Ψευδογαλλιστί, τον πούλο. Ακούγεται όπως το le poulet, που σημαίνει κοτόπουλο.

Ερευνάται η ετυμολογική σχέση μεταξύ κοτόπουλου και πούλου...

  1. Ο Τζόρτζεβιτς τα έχει φτύσει και θα πρέπει να ξεκουράζεται, αλλιώς θα κλατάρει σύντομα. Και χωρίς αυτόν λε πουλέ. (παράδειγμα από ποστ γαύρου στο νετ)

  2. Αν έχεις κανένα στοιχείο, πέτα το μπροστά μου, αλλιώς λε πουλέ και βούλο. (παράδειγμα από ποστ θυμωμένου στο νετ)

  3. Ρε βλακάκο βάζελε, πήγαινε φάε το καρότο σου κι άσε μας στην ησυχία μας! Άντε, ήρθατε να κάνετε την κωλοπροπαγάνδα σας ακόμη και στα φόρουμ μας! Λε πουλέ!!! (παράδειγμα από ποστ θυμωμένου γαύρου στο νετ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαρσόνι που σε γκαστρώνει μέχρι να σου φέρει την παραγγελία σου.

Ειδικεύεται στο να σε αγνοεί επιδεικτικά, διαθέτει υφάκι ξινίλας και δεν παραλείπει να σου θυμίζει με το βλέμμα ότι σου κάνει ΠΟΛΥ μεγάλη χάρη που σε σερβίρει (όταν και αν σε σερβίρει).

-Πάμε να φάμε στο Cuisine Paparisienne;
-Με τίποτα, έχει κάτι γκαστρόνια εκεί, ούτε αύριο δεν θα φάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ικανοποιώ την επιθυμία μου για τσιγάρο (ή και άλλες ουσίες), μετά από στέρηση. Από την τούρκικη λέξη χαρμάνι (harman), που σημαίνει «μίγμα από διάφορες ποικιλίες καπνού».

Η αίσθηση ικανοποίησης και χαλάρωσης του στερημένου χαρμανιασμένου έπειτα από ένα τσιγάρο οδήγησε στη μεταφορική χρήση του ρήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ξέσπασμα και την ανακούφιση κάποιου έπειτα από μακροχρόνια στέρηση ενός οποιουδήποτε πράγματος.

Μεταφορικά, είναι συνώνυμο των: έρχομαι στα ίσα μου, ξεθυμαίνω, ηρεμώ, ξεσπάω.

  1. Είχα την ανάγκη να ξεχαρμανιάζω και να γράφω την αποψή μου, μιας και κανείς εκδότης-καναλάρχης-νταβατζής των ΜΜΕ, δεν μπορεί ν' αντέξει την ελευθερία της άποψης. (από νετ)

  2. Άσε, είχα τρεις μήνες να πηδήξω. Ευτυχώς που ήρθε το Μαράκι και ξεχαρμάνιασα λιγάκι.

  3. Τρελό πήξιμο στη δουλειά. Ευτυχώς που θα φύγω ένα τριήμερο να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.

Αντώνυμο: Τώρα κλαίνε όλα τα αλάνια, που θα μείνουνε χαρμάνια! (από Hank, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται για να δηλώσει ότι ο εγκέφαλος έχει κουραστεί, χάνει λάδια, έχει κάψει φλάντζες (οι λόγοι πολλοί: άνοια, γηρατειά, καμένα / τσιγαρισμένα εγκεφαλικά κύτταρα, κλπ.).

Η έκφραση χρησιμοποιείται από τον «πάσχοντα» όταν δεν θυμάται κάτι ή/και όταν απαντήσει λανθασμένα σε ερώτηση, δηλώνοντας ότι μ' ένα μυαλό πορεύεται μια ζωή και άρα είναι λογικό να χάνει από κάπου το όργανο.

  1. «Ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι και αυτό όχι πρώτης ποιότητας», λέει η μαμά μου!
    (εμπνευσμένο, από νετ)

  2. Άψογος, νέε μου. Το έχω χρησιμοποιήσει σε 5 παραδείγματα και δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν υπήρχε μέχρι τώρα ως λήμμα. Ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι...
    (από σχόλιο του χρήστη acg στο slang.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μνημειώδης προεκλογική προτροπή του Γιωργάκη, σε ανεπαναληπτίκ σαρδάμ, που τείνει από τώρα να γίνει κλάσικ.

Φημολογείται ότι, λόγω της απήχησης της συγκεκριμένης φράσης, ενδέχεται στις επόμενες εκλογές να μετονομαστούν οι κάλπες σε κάλτσες.

Την Κυριακή, ούτε μία ψήφος χαμένη. Δίνουμε όλοι το παρών στις ΚΑΛΤΣΕΣ!
(copyright Γιωργάκης Παπανδρέου)

(από babycat, 10/06/09)(από Hank, 13/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαγκοραμένος σλανγκιστής, που τσιγκουνεύεται στη βαθμολογία που δίνει σε άλλους χρήστες.

Τα καβούρια στους βαθμούς οφείλονται είτε σε γνήσια αυστηρότητα, είτε σε δολοπλόκες ενέργειες με στόχο τη μείωση των Μέσων Όρων στοχευμένων σλανγκιστών.

- Είδες πώς έθαψαν τον ορισμό του Σλάνγκμαν;
- Άσε, είναι πολλοί οι σλανγκοραμένοι εδώ μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρά ελαφρών ηθών, προερχόμενη από το πρώην Ανατολικό μπλοκ. Τυλίγει με μαεστρία το εγχώριο απόθεμα σε άρρενες χάρη στα εξωτερικά χαρίσματα (δηλαδή, φοράει μόνο τα άκρως απαραίτητα) και στον ευχάριστο χαρακτήρα της (δηλαδή, κάνει ό,τι της ζητήσεις στο κρεβάτι χωρίς πολλά-πολλά).

Η μεγάλη απήχηση της Τσόλοβιτς έκανε πολλές ντόπιες ν' ακολουθήσουν το παράδειγμά της, με αποτέλεσμα να επεκταθεί η χρήση του όρου και σε άλλες εθνικότητες.

- Τι έμαθα; Ο παππούς παντρεύτηκε Ρωσίδα;
- Ναι, μία Τσόλοβιτς, και της έγραψε όλα τα χωράφια. Σ' εμάς δεν άφησε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα-μπρελόκ, στις διαστάσεις του συμπαθούς Πόκεμον Πίκατσου, η οποία ειδικεύεται στις πίπες (κυρίως επειδή οι άρρενες τη θέλουν μόνο γι' αυτό).

Συνώνυμα: πιπόβια, πιπατζού, πιπού

Χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για χαρακτηρισμό αντρών.

  1. - Είδες την καινούργια γκόμενα του Μάρκου;
    - Ναι, πολύ μπάζο. Αλλά είναι πίπατσου, γι' αυτό τα φτιάξανε.

  2. - Αν η Μόνικα (Λουίνσκι, αυτή με τον Μπιλ και το φόρεμα) ήταν Πόκεμον, πώς θα την έλεγαν;
    - Πίπατσου.
    (από «ανέκδοτο» που είχε πέραση τότε με το σκάνδαλο του Μπιλ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλη-φίδι που ειδικεύεται στο να σου κλέβει τους γκόμενους και στο να σε θάβει πίσω από την πλάτη σου. Διαθέτει οσκαρικό ταλέντο υποκρισίας μπροστά στα θύματά της.

Σύνθετη λέξη από το καριόλα & φίλη.

Να την προσέχεις τη Χριστίνα, είναι καριοφίλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόκτηση μεγάλου χρηματικού ποσού, συνήθως σε μικρό χρονικό διάστημα και με δόλιες ενέργειες. Από το ρήμα οικονομώ > κονομάω (λαϊκ.)

Στην Ελλάδα, οι μεγάλες κονόμες γίνονται κυρίως από πολιτικούς και παρατρεχάμενους αυτών (βλ. Μίζενς, Bushchild=Βατοπαίδι, και λοιπά κονομιστά σκάνδαλα).

-Είδες ο Postman's Son τρελή κονόμα που έκανε με το Bushchild; Έχτισε τρία σπίτια και 2 εξοχικά!
-Έτσι είναι αυτά. Στην Ελλάδα, αν θες να προκόψεις και να τα κονομάς, πρέπει να γίνεις πολιτικός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified