια και τα αλληλοευλογήματα γενιών μεταξύ των μελών της θα δίνουν και θα παίρνουν.

Αυτά. Εννοείται οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις είναι εντελώς μα εντελώς συμπτωματική. Όλα τα παραπάνω αποτελούν προϊόντα ισχυρής μεν, νοσηρής δε, μυθοπλαστικής φαντασίας του υποφαινόμενου.

Ασίστ: abas.

Άστα φίλος, γάμα τα, τρόλεϊ το κάνανε το αγαπημένο μας σάι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καπάτσος, ο καταφερτζής. Ο διαόλου κάλτσα. Ο σαρβάιβορ.

Και γενικότερα: ο μαγκιόρος, ο έμπειρος, ο καραμπουζουκλής.

Λέγεται για γυναίκες, αλλά και για άντρες. Και στις δύο περιπτώσεις έχει το γούστο του, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Όταν το πεις σε γυναίκα, αλλά είσαι λίγο φλωράκος ή φοβάσαι μην παρεξηγηθείς, μπορείς να προσθέσεις το εκτονωτικό με την καλή έννοια. Κάτι σαν το να βάζεις emoticon στον γραπτό ιντερνετικό λόγο. Το καλύτερο είναι βέβαια να τις παινεύεις πουτάνες σκέτο νέτο, χωρίς πισωγύρια και επιφυλάξεις. Όπως μου έλεγε και μια φίλη μου πορνίδιο 22 Μαΐων, «το πουτάνα είναι τίτλος τιμής σήμερα για μια γυναίκα»...

Κάποιος μπορεί να είναι πουτάνα γενικώς στη ζωή του, είτε να είναι πουτάνα σε κάποιον ειδικό τομέα.

Στη δεύτερη περίπτωση είναι συνώνυμο με το μανούλα.

- Ο Khan είναι μεγάλη πουτάνα στη φιλοσοφία.

Λόγω του καταρχήν υβριστικού περιεχομένου της, η λέξη διαθέτει ισχυρές, ισχυρότατες συνδηλώσεις (connotations, που αφορούν κατά τον Μπάμπη ιδίως το συγκινησιακό, βιωματικό επίπεδο). Ακούς λ.χ. να φωνάζουν κάποιον πουτάνα και αμέσως σου 'ρχεται κείνο το μπουρδελάκι στη Θήρας όπου είδες για πρώτη φορά στη ζωή σου πουτάνα live.

Eξ ου τώρα και οι εξίσου ισχυρές υποδηλώσεις της λέξης (implications): αυτό που λανθάνει στη σημασία της λέξης, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά υπονοείται.

Εν προκειμένω, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά εννοείται είναι πως ο άνθρωπας πουτάνα-έμπειρος δεν είναι αυτό που λέμε με το σταυρό στο χέρι. Δεν είναι αυτό που λέμε καλό παιδί. Συνήθως (όχι πάντα ωστόσο) είναι χωμένος σε βρομοδουλειές και η ικανότητά του έγκειται στο να επιβιώνει και να βγαίνει κερδισμένος ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, στα όρια μτξ του νόμιμου και του παράνομου.

  1. - Ο Μάκαρος είναι μέγιστη πουτάνα και εξίσου μέγιστη μορφή.

  2. - Θα πετάξω λίγο μπούτι λίγο βυζί έξω και να δεις για πότε θα σταματήσει ταξί να με πάρει. Είμαι μεγάλη πουτάνα εγώ, όχι που θα κάτσω να περιμένω...

  3. - Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο.

- Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο. (από Khan, 10/05/10)

βλ. και δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταπλήσσομαι / εκπλήσσομαι έντονα από κάτι που μόλις είδα ή άκουσα. Τόσο που μένω ακούνητος και άλαλος σαν πλαστική κούκλα βιτρίνας (ναι, αυτές με τα ωραία βυζιά και τη λεπτή μέση που όλοι κάποτε έχουμε κρυφοκοιτάξει και μετά αποστρέψαμε γοργά από ντροπή το βλέμμα). Η έκπληξη, εννοείται, μπορεί να είναι για καλό αλλά μπορεί να είναι και για κακό.

Τα συνώνυμα (λόγια και σλανγκικά) μπόλικα. Ορίστε μερικά με τη σειρά που μου 'ρχονται:

Το θυμήθηκα από ένα παλικάρι που το είπε στο LoveBites του Αντ1 (τίμιο ριάλιτι, και το ξανθό μωράκι αυτής της βδομάδας τα σπάει και τα ξανακολλάει).

Μόλις είδε το γκομενάκι ο φλώρος έμεινε κούκλα.

Μένω Κου Κλουξ Κλαν (από Vrastaman, 21/05/10)Οι ελαφρώς τουκανιστές μπορούν να προσέξουν πώς ο Παυλόπουλος έμεινε Προκόπης κατά την διάρκεια των μπουκετιδίων. (από Khan, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified