(Πάτρα) : Τρελός, χαζός.
Συνώνυμα : μπανταβός, μουρλός, κουρλός (Κεφαλλονιά), κουζουλός (Κρήτη), σαπατελός (Ρούμελη), τσουκάλας (Δ. Μακεδονία), μερελός / μερέλας (Πάτρα), κιζιρπάσης (Κύπρος), παλαβός / παλάβρας, ζεβζέκης, χαϊβάνι, ζαντός (Πόντος) κτλ.

(γέροντες)
- Ορέ ποιό είναι εκιό το τσαλαφό, που βγάνει τα ρούχα του στην τηλεόραση και κουνιέται σα ξεβιδωμένο ; Κάπου το' χω ξαναδεί.
- Είναι η κόρη ενού Μιχαλόπουλου γιατρού απ' την Αρόη. Χορεύτρια, λέει.
- Αμ' αν ήταν έτσι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Ο τύπος που λέει διαρκώς ανυπόστατα πράγματα / μαλακίες (σκατά) = παραμυθατζής / μυνχάουζεν.

Υφίσταται πανομοιότυπη έκφραση στην βρεταννική αγγλική : shitmonger = σκατέμπορας/παραμυθάς (κατά το: fishmonger = ιχθυοπώλης).

Σημείωση: Στην βρεταννική αργκό του 16ου αιώνα mutton monger ήταν ο νταβατζής (δηλ. πωλούσε αρνάκι του γαλάτου μτφ).

- Ο Μιχάλης πέρασε ιατρική πρώτος στην Ελλάδα, λέει !
- Άντε ρε, κάθεσαι κι ακούς το σκατέμπορα. ΤΕΙ Βλαχοκερασιάς και αν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά ύβρις. Το ανεπιθυμήτως τεχθέν παιδίον, προϊούσης της δημοφιλούς μεθόδου του μπατανά (πινέλο), ελλιπούς σωματικής διαπλάσεως ένεκα του τρόπου συλλήψεώς του.

Εκ του τουρκ. μπατανά = πινέλο / βούρτσα βαφής (βλ. και πλεοναστικόν: μπαντανόβουρτσα). Ήτοι, ο μπαμπάς ξηγήθηκε μπατανά στη μαμά, πλην αλλ' όμως και ατυχώς, δεδομένης της ευεξίας του πρώτου αλλά και της κονικλογονιμότητος της τελευταίας, εκύλησεν ρανίς σπέρματος εις το αιδοίον, δίχως (φεύ!) να το λάβωσιν πρέφαν οι σύνευνοι και ούτω πως, εγεννήθη ημίθεος λευκός (!).

Η εξήγησις διατίθεται και σε πελαργό / κουνουπίδι δια τους μικρούς μας αναγνώστας.

Συνώνυμα:

  1. Ως προς τον τρόπον συλλήψεως : Κωλόπιασμα (ειδικότερον), ότε ο μπατανάς λαμβάνει χώραν εις τον απηυθυσμένον και ουχί κατά διαμήρευσιν (η κουφάλα ο Ήφαιστος μια φορά τονε βάρεσε στο μπούτι της Αθηνάς κι έγινε το έλα να δεις). Εξ ου και κωλόπαιδο, (echo: της μάνας σου το οικόπεδο) το εκ του αφεδρώνος συλληφθέν τσογλάνι.

  2. Ως προς την σωματικήν διάπλασιν: κακαντράκι, χαμαντράκι, χτικιάρης, χλεμπονιάρης, ρούχο, ολίγος, γατομούστακος, μπασμένο, τάπα, σπανομαρίας, εφτα/εξα-μηνίτικο, κοντοστούπης, σκαμνί, μπρίκι, κομοδίνο κτλ.

  3. Ως προς την ανεπιθύμητον γέννησιν: μούλικο, μούλος, μπάσταρδο, μπασταρδέλι (Μυτιλήνη) κτλ.

- Ρε φίλε, ψάχνεις τίποτα και κοιτάς τη γυναίκα μου τόση ώρα ;
- Σιγά την κυρία ...
- Ρε μπατανόπιασμα, άμα σου χώσω μια, δε θα βρεί ο παπάς να θάψει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απηχούσα ευφάνταστη αντίληψη, ότι το γυναικείο μαραφέτι είναι one size fits all.

Σύμφωνα λοιπόν με το αστικό μύθευμα, όσο πιο κοντή είναι μια γυναίκα, τόσο περισσότερο χώρο στο κορμί της, καταλαμβάνει το αιδοίον της, νες πά ;

Άλλωστε και μεταφορικώς, σημαίνει ότι οι κόντες είναι καβλιάρες.
Στην ιταλική υφίσταται ταυτόσημο : donna nana-tutta tana.

- Ρε συ, κοίτα πως σε κοιτάει αυτή η τάπα ... Σαν ξερολούκουμο.
- Δε με χαλάει καθόλου. Κοντή γυναίκα, όλο μουνί φίλοστ. Βούρ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός της γνωστής έκφρασης που αναφέρεται στη μανούρα συνοδευόμενη από το αγνό ελληνικό βρωμόξυλο και στους κοινωνούς αυτής, οι τσαμπουκάδες είναι σημάδια στο κορμί των φυλακισμένων, που κάνουν οι ίδιοι, είτε με λάμα ως ξυραφιές, είτε ως τατουάζ –συμβολικά ή καλλωπιστικά– (όπως πολλές γυναίκες έκαναν μέχρι πρότινος για ομορφιά σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας, μάλιστα υπάρχουν πολλές γιαγιάδες με τατού σε Ηπειρώτικα χωριά!), είτε με το σβήσιμο του τσιγάρου κυρίως στο εσωτερικό του αριστερού μπράτσου.

Με τους τσαμπουκάδες, οι φυλακισμένοι αφ' ενός βγάζουν το σεβντά τους, αφ' ετέρου επιδεικνύουν την ευρωστία και το ψυχικό τους σθένος, προκειμένου να λάβουν αντίστοιχη θέση στην ιεραρχία της φυλακής. Δηλαδή όσα περισσότερα σημάδια στο σώμα, τόσο μεγαλύτερη η μαγκιά. Βέβαια, όπως λέει ο Αρκάς στον ισοβίτη, αν αυτό ήταν αλήθεια, αυτός δεν θα 'πρεπε να 'χει ούτε αφαλό ...

Να μην συγχέονται με το «χαρακίρι» που κάνουν οι πρεζάκηδες, όταν τσιτώνουν την επιδερμίδα του λαιμού τους και ταυτόχρονα τραβάνε χαρακιές με λάμα, προκειμένου να μεταφερθούν στο αναρρωτήριο και να φάνε κάνα κουμπί.

Μάλλον τουρκικής προελεύσεως <τσαμπούκ = γρήγορα (βλ. τσαμπουκ-τσαμπουκ = άντε σβέλτα!).

Συνδέεται σημασιολογικά ίσως κατά το εγγλέζικο quick-tempered (γρήγορος, θερμόαιμος, έτοιμος για καβγά).

- Τον είδες το Βαγγέλη;
- Ε, τί;
- Τα χέρια του είναι γεμάτα τσαμπουκάδες. Ζόρικο αρσενικό.

Αρκάς, Ο θεός αγαπάει τον κλέφτη (από patsis, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευσεβής πόθος φιφοφόρων ανδρών.

Κατά το: Με κάνεις εμένα πρωθυπουργό για μια μέρα;

- Κοίτα ένα μωρό! Αμάν τα μπαλκόνια σου ...
- Τι να την κάνεις εσύ βρε σκουράτζο; Αυτή θέλει πέντε τσολιάδες στην καθισιά της!
- Αααααχχχ... Να' χα μοίρα, να' χα τύχη, να' χα μια ψωλή σαν πήχη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψωλίστας, πουτσιστής, λουφαδόρος. Αυτός που ασκεί την πανάρχαια τέχνη του ψώλινγκ (ψωλάρει), δηλαδή αποφεύγει τεχνηέντως πάσης μορφής εργασία.

Για τις απανταχού Σουσούδες, προφέρεται psoleur, γαλλιστί (όπως βαλέρ, ντονέρ κτλ).

Στρατέικη έκφραση.

-Πού' ναι ρε ο Γιάννης;
-Ξέρω γω; Κάπου θα την πέφτει πάλι.
-Ωραία. Εμείς εδώ έχουμε πήξει κι αυτός πούθεν. Μέγας ψωλέρ αυτό το παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα, της οποίας το σώμα ανοίγει βαθμηδόν προς τα κάτω, αλλά με μεγάλη δυσαναλογία κορυφής και πάτου... Αχλαδοκώλα δηλαδή.

Κλασικό παράδειγμα η δικηγορέσσα στο Sex & the City: Κεφάλι πινέζα, λαιμός κύκνου και κώλος σαν την Πελοπόννησο.

Άλλωστε, ο Κωσταντάρας το είχε πει σωστά στο «Υπάρχει και φιλότιμο»: Οι βουλευταί και οι γυναίκες, πρέπει να προσέχουν τις περιφέρειές τους!

-Η γκόμενα απέναντι, σε γουστάρει.
-Την είδα κι εγώ. Άσε, έλατο φίλε. Ξυλοκόπος είμαι ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με χοντρές γάμπες (σαν τον Ποπάυ).

Συνήθως απαντάται σε πιο προχωρημένες ηλικίες, ή σε χωριά, οπότε συνδράμει την μπουκαλοδιαμόρφωση της γάμπας η ηλικία, η γέννα, η ατημελησία, οι βαριές δουλειές κλπ.

Αν πρόκειται και για γαριδογκόμενα, βράσε ρύζι ...

Στην Αττικοβοιωτία, ενδημεί στην Αμφιάλη.

-Καλά το πρόσωπο έχει τρελό ζιβί !

-Πόδι είδες όμως ; Με τέτοια μπουκαλοπόδαρη για μπόουλινγκ να πας, όχι για σεξ.

Κλασικό μπουκάλι κοακόλα (από poniroskylo, 24/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σύγχρονη και επιστημονικότερη έκφραση του: Γαμώ το σόι σου! Με τη διαφορά πως, εν προκειμένω, οι καθυβριζόμενοι συγγενείς σου είναι πολυπληθέστεροι και τραβάνε πολύ πίσω (αλλά και μπροστά!) σε χρονικό ορίζοντα.

Αν πιστεύεις στο Δαρβίνο δεν είναι και τόσο βαριά, δεδομένου οτι πολλοί πρόγονοί σου ήτανε ουρακοτάγκοι και δε σε χαλάει. Αν όμως πιστεύεις στη Βίβλο, τότε, όσο πιό πίσω πάς τόσο βαρύτερο το μπινελίκι αφού φτάνεις στο Θεό (κατ' εικόνα κτλ).

Μέχρι την εισαγωγή της έκφρασης αυτής, το πιο πιθανόν είναι ότι το χρονικό και αριθμητικό εύρος των κατωτέρω ενδεικτικών ιταλικών εκφράσεων ίσως να μην είχε ποτέ ξεπεραστεί:

I morti toi, a doi-a doi, fin' che arrivano a numeri dispari! (Bari) = Γαμώ τους νεκρούς σου, δυο-δυο, μέχρι να φτάσουνε σε περιττό αριθμό ...

Managgi' a chi t' ha mort' e che te stramort', e ancora ta' da muri! (Napoli) = Γαμώ τους νεκρούς σου και τους καλύτερούς σου νεκρούς κι αυτούς που θα σου πεθάνουνε ...

Managgi' a chi t' ha mort' e che te stramort', e chi sonava la campana mort'! (Napoli) = Γαμώ τους νεκρούς σου και τους καλύτερούς σου νεκρούς κι αυτόν που βάραγε την καμπάνα τους

L' animaccia dei meglio mortaci tua! (Roma) = Γαμώ την κωλοψυχή των καλύτερών σου νεκρών ...

Γιός : Γέρο, πέσε κανά ευρώ. Στέγνωσα.
Πατέρας : Ρε γαμώ το ντι-εν-έι σου, χτές δε σου' δωσα ρε κωλόπαιδο ; Τί τα κάνεις ; Βάλε και τίποτα στην άκρη.
Γιός : Όλα στην άκρη τα σπρώχνω, ρε φάδερ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified