Πανάσχημος σε βαθμό παραμόρφωσης.

ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ: μογγολάκια, αυτιστικά παιδιά, σακάτηδες παντός είδους, σπαστικά, παραπλήγες, μουγγοκωφάλαλοι που επικοινωνούν με γρυλίσματα, όσοι τραβιούνται με δερματικά (ψωρίαση, λεύκη κλπ), όσοι κυκλοφορούν με κατεβασμένη μάπα (από μαχαίρι, οξύ, ζέον ύδωρ κλπ), ακόμη κι όσοι έχουν παραμορφωθεί από αλλεπάλληλες πλαστικές επεμβάσεις, βλ. π.χ. Μίκυ Ρουρκ ή Γιάννης Φλωρινιώτης.

Όλοι οι παραπάνω ανήκουν φυσικά και στην κατηγορία φρικιά (περίπτωση 2 του ορισμού).

ΑΛΛΑ ΣΥΝΩΝΥΜΑ:
έχει τρακάρει με νταλίκα έχει τρακάρει με τρόλεϊ
έχει τρακάρει με περίπτερο

Επίκαιρο λόγω Ιαπωνίας. Λεγόταν και στα 80'ς λόγω Τσέρνομπιλ. Είναι γνωστό οτι η έκθεση της μητέρας σε ραδιενέργεια έχει επιπτώσεις στο έμβρυο, το οποίο μπορεί να βγει τερατάκι τσέπης (όχι πόκεμον). Για τερατογενέσεις ευθύνονται και ορισμένα φάρμακα, βλ. π.χ. θαλιδομίδη και τα διάσημα «παιδιά της θαλιδομίδης» τα οποία γνωρίσαμε και αγαπήσαμε μέσα απ' τα βιβλία ψυχολογίας του λυκείου.

  1. - Έχω προσέξει οτι η Ελένη τελευταία με κοιτάει κάπως. Λες να ψήνεται;
    - Μαλάκα πάλεψέ την, η γυναίκα δε βλέπεται, είναι πυρηνικό ατύχημα, έχεις δει τη μύτη της;

  2. (εκφοβισμός σχολικού νταή προς φλωράντζα)
    - Μη μιλάς ρε πυρηνικό ατύχημα, θα σου βάλω τα γυαλιά στον κώλο να κλάνεις μυωπία.

  3. - Θα πλήρωνα 100 ευρώ για να μη βλέπω μπροστά μου αυτό το πυρηνικό ατύχημα, μου χαλάει την αισθητική.

- Τι νά \'χουν γίνει κάτι κορίτσα π\'αγαπήσαμε... (από Khan, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά παλιά έκφραση με χαρακτήρα απόφανσης / συμπεράσματος.

Σε πρώτο επίπεδο αναφέρεται στη δύσκολη ζωή που διάγουν όσοι εγκατέλειψαν τα εγκόσμια αποφασίζοντας να μονάσουν. Παλιότερα, αλλά και σήμερα ακόμη, ο μοναχικός βίος προκαλούσε - δια ευνόητους λόγους - τόσο τον σεβασμό όσο και την απέχθεια. Το να παρατήσει ένας νέος / νέα την οικογένειά του και να πάει σε μοναστήρι εθεωρείτο μεγάλη συμφορά. Στο Βυζάντιο, το μοναχικό σχήμα επιβαλλόταν ως τιμωρία και η περιβόητη «κουρά» ισοδυναμούσε με ένα είδος θανάτου. Η ζωή του μοναχού είναι δύσκολη, κυρίως διότι δεν γαμεί. Αποστολή του - υποτίθεται - είναι η διακονία του Θεού και όχι οι επίγειες σαρκικές απολαύσεις. Γι' αυτό και πολλοί καλόγεροι κατά καιρούς δε την πάλεψαν και τα βροντήξαν.

Σε δεύτερο επίπεδο, το βαριά η καλογερική επεκτείνεται σε όσους - λιγότερο ή περισσότερο ενσυνείδητα - έχουν επιλέξει έναν μονήρη και αντικοινωνικό τρόπο ζωής, που αποκλείει τον έρωτα. Σ' αυτούς προσήκει η ταμπέλα «κοσμοκαλόγερος» (που λέγεται συνήθως για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη). Ορισμένοι κήνσορες της εποχής μας επιφυλάσσουν τον χαρακτηρισμό αυτό στο πολυάριθμο εκείνο τμήμα της νεολαίας που - όπως αυτοί θέλουν πιστεύουν - έχει κλειστεί σπίτι του και χαραμίζει τα νιάτα του, μονάζοντας στο Μοναστήρι του Ίντερνετ...

Βαθμιαία η έκφραση απέκτησε έναν ακόμη γενικότερο χαρακτήρα. Παραπέμπει σε οποιοδήποτε δύσκολο εγχείρημα έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας κανείς. Ένας αγώνας με κατά τεκμήριο ισχυρότερη ομάδα, μια απαιτητική power point παρουσίαση στο γραφείο για τη Δευτέρα που μας έρχεται κ.ο.κ.

  1. - Πώς νιώθεις πασά μου τώρα που την ξεφόρτωσες τη γυναίκα σου και δεν έχεις κάποιον να σου πρήζει τ' αρχίδια κάθε πρωί;
    - Τι να σου πω ρε φίλε... Βαριά η καλογερική... όπως τα λες είναι, αλλά απ' την άλλη έχω να γαμήσω τρεις μήνες. Όλο στο χειρωνακτικό τη βγάζω..

  2. - Φίλε τα 'μαθες τα ωραία; Η εταιρεία πάει κατά διαόλου λένε... Θα γίνουν απολύσεις, αλλάζει κι η διεύθυνση...
    - Βαριά η καλογερική για όποιον αναλάβει. Θα τρέχει και δε θα προλαβαίνει.

(από johnblack, 21/05/09)(από johnblack, 21/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε τα ντόρτια (τεσσάρες) στο τάβλι, οι παλιοί Κυπραίοι μάστορες του αρχαιότερου ίσως παιχνιδιού στον κόσμο.

Ούτως ή άλλως τα ντόρτια είναι τούρκικη λέξη, από το dört (= τέσσερα). Ντόρτια και τούρκοι ομοιάζουν ωστόσο και ηχητικά, ιδίως στην κυπριακή διάλεκτο με το βαρύ αξάν, όπου το τούρκοι προφέρεται τούρchοι.

Τέλος, με την προσωποποίηση της ζαριάς στον μεγαλύτερο μπαμπούλα του κυπριακού ελληνισμού, υποδηλώνεται η αξία της και ο καθοριστικός της ρόλος στη μετέπειτα εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο φέρων τούρκους -όπως ο φέρων οιαδήποτε «μεγάλη» διπλή (πεντάρες, εξάρες)- απολαμβάνει την κωλοφαρδία του, προτιθέμενος να γαμήσει μανούλες και να στείλει τον αντίπαλο ταβλαδόρο για τσαγάκι. Ένα ευφυέστατο λογοπαίγνιο από ανθρώπες που έμαθαν χρόνια να ζουν με ένα τεράστιο οθωμανικό κωλοδάχτυλο απέναντί τους, έχοντας εν πολλοίς αναπτύξει μια θυμοσοφική και αυτοσαρκαστική στάση. Και στην Ελλάδα βέβαια οι σλανγκικές χρήσεις του Τούρκου κάνουν θραύση, βοηθούμενες και από την απόσταση ασφαλείας, που μας κάνει εν πολλοίς να ταυτίζουμε τους γείτονες μονάχα με κάποιες παραβιάσεις εναερίου χώρου στα δελτία των οχτώμιση... Εκεί κάτω όμως, στην Πράσινη Γραμμή, ο τούρκος είναι μια καθημερινή αμείλικτη πραγματικότητα. Ο αντίπαλος πρέπει να γελοιοποιηθεί και να αντιμετωπιστεί πρωτίστως στον τομέα της ψυχολογίας. Κάποιοι αυτό το λένε ρατσισμό, άλλοι το λένε ένστικτο επιβίωσης.

Και επί τη ευκαιρία να προσθέσουμε πως οι επιδόσεις στο τάβλι αποτελούν πηγή υπερηφάνειας και ανάτασης, όχι μόνο για μεμονωμένα άτομα (μάστορες), αλλά και για ολόκληρες περιοχές, οι οποίες διεκδικούν για λογαριασμό τους τον τίτλο της ταβλομητέρας, που βγάζει τους καλύτερους ταβλαδόρους. Αγαπημένος ελληνικός τοπικισμός. Προσωπικά έχω ακούσει από Έλληνες της Αιγύπτου (αιγυπτιώτες) να παινεύονται πως είναι οι καλύτεροι, όντας προφάνουσλυ εγγύτεροι εις την εξ ανατολών αρχαία ταβλική παράδοση. Για την ταβλοσύνη τους κομπάζουν επίσης συχνά οι διάφοροι πρίγκιπες της Δυτικής Όχθης (δυτικά προάστια της Αθήνας), που είναι μόρτες και λαϊκά και ντόμπρα και ξηγημένα παλικάρια κι αδικημένα απ' την πουτάνα την κενωνία. Εδώ κάπου το κόβουμε, μιας και υπεισέρχονται ευρύτερα ταξικά-κοινωνικά θέματα που δεν είναι της παρούσης.

- Τούρchοι!
- Μα πάλε;! Εν η τρίτη διπλή πω ην ώραν που αρκέψαμε! Ή περιπαίζεις μας ή εchοιμούσουν με τον Αράπη ψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δέρνει. Κι όχι απλά δέρνει, αλλά δέρνει άσχημα. Να το πούμε αλλιώς, έχει κάνει το ξυλίκι επάγγελμα ένα πράμα. Βιρτουόζος της μπούφλας. Μερακλής στο κοπάνημα. Οπωσδήποτε δεν σηκώνει πολλά αστεία, και καλά θα κάνεις να μετράς τις κουβέντες σου όταν του απευθύνεσαι. Συνήθως έχει προϊστορία σε κάποιο από τα λεγόμενα «δυναμικά» αθλήματα (πυγμαχία, κικ μποξ, πάλη κλπ). Δεν είναι δλδ κανάς τυχαίος που την έχει δει γαμίκουλας κι έτς. Στη συντριπτική των περιπτώσεων πλειοψηφία ΕΙΝΑΙ γαμίκουλας. Αν τον τσαντίσεις, θα 'σαι κωλόφαρδος αν τη γλιτώσεις με κλασικό ελληνικό βρωμόξυλο. Ως προφέσιοναλ, δεν θα περιοριστεί σ' αυτό, αλλά θα σου σπάσει και κανά χεράκι, έτσι για να σου μείνει αξέχαστο αυτό το καλοκαίρι.

(στο γυμναστήριο)

- Ρε φίλε, εκείνο το μαύρο το κολάν το στιβικό που φόραγες τι έγινε, γιατί δεν το ξανάβαλες;
- Ε δεν το ξανάβαλα, τι να κάνουμε τώρα;
- Ωχ κατάλαβα, κάποιος σ' έκραξε... Και γιατί δεν του γάμησες τη μάνα;
- Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος αυτό θα 'κανα. Όχι όμως με το συγκεκριμένο άτομο..
- Σιγά ρε φίλε, αφού εσένα κανείς δε σου κουνιέται... Τους περισσότερους τους έχεις για την πλάκα σου.
- Το ξέρω. Όχι όμως το Μάκη, που μ' έχει αυτός για την πλάκα του.
- Τα παραλές ρε θηρίο, τόσο δείρτης ο χοντρός; Ο τύπος είναι σα σκασμένο λάστιχο..
- Εγώ μια φορά στα είπα, κοίτα τώρα να κάνεις καμιά μαλακία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified