Η γκόμενα που έχει μακιγιαριστεί μέχρι αηδίας και κακόγουστα.

Αγοράζει τα βαφτικά με το κιλό και πάντα σε φτηνιάρικες μάρκες, γιατί ούτως ή άλλως δεν την πολυπαίρνει οικονομικά. Συνήθως πρόκειται για λαϊκιά, είδος που επιχωριάζει κυρίως στη Δυτική Όχθη (αλλά επ' ουδενί μόνο εκεί).

Η γυναίκα-μπογιατζής είναι, βεβαίως, ειδική στους σοβάδες και τα σοβατίσματα. Απλώνει με θρησκευτική ευλάβεια στη μάπα της τα επάλληλα στρώματα σοβά (με συγχωρείτε, make-up), ακριβώς όπως οι παλιοί ζωγράφοι νωπογραφιών (fresco). Ακριβώς όπως κι εκείνοι, προετοιμάζει καταρχήν την «βάση», πάνω στην οποία θα σκάσουν ακολούθως το δεύτερο και το τρίτο στρώμα σοβά (με συγχωρείτε, make up). Όταν ολοκληρωθεί το σοβάτισμα, σειρά έχει το καθαυτό μπογιάτισμα: κραγιόν (συνήθως κόκκινο μπουρδελέ), μάσκαρα, άι-λάινερ (γνωστός άγιος) κλπ.

Όπως όμως και με τους πιο πολλούς συναδέλφους της ελαιοχρωματιστές, η γυναίκα-μπογιατζής είναι σκιτζού. Αναπληρώνει τα κενά της προσωπικότητάς της θάβοντάς τα κάτω από τόνους μπογιάς. Πιστεύει ότι τα πάντα βρίσκονται στην ποσότητα. Δεν έχει ακούσει ποτέ το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και οπωσδήποτε δεν είναι οπαδός του γιαπωνέζικου μινιμαλισμού. Το αποτέλεσμα είναι τις περισσότερες φορές κωμικοτραγικό. Το πρόσωπό της μεταβάλλεται σε μια ασάλευτη κέρινη μάσκα, σε φάση που νομίζεις ότι το 'σκάσαν τα κέρινα ομοιώματα απ' το μουσείο της Μαντάμ Τισό και κόβουν βόλτες στους δρόμους σα τα ζόμπι.

Η γυναίκα-μπογιατζής έχει χτίσει τη φήμη της λιθαράκι-λιθαράκι, με πειθαρχία και σχολαστικότητα. Δεν κατέκτησε τον τίτλο της έτσι εύκολα, επειδή έτυχε να βγει δυο-τρεις φορές σα καρνάβαλος. Αντιθέτως, επιδεικνύει συνέχεια και συνέπεια, επιμονή και υπομονή. Ξυπνά στάνταρ απ' τα μαύρα χαράματα για να προλάβει να σενιαριστεί. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, σε οποιοδήποτε άκυρο μέρος κι αν πάει (γυμναστήριο, παραλία, περίπτερο για τσιγάρα), είναι πάντα μπογιατισμένη. Εννοείται πως κουβαλάει και μαζί της τα σύνεργα της δουλειάς μέσα σε κάτι τεράστιες τσάντες, διότι που και που «ένα φρεσκαρισματάκι το χρειάζεται».

Βέβαια, για να μη τα θέλουμε όλα δικά μας και για να είμαστε και λίγο δίκαιοι, καλό θα ήταν να παραδεχτούμε πως (στο πολύ καταβάθος) μας ψιλοαρέσουν γυναίκες-μπογιατζήδες και λοιπές λαϊκιές. Γουστάρουμε να τις κράζουμε αλλά μας τρώει κι ο κώλος μας. Στο φινάλε, γιατί ασχολούμαστε συνέχεια μαζί τους;

- Είδες με τι γκόμενα κυκλοφορεί ο φίλος σου ο μήτσος;
- Όχι ρε μαλάκα δεν είδα, καμιά καινούρια θα 'ναι.
- Γυναίκα-μπογιατζής σε λέω αγόρι μου, τίγκα στις πούδρες και τα κραγιόνια...
- Ε και πού 'ν' το περίεργο;
- Δε σε πιάνω, πάρε το μηδέν...
- Ο Μητσάκος τι δουλειά κάνει βρε...βλακόμετρο; Ελαιοχρωματιστής δεν είναι; Άμα δε ταιριάζανε δε θα συμπεθεριάζανε, τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμάξι χαμηλωμένο μέχρι αηδίας. Ανήκει σχεδόν πάντα σε κάγκουρα / κάβουρα. Διαθέτει κατά κανόνα πειραγμένο μοτέρ, εξάτμιση-μπουρί της σόμπας, φιμάτο τζάμι, αυτοκόλλητο με άλιεν ή αράχνη ή σκορπιό κ.ο.κ. Και μόνο του ωστόσο το χαμήλωμα αρκεί για να μεταβάλλει ένα τετράτροχο σε ερπετό και τον ιδιοκτήτη του σε κάβουρα.

Χαμηλωματάκι (έτσι το λένε τρυφερά οι κάγκουρες μτξ τους) γίνεται α) με κατάλληλη ρύθμιση των αναρτήσεων (ελληνικά: αμορτισέρ), β) με προσθήκη υπερμεγέθους πλαστικής ποδιάς περιμετρικά του αμαξίου, στο επίπεδο των τροχών, γ) και με τους δύο ανωτέρω τρόπους (συνηθέστερο).

Λέμε «ερπετό» γιατί, αν δεις το αμαξάκι να σκάει από μακριά, θα νομίσεις προς στιγμήν ότι δεν τσουλάει αλλά σέρνεται, ότι δεν έχει ρόδες κι έτς, αλλά είναι σαν τα Συγκρουόμενα στα Πάρκα της Σελήνης. Η ερπετοποίηση προσφέρει και καλά μεγαλύτερη σταθερότητα σε ψηλές ταχύτητες και κάνει το αμαξάκι να «μπαίνει» καλύτερα σε στροφές, πιο στριφτερό δλδ.

- Μία που το πήρες φίλε το punto και μία που το 'κανες ερπετό. Σσσωραίος τώρα, φτιάχτηκες κανονικά... Πάμε να το μοστράρουμε σε καμιά γκόμενα;
- Ποιος τις γαμάει ρε τις ψώλες; Εγώ ζω για τις διακοσάρες αγόρι μου...
- Αυτά είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (η περισσότερο γνωστή σημασία)
    Κόκες, πρέζες και σχετικά παράγωγα. Σε αντίθεση πάντα με το χασίς που είναι σε στερεή μορφή (πρεσαρισμένο / πατικωμένο / σοκολάτα) ή χόρτο.

  2. (η λιγότερο γνωστή σημασία)
    Μποντιμπιλντεράδικα συμπληρώματα διατροφής σε μορφή σκόνης, που διαλύονται σε νερό, γάλα ή χυμό. Οι πιο γνωστές σκόνες είναι οι περιβόητες πρωτεΐνες, που διακρίνονται βασικά σε «όγκου» (περιέχουν πολλούς υδατάνθρακες, τη λεγόμενη σαβούρα), «γράμμωσης» (οι λεγόμενες καθαρές), «ενδιάμεσες» (ή «ογκογράμμωσης», με λίγους υδατάνθρακες). Υπάρχουν κι άλλες σκόνες: κρεατίνες, γλουταμίνες και άλλες ειδικές «φόρμουλες», σχεδόν όλα με την κλασική κατάληξη -ίνη.

Οι σκόνες αυτές είναι κατά βάση ακίνδυνες, εκτός βέβαια κι αν κάποιος αρχίσει να καταπίνει καθημερινά υπερποσότητες, οπότε θα πάει μάλλον για μια ξεγυρισμένη πλύση στομάχου. Οι σκόνες, καθ' όλα νόμιμες και εγκεκριμένες από ΕΟΦ κι έτσι, προσφέρουν μεγάλα περιθώρια κέρδους στον έμπορα, σε αντίθεση με τα πολύ πιο αποτελεσματικά και πολύ πιο επικίνδυνα steroids. Αυτά τα παίρνει κανείς στην ξεφτίλα, π.χ. μια ενεσούλα τέστο θα σου κοστίσει το πολύ 2,5-3 ευρώ.

Καμιά φορά, σπάνια πλέον, παίζει να σου πασάρει κανείς και μουφάτζικες σκόνες, που αντί για πρωτεΐνη είναι τίγκα στη ζάχαρη (παρόμοιοι τρόποι νοθείας εφαρμόζονται ως γνωστόν και στις πρέζες / κόκες). Τότε λέμε ότι πιάστηκες μαλάκας, διότι σου πούλησαν αλεύρια.

  1. «Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί»

Στίχοι: Καββαδίας Νίκος
Μουσική: Μικρούτσικος Θάνος
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου 'λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου 'λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που 'χε πιει
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ' Άντεν μου 'λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ' τον πυρετό
πέρα στην ʼπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη

  1. - Τι έγινε μητσάκο, πώς πάμε; Πρηζόμαστε, πρηζόμαστε;
    - Το κατά δύναμιν φίλος... Τώρα μόλις πήγα και πήρα μια πρωτεΐνη, καινούρια μάρκα... Για να δούμε πως θα μας πάει...
    - Είσαι αδιόρθωτος αγόρι μου. Εφτακόσα ευρά παίρνεις όλα κι όλα, και πας και τ' ακουμπάς σε σκόνες και μαλακίες. Έτσι το μόνο που πρήζεται είναι η τσέπη του κωλοέμπορα, όχι εσύ...
    - Καλά, μην το λες, έχω δει διαφορά σε σχέση με πριν...
    - Τι διαφορά και αρχίδια με τη ρίγανη μου λες ρε μητσάκο... Αφού σου 'χω πει, δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο... Βάλε λίγο φαρμακάκι καημένε κι έχεις τουμπανιάσει πριν το πάρεις χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεραστίων διαστάσεων καυλόσπυρο, που έχει ξεπεράσει πλέον τα όρια του απλού καρούμπαλου και οδεύει ολαταχώς προς κάτι άλλο, πιο μεγάλο, πιο μεγάλο...

Το βυζί αυτό όμως, δεν ορίζεται μόνον ποσοτικά (δλδ εκ του μεγέθους του) αλλά και ποιοτικά/μορφολογικά: φανταστείτε καταρχήν ένα τεράστιο κόκκινο καυλόσπυρο, που έχει μαζέψει μπόλικο πύον στο κέντρο του, μια θαυμάσια και συμμετρική κιτρινωπή κηλίδα. Στην κορυφή τώρα αυτής της πυώδους κηλίδας, στέκεται περήφανο ένα μικρό κακκαδάκι, η αποξηραμένη «μυτούλα» του καυλόσπυρου.

Οι ομοιότητες με το κανονικό βυζί βγάζουν μάτι: το κακκάδι/μυτούλα είναι η ρώγα, η πυώδης κηλίδα είναι η φωτεινή άλως γύρω απ' τη ρώγα, και ασφαλώς το κύριο σώμα του καυλόσπυρου αντιστοιχεί στο καθαυτό κρεμαστάρι. Δε θέλετε να επεκταθώ τώρα στο τι ακριβώς θα γίνει αν ζουπήξεις το πυώδες καυλόσπυρο και γεμίσει ο κόσμος γάλατα...

- Μαλάκα τι κέρατο είν' αυτό που πέταξες πάλι στο κούτελο; Σα ρινόκερος έχεις γίνει...
- Ναι ρε φίλε, πίκρα, ακυκλοφόρητος έγινα.. Πάντως έχω βελτιωθεί κάπως με τις αλοιφές, παλιά ήμουν τελείως τσιμπούκι.
- Θυμάμαι κάτι βυζιά που έβγαζες, σωστές τορπίλες. Τα 'σπαγες και σοβάτιζες τοίχο. Άνετα.

Και μετά από αυτό το παρόν λήμμα εξαφανίζεται ως δια μαγείας, για να μην το ξαναδώ ποτέ. (από Galadriel, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους πάσης φύσεως υποχθόνιους, η Δίωξη Ναρκωτικών (για τους φίλους, απλά «δίωξη»). Διδάκτορες της ρουφιανιάς, οι ναρκόμπατσοι δεν είναι και τίποτα τζιμάνια (όπως άλλωστε και τα περισσότερα στρουμφάκια). Αν ξαφνικά ανοίξει ο ουρανός και χιονίσει ναρκόμπατσους, το ψάρωμα αντενδείκνυται. Όλο και κάποιος τρόπος θα βρεθεί να τη σκαπουλάρεις, αν βέβαια δεν κοιμάσαι όρθιος. Φουντάρισμα και ξεφόρτωμα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση μπαστ...

Η νάρκα ποντάρει κυρίως στην τσαπατσουλιά και την αποθράσυνση των νταραβεριτζήδων. Η νάρκα φυσικά κυνηγά τους φτωχομπινέδες, όχι τα μεγάλα κεφάλια. Η νάρκα είναι οργανικό μέρος του συστήματος εξουσίας που συντηρεί την απαγόρευση των ναρκωτικών. Απ' την κάθε σύλληψη όλοι κονομάνε: μπάτσοι, δικηγόροι, δικαστέοι, φυλακές, δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες και πάει λέγοντας...

- Τι έγινε με το θεματάκι που λέγαμε; Θα βρούμε καμιά άκρη να την κάνουμε λαχείο;
- Φιλαράκι, τι να σου πω, ο δικός μου έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης τελευταία.
- Κατάλαβα, θα έσπρωξε τίποτα πακέτα και κρύβεται μην αρπάξει καμιά ξώφαλτση... Θα πάρω το Μπάμπη τον κατσαρίδα να δω αν μου 'χει κάτι.
- Ρε συ, δεν ξέρω... Πρόσεχέ τον αυτόν. Έχει βγει βρώμα ότι είναι ρουφιάνος της νάρκας.
- Όχι ρε, καθαρός είναι, τον ξέρω απ' το σχολείο...
- Εγώ μαλάκα μια φορά στο είπα.

Γαμώ το σπίτι σας γαμώ! (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο τίγκα στα καυλόσπυρα. Ο φέρων τα καυλόσπυρα είναι ο «πίτσας».

Πίτσα, διότι η μάπα του σπυριάρη σχηματίζει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό όπου κυριαρχούν οι ρόδινες, υπόλευκες και υποκίτρινες αποχρώσεις (μαζί με ορισμένες πινελιές μαύρου, αν ο τύπος είναι αξύριστος ή η τύπισσα είναι γάτα μουστακάτη).

Πίτσα, διότι το εν λόγω ψηφιδωτό φέρει επιπλέον, πολλαπλά ανάγλυφα κοσμήματα: καντήλες, βυζιά, καρούμπαλα, κέρατα και λοιπά διακοσμητικά μοτίβα.

Πίτσα, διότι το εν λόγω γεωλογικό ανάγλυφο περιλαμβάνει και ενεργά ηφαίστεια, που ξερνούν κάθε τόσο απολαυστικά λιπαρά ζουμιά.

Εδώ στο Ελλάντα πρέπει να το ξεσηκώσαμε από τα αμερικλάνικα, και πιο συγκεκριμένα απο τις θρυλικές και καλτιάρικες πλέον «νεανικές/κολεγιακές» ταινίες της δεκαετίας του '80 (Εκδίκηση των Νερντς κλπ), όπου έπαιζαν πολύ προσφωνήσεις-καζούρες του τύπου: «who's talking to you, pizza face;»

Κατά διαβολικό τρόπο, ο πίτσας συμβαίνει συχνά να είναι και γυαλαμπούκας, να φοράει ατσάλι στα δόντια και να είναι και παραγωγός χλωροφύλλης (δλδ φυτούκλα). Οι ωραίοι και γαμιστεροί και μαγκιόροι του σχολείου τον κάνουν τσιμπούκι, έτσι για να γουσταρίζουν and life goes on..

- Φίλε σκέφτομαι στο σχόλασμα να πω στη Μαρία να γυρίσουμε μαζί.. Μ' αρέσει και νομίζω πως έχω ελπίδα να κάνω κάτι..
- Τι ελπίδες βρε όρνιο μου λες; Έχεις κοιταχτεί ποτέ στον καθρέφτη να δεις τη μάπα σου που είναι σαν πίτσα πεπερόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επεξηγώ μετά λεπτομερειών προηγούμενη φράση μου. Συναφείς εκφράσεις: κάνω νιανιά, δίνω μασημένη τροφή, το καταλάβατε ή να κάνω και κακά;

Αναγκαζόμαστε να κάνουμε φραγκοδίφραγκο κάτι που είπαμε, συνήθως όταν ο συνομιλητής μας είναι κάπως αργόστροφος, γκαφάλι, δεν τα πιάνει με τη μία, λειτουργεί με χρονοκαθυστέρηση, το μυαλό του δουλεύει με μανιβέλα, του λείπουν καναδυό βίδες, έχει κάψει (κάποια) εγκεφαλικά κύτταρα, η σκούφια του κρατάει από Μογγολία μεριά, πήγαινε στο ΠΙΚΠΑ με το γνωστό πουλμανάκι κλπ κλπ.

Γενικώς δεν είναι και η καλύτερη φάση να αναγκάζεσαι να κάνεις φραγκοδίφραγκο. Τη στιγμή που προσπαθείς να εξηγήσεις τα αυτονόητα, αισθάνεσαι τη νοημοσύνη σου να συρρικνώνεται καθώς προσπαθείς να κατέβεις στο επίπεδο του βλακέντιου συνομιλητή σου.

  1. Όταν όμως κάποιος σου πετάξει τη φράση «δε σε πιάνω, για κάντο φραγκοδίφραγκο αυτό που είπες», δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: α) όντως δεν κατάλαβε διότι καίει κάρβουνο (οπότε ισχύουν όσα είπαμε πιο πάνω)
    β) έχει καταλάβει πολύ καλά τι του είπες, δεν του πολυάρεσε, και σε αναγκάζει να το επαναλάβεις πιο ξεκάθαρα για να σε φέρει σε δύσκολη θέση και να οργανώσει στο μεταξύ την αντεπίθεσή του. Συναφής έκφραση, το κλασικό «δεν κατάλαβα, τι είπες;», που λέγεται σε άκρως μαγκιόρικο στυλ, με απειλητική διάθεση και με το απαραίτητο στραβοστόμιασμα.
  1. - Τι λέει ρε Τζορτζ, καιρό είχα να σε δω... Με τη σχολή πώς τα πας, τελειώνεις;
    - Το πολεμάω ρε φίλε... Κάνω και κάτι μαθήματα σε παιδάκια τώρα και δε μου μένει πολύς χρόνος.
    - Καλή φάση, έχει λεφτά αυτή η φάμπρικα με τα ιδιαίτερα.
    - Τι καλή φάση ρε μαλάκα, που είναι όλα τους μόγγολα κι αναγκάζομαι να τους κάνω τα πάντα φραγκοδίφραγκο... Εδώ χτες ένας δεν ήξερε τι πάει να πει η λέξη «αποδιάρθρωση» και βρέθηκα να εξηγώ από καταβολής κόσμου..
    - Παράδειγμα που βρήκες κι εσύ ρε πούστη μου.

  2. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Δεν πάει. Οσονούπω την κάνιγγος. Είπα προχτές στο μαλάκα το αφεντικό ότι δε γίνεται να συνεχίσω να δουλεύω 9 και 10 ώρες για 30 γαμοευρώ, και ξέρεις τι μου είπε;
    - Όχι δεν ξέρω.
    - «Δεν κατάλαβα κωστάκη, για κάντο μου φραγκοδίφραγκο αυτό αν έχεις την καλοσύνη» και κάτι τέτοια κουτσαβάκικα...

(από johnblack, 25/05/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οσονούπω θα τα τινάξει, που έχει κλείσει ραντεβουδάκι με το Χάρο, που έχει μπει σε λίστα αναμονής για τον αγύριστο, που του σώθηκε το λάδι στο καντηλάκι του, που τα ψωμιά του είναι μετρημένα, που είναι με το ένα πόδι στον τάφο, που θα πάει διακοπές στα εξωτικά Θυμαράκια, που θα βλέπει τα ραδίκια να φυτρώνουν ανάποδα, που θα παίζει τάβλι με τον άγιο Πέτρο (στην καλύτερη περίπτωση) κλπ κλπ.

Ανακεφαλαιώνοντας: το λέμε για κάποιον που πρόκειται να πεθάνει λίαν συντόμως, έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος αυτού. Μη σου πω ότι ξέρει και τη μέρα στο περίπου. Συνήθως οι γιατροί του έχουν πει π.χ. ότι του μένουν 3 μήνες, 6 μήνες ή ένας μήνας. Ο μελλοθάνατος έχει λοιπόν την άνεση, στο διάστημα που του απομένει, να κάνει τα κουμάντα του, κυρίως να τακτοποιήσει διάφορα θέματα κληρονομικά και διαδοχής.

Η έκφραση έπαιξε πολύ τον καιρό που ήταν για να μας αδειάζει τη γωνιά ο Αρχιεπίσκοπας Χριστόδουλας (sic). O Aρχιεπίσκατος (έτσι τον έλεγε τρυφερά ο Ζακύνθου) εκτός απ' το να μοιράζει χρυσά μανικετόκουμπα και άλλα εκκλησιαστικά μπιχλιμπίδια σε φίλους και συγγενείς, μεθόδευσε προσεκτικά και τη διαδοχή του, αλλά τελικά δεν του έκατσε.

(διάλογος θεούσας μαμάς - αντίχριστου γιου)

- Τα έμαθες παιδάκι μου για τον Αρχιεπίσκοπο;
- Ναι, ο τύπος ετοιμάζει βαλίτσες για πάνω, so what;
- Πως μιλάς έτσι παιδάκι μου, θα μας κάψει ο Θεός...
- Προς το παρόν αυτός που θα καεί στην κόλαση είναι ο αγαπημένος σου τραγόπαπας.

Δες και του πήραν τις πινακίδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος περίτεχνης κόμμωσης που προτιμούν οι κάγκουρες. Είναι παραλλαγή του λουκ «καρφάκια», μόνο που στον φράχτη σχηματίζεται ένα είδος στέμματος από υπερυψωμένα καρφιά, περιμετρικά του τριχωτού της κεφαλής, τη στιγμή που, στο κέντρο, τα μαλλιά παραμένουν φλατ. Για να πετύχει ο φράχτης, εκτός από τις υπερποσότητες τζελ που πρέπει να ξοδέψεις για να τον στήσεις, πρέπει τα σχετικά τουφάκια του να έχουν μάκρος κανά τεσσάρι πόντους τουλάστιχον, ενώ στο κεντρικό τμήμα πρέπει να έχει πέσει ξούρα ή έστω τα μαλλιά να είναι αρκετά κοντά.

Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές του μαλλιού-φράχτη, αρκεί να 'χεις όρεξη να ασχολείσαι με τρίχες και λεφτά για ν' αγοράζεις τζελ / κεριά / σπρέι κλπ. Πουχού, ο φράχτης μπορεί να σχηματίζει Π, δλδ να υψούται μόνο στη μπροστινή και τις δύο πλάγιες όψεις (και όχι πίσω).

Ο φράχτης είναι σήμα κατατεθέν του πιτσιρικά κάγκουρα, ηλικίας το πολύ μέχρι 22-23. Αρχετυπική περίπτωση κάγκουρα, οι πιτσιρικάδες αυτοί καβαλάνε συνήθως κωλοφτιαγμένα παπιά με αυτοκόλλητα, εξατμίσεις sebring, επιθέματα νίκελ, χρωματιστά αντίβαρα τιμονιού, υπερμεγέθη after market φίλτρα αέρα κλπ. Ενίοτε θα τους δεις να καβαλάνε, εκτός από πάπιες, τίποτα παλιές διχρονίλες του στυλ Honda CRM (οι πιο φτωχομπινέδες) ή χωμάτινα καθαρόαιμα, όπως η σειρά YZ της Yamaha (οι πιο γκαφράδες).

Όπως και η all time classic μοϊκάνα, ο φράχτης πάει πακέτο με μέταλλο (σκουλαρίκια σε αυτιά, μύτες, φρύδια) και tattoo (τραϊμπαλάκια συνήθως, λιγότερο κινέζικα που τα προτιμούν πιο μεγάλες ηλικίες ως πιο σοφιστικέιτεντ [κι ετς]).

Η αλήθεια είναι πως ο φράχτης, ενώ έκανε θραύση πριν καμιά πενταετία περίπου, περνά σήμερα μια φάση σχετικής κάμψης στις προτιμήσεις των καγκουροειδών. Γενικά η σημερινή εποχή ρέπει περισσότερο προς την ποικιλομορφία και την διαφοροποίηση (ως προς τα κουρέματα / χτενίσματα τουλάχιστον), ενώ όσο προχωράμε προς τα πίσω παρατηρούμε όλο και μεγαλύτερη ομοιομορφία στο νεανικό λουκ (π.χ. πριν καμιά δεκαπενταετία φόραγαν όλοι φλάι μπουφάν και doc martens).

Kαι κάτι τελευταίο. Από είδος κόμμωσης, ο φράχτης κατέληξε να σημαίνει εξίσου τον ίδιο τον φέροντα την κόμμωση. Το φαινόμενο αυτό (το μέρος να χαρακτηρίζει το όλο) ονομάζεται συνεκδοχή. Τυπικό παράδειγμα συνεκδοχής είναι το παμπάλαιο «αγόρασα μια ρόδα» = «αγόρασα αμάξι / μηχανή».

  1. - Άντε ρε καραγκιόζη, έχουμε αργήσει, τελείωνε με τον καθρέφτη καμιά φορά... Είπαμε να σενιαριστείς, αλλά εσύ το γάμησες. - Άμα δε στρώσει ο φράχτης δεν πάω πουθενά.
    - Εγώ μια φορά στο είπα. Όταν θα σκάσουμε στο ραντεβού κι οι γκόμενες θα 'χουν γίνει μπουχός, μη μου αρχίσεις την κλάψα...

  2. - Έμαθες που η γιώτα τραβιέται μ' έναν περιστεριώτη;
    - Ναι, μου τον έχει μοστράρει κιόλας.
    - Τι μέρος του λόγου είναι;
    - Ένα μόμολο είναι, κλασικός φράχτης, με τη μαγκιά να του τρέχει απ' τα μπατζάκια...
    - Αυτό το κορίτσι μια ζωή με μαλάκες και αποτυχημένους έμπλεκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά γραμμωμένος, ο κομμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας, ο γράμματας. Το υποδόριο λίπος του έχει περιοριστεί τόσο, σε φάση που το δέρμα του φαίνεται διάφανο, σαν τσιγαρόχαρτο rizzla (το γαλάζιο πακετάκι). Τόσο λεπτό και διάφανο, όπως το κουστουμάκι που αλλάζουν τα φίδια κάθε χρόνο.

Το ερπετό σηματοδοτεί τον ανώτατο βαθμό γράμμωσης. Είναι η γράμμωση που καταντάει αηδία. Ως χαρακτηρισμός, δεν έχει απόλυτα θετική χροιά, σε αντίθεση π.χ. με το «φέτας». Δύσκολα θα δεις επιτυχημένους σφίχτες να αλληλοθαυμάζονται σε στιλ «πω ρε φίλε, ερπετό έγινες». Θα το πει μάλλον κάποιος που ασχολείται μεν με τη γυμναστική, αλλά χωρίς να έχει δει ιδιαίτερα αποτελέσματα, σε κάποιον γραμμωμένο που κρυφοζηλεύει. Ο τόνος είναι συγκαλυμμένα συγκαταβατικός. Δεν είναι δλδ ένας ευθέως ειρωνικός και μειωτικός χαρακτηρισμός (όπως π.χ. το «πρησμένος»), αλλά ακόμη κι έτσι προδίδει τον ανομολόγητο φθόνο του wannabe κομμάτια, προς το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του.

Ερπετά γίνονται οι μπίλντερς σε περίοδο αγώνων, όταν πλακώνονται στη δίαιτα, τρυπιούνται με στεροειδή που δεν κατακρατούν υγρά (π.χ. winstrol) και στην ούγια χτυπάνε και διουρητικά, π.χ. lasix (τα οποία είναι και τα πλέον επικίνδυνα, οι πιο πολλοί musclemen απ' αυτά έχουν πάει). Μερικοί δεν κάνουν ούτε μπάνιο τις τελευταίες μέρες, για να φρακάρουν οι πόροι και να μη μπαίνει υγρασία στο δέρμα. Έτσι, όταν ανέβουν στη σκηνή για να ποζάρουν, είναι εντελώς αφυδατωμένοι, τεζαριστοί, μόνο μύες και κόκαλα, με το ασπράδι των ματιών να κοντεύει να πεταχτεί έξω απ' τις κόγχες.

(διάλογος ζευγαριού στην παραλία)

- Τι κοιτάς ρε φροσάκι τόση ώρα και σου 'χουν βγει τα μάτια;
- Τίποτα μωρό μου, απλά χαζεύω...
- Μη μου πεις πως κοιτάς τον σφίχτη το ναυαγοσώστη... Αυτός ρε μωράκι μου το 'χει παραχέσει με τη γράμμωση. Δεν τον λες άνθρωπο πια, ερπετό τον λες. Φαντάζομαι τι φάρμακα θα 'χε πάρει για να γίνει έτσι. Θα σου πω όμως εγώ σε λίγα χρονάκια, που θα τον κλαίει η μάνα του...
- Ναι μωράκι μου αλλά οι κοιλιακοί του είναι σκέτη αμαρτία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified