Δηλαδή: κάτι ελπίδες νά! (με το συμπάθειο).

Χιουμοριστική παραφθορά που σκώπτει την γενεσιουργό της έκφραση «φρούδες ελπίδες», αλλά και αυτούς που την σερβίρουν με ύφος, νομίζοντας ότι λένε κάτι σπουδαίον (βλ. δημοσιογράφοι της κακιάς ώρας).
Υποδηλώνει την παραίτηση από κάθε ελπίδα, δεδομένου του διαφαινομένου ζοφερού μέλλοντος. Βλ. «Εσείς που μέσα μπαίνετε, αφήστε κάθ' ελπίδα ...» (Δάντης «Κόλαση»).

Το συστατικό της έκφρασης «θρούμπα», είναι είδος ελιάς μεγάλου μεγέθους εκ Καλαμών, όθεν και το σκώμμα της ορίτζιναλ έκφρασης, δεδομένου ότι υποβιβάζει την αρχική ελιτίστικη έκφραση σε παρακατιανά πράματα ...

- Εγώ, σκέπτομαι να δώσω για Νομική, διότι έχω σίγουρη την επιτυχία, καθότι ο μπαμπάς μου είναι διπλωμάτης !
- Θρούμπες ελπίδες! Με το μυαλό που κουβαλάς εσύ, βγάλε εισιτήριο για Πούτσεστερ από τώρα!

Ελιές θρούμπες (από poniroskylo, 27/07/09)Ελιές Καλαμών (από poniroskylo, 27/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): η φυλακή (μετωνυμία).

Προέρχεται από το πλεχτό (σταυροειδές) μαντεμένιο κάγκελο στα παράθυρα των κελιών των φυλακών.

Συνώνυμα: μπουζού, φυλάκα, κάγκελο, στενή, φρέσκο, ψειρού, γκιζντάνι, σύρμα, σχολείο, κατηχητικό κ.α.

Σχετικό ρεμπέτικο: ... και με κάνουν τσακωτό, με τραβούνε στο πλεχτό... (Μ. Βαμβακάρης «Χτες το βράδυ στο σκοτάδι»).

Είδες πώς κατάντησε ο Γιάννης, ύστερα από τρία χρόνια στο πλεχτό; Απόχτησε και τα τρία βίτσια της φυλακής: πούστης, χαφιές και χοντρός ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): μπατίρης, ξεπεσμένος, πρεζάκιας, βαρετός, άχρηστος, λαθραίο (κλεψιμέικο).

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παντελή έλλειψη οιασδήποτε προοπτικής ή ανακάμψεως προσώπου που φέρει τις ανωτέρω αρνητικές ιδιότητες και προσδοκά (εις μάτην) ανάστασιν νεκρών.

Εξαιρείται η έννοια του λαθραίου, διότι πιθανότατα προέρχεται από σημασιολογική σύμφυρση με το θαμμένος (κρυμμένος). Λέει ο Καββαδίας στη «Βάρδια»: «Είχε βρωμίσει ο πεθαμένος ...» (= είχε γίνει γνωστό ότι είχε μαζί του κλεψιμέικα ή ήταν γνωστή καβάτζα που τα 'θαψε) και δεν μπορούσε να τα ξεφορτωθεί δίχως να κινήσει υποψίες.

Υπό την έννοια του άχρηστου, λέγεται συνήθως στη μπάλα, για παίχτη βιζόν.

  1. (Μαλάκας): Κάποτε στην Ομόνοια ήκμαζε το εμπόριο και η ζωή. Τώρα μόνο κάτι πεθαμένοι κυκλοφορούνε. Αααααχ ... Τίποτα δεν έμεινε όρθιο, τίποτα!

  2. — Αύριο παίζει ο γαύρος με την Καβάλα.
    — Καααλά, για τρία μπαλάκια τα κόβω να φάνε τα καρντάσια. Αφού, όλο κάτι πεθαμένα βάζουνε στο κέντρο.

  3. — Πάμε το βράδυ σε καμιά μπουάτ ν' ακούσουμε λάιβ;
    — Γιατί, Μεγάλη Παρασκευή έχουμε; — Δεν έχεις δίκιο, παίζουν ωραία μουσική στις μπουάτ.
    — Εμένα μου λες; Όλο κάτι πεθαμένα παίζουνε. Πηξ-βλαξ, Μάλαμα και στο τσακίρ-κέφι Λοΐζο! Σιγά μην ανέβουμε και στα τραπέζια με Αλέκα Κανελλίδου...

(από xalikoutis, 05/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): Το πορτοφόλι.

Η μέθοδος κατά την οποίαν ο πρασάς (πορτοφολάς) βυθίζει στην τσέπη του θύματος (κορόιδου) τον μέσο και παράμεσο εν είδει ψαλιδιού, προκειμένου να του ξαφρίσει την πορτοφόλα. Συνήθως, η θεάρεστος πράξις τελείται σε μέσο μαζικής μεταφοράς σε αστικά κέντρα, όπου οι επιβάται στέκονται κρεμασμένοι από τας χειρολαβάς σαν κρέατα, με την βοήθεια πρασά-αβανταδόρου (με τον οποίον φαινομενικώς δεν γνωρίζεται ο πρωταγωνιστής πρασάς), ο οποίος και σπρώχνει το θύμα δήθεν τυχαία σε απότομο φρενάρισμα, το οποίο θύμα καταλήγει άθελά του εις την αγκαλιά του πρασά, ο οποίος αστραπιαία αφαιρεί το πράσο, ωσάν ταχυδακτυλουργός (!) χωρίς το κορόιδο ν' αντιληφθεί οτιδήποτε (για ώρες) ... Μάλιστα, ζητάει και συγγνώμη απο τον πρασά (!)

Ο ευσυνείδητος πρασάς, αν δεν είναι κανά κωλόπαιδο, μόλις τσιμπήσει το παραδάκι και δει μέσα κάρτες, σημαντικά έγγραφα κλπ. δεν τα πειράζει και συχνότατα αφήνει να πέσει το πορτοφόλι (χωρίς το μπερντέ φυσικά) σε πολυσύχναστο σημείο, όπου κάποιος χριστιανός θα βρεθεί να το επιστρέψει στο (μερικώς) ανακουφισμένο θύμα.

Αν το θύμα είχα πολλά λεφτά στο πορτοφόλι, δικαιούται να βρίζει (ερήμην) τους κλέπτας. Αν όμως, έχασε λίγα, τότε οφείλει να θαυμάσει την τέχνη των (και να έχει το νου του άλλη φορά). Ο πρασάς αφήνει, ως ανωτέρω, συνήθως τις κάρτες και τα έγγραφα άθικτα στο λάχανο, όχι βέβαια από αγνά αισθήματα, αλλά διότι περαιτέρω αξιοποίησή τους, εκφεύγει της αρμοδιότητός του. Δεν είναι ούτε χακεράς, ούτε πλαστογράφος, ούτε παρτίδες έχει με δαύτους (άσε που έτσι και γίνει τσακωτός, θα φάει επιπλέον σοπάκι και χρόνια φυλακής στην καμπούρα του).

Σημειωτέον, ότι η τέχνη του λαχανέματος, είναι τόσο δύσκολη, ώστε ε-δι-δά-σκε-το (!) στη φυλακή και στα χαμαιτυπεία από τους παλιότερους, ήδη και τουλάχιστον από την εποχή του Βίκτωρος Ουγκώ (βλ. «Άθλιοι»), αλλά και παρ' ημίν, βλ. Ηλίας Πετρόπουλος («Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»), Πέτρος Πικρός («Τουμπεκί») και Νίκος Τσιφόρος («Τα παιδιά της πιάτσας», «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» κ.α.).

Τα μαθήματα, γινόσαντε ώς εξής: Υφίστατο ανδρείκελο με πορτοφόλι στη μέσα τσέπη (της καρδιάς) του σακακιού, στημένο με κουδουνάκια (!), τα οποία ντιντίνιζαν με το παραμικρό. Ο επίδοξος πρασάς καλείτο να τσουρνέψει το πράσο χωρίς να κάνει θόρυβο. Όταν το πετύχαινε και αφού είχε ξοδέψει αρκετά σε δίδακτρα (!), ελάμβανε το δίπλωμά του και εισήγετο εις την δημοσίαν χρήσιν.

Παράγωγα: πρασάς κτλ.

Συνώνυμα: λαχανεύω, λαχανάς, λαχάνεμα, τσουρνεύω, τσούρνεμα, πορτοφολάς, βουτάω, σουφρώνω, απαλλοτριώνω κτλ

Ισπανιστί: tacon=πράσο, ratonero=λαχανάς
Ιταλιστί: borseggiatore=πορτοφολάς
Αγγλιστί: pick-pocket (=το αυτό) / half inch (cockney rhyming slang: pinch), pinch, nick, yank κτλ=βουτάω, κλέβω.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, εγνώριζαν τους λωποδύτας (λώπος = ένδυμα + (κατα)-δύομαι = βουτάω), ήτοι τα τσογλάνια που μπαίνανε στα δημόσια λουτρά και κλέβανε τα ρούχα του κοσμάκη. Μάλιστα, ο φιλόσοφας Διογένης, έχοντας συλλάβει με το μάτι έναν απ' αυτούς επ' αυτοφώρω, του έκλεισε το μάτι, λέγοντάς του το λογοπαίγνιο: «Επ' αλειμμάτιον, ή επ' άλλ' ιμάτιον»; (=για αλοιφή λουτρού ήρθες εδώ ή για να σουφρώσεις ρούχα;)

- Ρε Μιχάλη, μου βγάζεις κι εμένα εισιτήριο; Μου' φαγανε το πράσο κάτι κωλόπαιδα πριν στο τρόλεϊ κι είμαι ρέστος !

βλ. και τσουρνεύω, τζουρνεύω, λάχανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική ευχή μουσικού, ηχολήπτη ή DJ, από την τετριμμένη μπαρμπαδο - ευχή: «Άντε, και του χρόνου με υγεία!».

Εκφράζει ενδεχόμενο παράπονο κακής ποιότητας ήχου, λόγω ελλείψεως ή ελαττωματικότητας / αδυναμίας των ηχείων, να αποδώσουν τη μουσική χωρίς χιόνι ή ένταση αντιστοίχως.

Εκφράζει επίσης, την απέχθεια του ομιλούντος, προς τις τυποποιημένες ευχές, που λέγονται με τον ίδιο τρόπο από αιώνων, σε κάθε περίσταση.

Κατά το: Άντε, και του χρόνου τούμπανο!, Ας είμαστ' εμείς καλά κι ας πεθάνουμε, Να μας ζήσουν οι πεθαμένοι!, κ.τ.λ .

-Χρόνια πολλά και καλά παιδιά!

-Άντε, και του χρόνου με ηχεία!

Και σε τρία χρόνια με ηχεία (το εξώφυλλο από το ΒΗΜΑ μετά από τριετία). (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Λέξη της κλασσικής πειραιώτικης αργκό): Εκ του ρήματος «σακκουλεύομαι»: Αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, μπαίνω στο νόημα.

Αναφέρεται σε κρυφό νόημα, συνθηματικά απονενοημένο, στο οποίο ο συνομιλητής οφείλει να ανταποκριθεί πάραυτα ως «μυημένος» (=μπασμένος στα κόλπα), άλλως πέφτει στο κεφάλαιο: «κοροϊδάρα».

Χρησιμοποιείται ως: «Τη σακκουλεύομαι / σακκουλεύτηκα» (τη φτιάξη). Ενώ, υπό μορφήν ερωτήσεως, διατυπώνεται ως: «Σακκουλετζέμ(;)» (= κατάλαβες;).

Συνώνυμα: Μπανίζω, την ανθίζομαι, πονηρεύομαι κ.τ.λ.

Άγνωστον, αν προέρχεται εκ του ατσουμπάλου λαϊκού τύπου «Σακκουλέ», που τριγυρνούσε στα Χαυτεία προ αιώνος (βλ. ομώνυμο τραγούδι στο δίσκο «Πανόραμα»).

-Λοιπόν, έτσι κόβουμε, έτσι μοιράζουμε κι έτσι δουλεύουμε το σκαλέτο (παλιά χαρτοκλεπτική μέθοδος). Σακκουλετζέμ;
-Μου τα ξαναλές μια φορά, γιατί τα μπέρδεψα;
-Μωρ' τί μπούας είσαι συ ; Έ, ρε κελεπούρι που σε πετύχαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι λέξεις είναι οχήματα εικόνων. Μεταφορικώς, η κουράς πήρε το tube (κωλάντερο) για να βγει στην παραλιακή, πλην όμως, ένεκα στομαχικών διαταραχών, κατέληξε, αντί του πυθμένος, περιπατούσα εις την επιφάνειαν των υδάτων, χωρίς υποχρεωτικώς να ομιλούμεν διά την Νεκράν θάλασσαν, που γινόσαντε παλιά, τέτοια θάματα... Δηλαδή, πρόκειται περί τσίρλας, ουχί όμως υπό την μορφήν μίλκου, εκτοξευομένου κατά την μέθοδον της σερπαντίνας, αλλά για αφράτο μόρφωμα, που προσιδιάζει μάλλον εις την βιοχλαπάτσαν, χρώματος μουστάρδας ντιζόν ή μερέντας.

Προέρχεται ευλόγως εκ του: κουράς (-δος) + πελτέ(ς) (= πηχτή ντομάτα σάλτσα μετά ή άνευ κομματακίων).

Ποιος βρωμύλος ξέχασε να τραβήξει το καζανάκι; Έχει αφήσει έναν κουραδοπελτέ και ζέχνει όλο το σπίτι. Ουστ γιούφτοι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Μεταφορικώς υποδηλώνει κοπιώδη προσπάθεια προς επίτευξιν δύσκολου ή και φαινομενικώς ακατορθώτου στόχου.

Προέρχεται από δοξασίαν τινά, προσφάτως καταρριφθείσα ένεκα σκανδάλων γνωστής Ιεράς Μονής (βλ. Chamonix - σαν το μονί της Γενεύης), κατά την οποίαν είναι αδύνατον να ιδεί τις τα οπίσθια ενός ιερωμένου, δεδομένης της εγκρατείας των.

Συνεπώς, θέλει κόπο-θέλει τρόπο ...

Ο κώλος δε, λέγεται παρά τοις σλάνγκεσιν, ότι είναι το σαν μονί του μέλλοντος (!)

Για τα μπροστινά, δεν λέγει τίποτε η δοξασία, αλλά έρχεται να συμπληρώσει η λαϊκή παράδοσις: «φυλάξου απ' τα πισινά του γαϊδάρου κι απ' τα μπροστινά του καλογέρου!»

Συνώνυμα: τραβάω ζόρι/κουπί (βλ. και κοπιώδης προσπάθεια).

Συναφές: Άμα δε βρεξει κώλο, ψάρι δεν πιάνει.
Αγγλιστί: Keep your nose to the grindstone = δούλευε σκληρά, you're in for it = θα φάς ζόρι κτλ.
Ισπανιστί: Te la comes /te comes los huevos = θα φας πούτσα/θα ζοριστείς κτλ.
Ιταλιστί: Succhi = τον ήπιες/θα φας καλά κτλ.

Μάνα:
-Τρεις η ώρα, τη βρήκες την πόρτα κανακάρη μου ;
Γιος: - Ντάξει ρε μα, νέο παιδί είμαι, τί δηλαδή να κοιμάμαι με τις κότες ;
Μάνα:
- Δίνεις μάθημα αύριο βρε συφοριασμένο, έτσι θα πάρεις πτυχίο; Αμ αγόρι μου, άμα δε δεις παπά κώλο, δε θα κάνεις χαΐρι στη ζωή σου !
Γιος: - Άμα σου πω ότι έχω δει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): (Αντ)απαντώ σε κάποιον σε οργίλο ύφος, επιπλήττω, καθυβρίζω σκαιώς.

Κατά το Ευαγγέλιο: Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι... (όπως οι κοντοί στο παράγγελμα: μεταβολή).

Συναφές: «Τη λέω (σε κάποιον)».

Που λες, η Τατιάνα άκουσε τσι δίπλα που τηνε κουσκουσουρεύανε και κρυφογελούσανε και γυρίζει και τσου κάνει: «Άκουσε 'δω κυρία μου, λέει, τέτοια ανατροφή έχεις, τέτοια λες!» και τί τση λέει θαρρείς, εκείνη η ξερακιανή η αχώνευτη: «Μμμμ... Η σιωπή μου, προς απάντησίν σου!», έτσι, με περιφρόνηση... Ε, νάσου και γίνεται έξαλλη τότε κι η Τούλα και τση λέει την τελευταία πρώτη! Ούτ' ο Ιορδάνης ποταμός δεν τηνε ξέπλενε. Μαλλί με μαλλί πιαστήκανε στο τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Βαρύτατη απειλή, την οποίαν ακολουθεί σχεδόν πάντα σοπάκι (=τουρκ. ξύλο/στυλιάρι). Άγνωστον αν αναφέρεται μόνον σε προσφιλή πρόσωπα του απειλουμένου, που έχει και δεν έχει αποκτήσει ακόμα (!) ή εκτείνεται και σε υλικά αντικείμενα ... Δεν φρονούμεν ότι έχει ποτέ πραγματοποιηθεί τέτοια απειλή, λόγω του φόρτου εργασίας που συνεπάγεται.

- Ρε φίλε, θα σταματήσεις να με σπρώχνεις και να χύνεις το ποτό μου, για θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις;
- Τί 'πες ρε τσουτσέκι;

(Η συνέχεια στο αυτόφωρο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified