Η φράση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιείται μεταφορικά, όπως και η πασίγνωστη παροιμία «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι». Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί παρηγορία για «ειδικές» καταστάσεις.

Ο λόγος για τις οπισθοδρομικές, στενόμυαλες χαζομούνες που δεν ανοίγουν την πίσω πόρτα προς ευχαρίστηση των ιδίων και των συντρόφων τους. (Τα περιστατικά μπορεί να είναι μεμονωμένα αλλά ουκ παραβλέψιμα).

Τα αίτια του φαινομένου αυτού είναι κυρίως δυο:

1) Ο φόβος για το άγνωστο. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία εμπειρία πρωτόγνωρη, η οποία δεν μας έχει ξανά συμβεί στην ζωή μας, ούτε την έχουμε αναγνωρίσει κάπου αλλού, τότε η λογική μας είναι αδύναμη. Η λογική λειτουργεί με δεδομένα, και όταν αυτά απουσιάζουν, τα ένστικτα παίρνουν τα ηνία.

2) Η ανεπιτυχής εκκένωση και καθαρισμός του πρωκτού. (Το γράφω κόσμια σε περίπτωση που τρώτε όταν διαβάζετε). Στόχος είναι η αποφυγή της υπέρτατης ταπείνωσης όταν το ματζαφλάρι βγει με επικάλυψη «σοκολάτας».

- Εεεπ Μήτσο, πώς τα πάς, όλα καλά; Έμαθα ότι βρήκες νέτο...
- Άσε που να στα λέω θεά είναι. Και που στο κρεβάτι... σκέτη θύελλα. Το μόνο που με χαλάει είναι ότι δεν αφήνει το «απο πίσω».
- Χαλάλι ρε Μητσάρα. Κάλλιο μούνος και στο χέρι παρά κώλος και καρτέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι δεν είναι ο Έλληνας Θεός αλλά ένα του μπι κοντίνιουντ στην απέραντη θάλασσα των πουστολημμάτων.

Ωστόσο το λήμμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιδιότητα του αρχαίου Ολύμπιου θεού. Ο Ερμής είναι ο αγγελιοφόρος των θεών στην ελληνική μυθολογία. Έτσι ως ταχυδρόμος το πάει το γράμμα. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, πατέρας του Ερμή κατα τη μυθολογία είναι ο Δίας (πρβ. πούστη Δία).

Ακόμα και τα ρούχα του φανερώνουν τη διττή φύση του. Φοράει φτερωτά σανδάλια (κάτι αντίστοιχο με τις σερβιέτες με φτερά στην αρχαιότητα).

Σε αυτό το ριβιού δεν θα μπορούσε να λείπει το έμβλημα του Ερμή.
Ένα ΠΑΛΟΥΚΙ τυλιγμένο από ΔΥΟ... ναι ΔΥΟ φίδια (το αρμέγει το φίδι).

Παραθέτω την original στιχομυθία μεταξύ Ψινάκη και ενός γέροντα-χορευτή (σούργελο) μετά τον αποκλεισμό του από το Ελλάδα έχεις ταλέντο.

Γέροντας: Μπορώ να ρωτήσω κάτι τον Ψινάκη;
Ψινάκης: Για ρώτα...
Γερ.: Εσύ τί είσαι Ερμής;
Ψιν.: Τι Ερμής;
Γερ.: Ο ταχυδρόμος...
Ψιν.: Που το πάει το γράμμα και το φέρνει;;;
Γερ.: Ναι, λέγε είσαι;
Ψιν.: Ε ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ.

Δυστυχώς δεν βρήκα τίποτα καλύτερο για να υποστηρίξω την εναλλακτική εκδοχή του Ερμή ως μαμιά. (από Hank, 22/06/09)(από Khan, 19/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με λίγα λόγια είναι ο πούστης, πισωλούρης, σαπουνομαζώχτρα, ο αστράφικ τέλοσπάντων στον κόσμο των Μαθηματικών.

Προκύπτει από τη χαρακτηριστική γωνία του καρπού σε στυλ Κλεοπάτρας, η οποία είναι συνήθης αιτία γέλωτα όταν συναντάται έμπροσθεν των οφθαλμών μας.

Συζήτηση μεταξύ μαθηματικών.
- Ρε Ευκλείδη, ο τυπάς αυτός δεν είναι λίγο πους της καθέτου; Κουνιστός λυγιστός περπατά..
- Θέλει και ερώτημα ρε συ Πυθαγόρα; Ολόκληρη τετραγωνική ρίζα και ρωτάς τα αυτονόητα... Ήμαρτον.

(από kondr, 20/06/09)(από kondr, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπότα έλεγαν παλιά και το μάλλινο βαρύ πανωφόρι φτιαγμένο από τραγίσιο νήμα. Εκ της ιταλικής λέξεως cappotta. Το αστείο της υπόθεσης είναι η χρήση του ουσιαστικού...

Κόρη: - Μάνα φεύγω, πάω μια βόλτα.
Μητέρα: - Πού πας μωρή μες στο καταχείμωνο με αυτό το ψιλό μπλουζάκι; Φόρα την καπότα σου μην πάθεις καμιά πούντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O παθητικός ομοφυλόφιλος στο ιδίωμα των Μεγαρέων.

Ο όρος λουρί αναφέρεται στις ιμάντες της μηχανής των παλιών αυτοκινήτων που είχαν κίνηση στους πίσω τροχούς. Επομένως πισωλούρης είναι αυτός που «δουλεύει» την πίσω μεριά του και όχι τη μπροστινή.

Το καημένο το παιδί... Πήγε στη Μύκονο ντούρος και γύρισε πισωλούρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός ανήκει στο ιδίωμα των Μεγαρέων και περιγράφει τον παθητικό ομοφυλόφιλο.

Ετυμολογικά προέρχεται από τα δύο συνθετικά: πίσω (όλοι καταλαβαίνουμε τη χρήση της λέξης) και την κουμπούρα, η οποία είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα όπλα της Επανάστασης με χαρακτηριστικό το μακρόστενο σχήμα που παραπέμπει στο ανδρικό μόριο.

Άλλα συνώνυμα που ανήκουν επίσης στο Μεγαρίτικο ιδίωμα: κωλοφύρης, κωλοβρέχτης, κουνενές, πισωλούρης.

Σε oriental club τη στιγμή που ανεβαίνει «άντρας» στο τραπέζι για χορό:

- Ρε συ κοίτα πως κουνιέται τούτος δω.
- Δεν τον βλέπεις τον πισωκούμπουρο; Κουνάει την αχλαδιά κανονικά...

(από kondr, 15/06/09)

Βλ. επίσης οπισθογεμής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified