(Σκωπτικά): Η εύπορη, όμορφη και ακατάδεχτη κοπέλα, κατά τον Σκαρίμπα. Βλ. βου-που / μπι-πι, αρχοντομούνα, κυριλογκόμενα κτλ.

Βασικά, κυκλοφορεί Κολωνάκι, αλλά μένει και προάστιο άμα λάχει. Απ' αυτές που πήζουν τη Σκουφά στην εμφιάλωση (μποτιλιάρισμα), όταν κοιτούν με τα κιάλια της όπερας τα συνολάκια στις βιτρίνες μέσα απ' το λαντ-ρόβερ, διότι νομίζουν ότι κατεβαίνουν για σαφάρι στο κέντρο.

Έχουν τα γυαλιά ηλίου για στέκα.

— Πήγα για καφέ στο Φίλιον τις προάλλες και κάνανε μιάμιση ώρα να μου φέρουνε νερό.
— Αφού δεν υπάρχεις ρε φίλε. Το κατάστημα είναι μαγαζί, μόνο για τίποτα μοσκομούνες, λούγκρες και κάτι παρ' ολίγον καλλιτέχνες. Τους πεθαμένους θα κοιτάξουνε τώρα;

Ακόμη: παγόμουνο. Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, η αδίκως διαθέτουσα αληθινό αιδοίο (άνευ εγχειρίσεως), δηλαδή η βεριτάμπλ γυναίκα. Είναι γνωστό ότι κατά τσι πούστηδοι, οι γυναίκες είναι σιχαμερά και ανάξια όντα και εν προκειμένω, ενώ διαθέτουν μουνί αληθές, δεν το αξιοποιούν, όπως θα μπορούσαν (τοι)ούτοι. Εκφράζει ευσεβή πόθο αποκτήσεως μουνιού και ζήλια-ψώρα προς τις γυναίκες.

- Που λές, δίκελλα χθές την Αντωνία μ' ενα λατσότεκνο μούρλια!

- Δικιά μας είναι;

- Έ, όχι δα. Και το κογιονάρει κιόλας το χρυσό μου, η αδικομούνα!

- Καλέ μη χειρότερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδικό σλανγκ.

Γκόμενα με προσόντα (βλ. στίχους Γιάννη Κούτρα: Με ένα κάρο όνειρα και άλλα τόσα φόντα, ποτέ μου δεν απέκτησα γκόμενα με προσόντα - δίσκος Τσικαμπούμ).

Ευάερη, ευήλια, ψηλά πατώματα, γωνιακή, πάρκινγκ, διαμπερής και ιδίως με τεράστιους νομιμοποιημένους ημιυπαιθρίους χώρους γυναίκα-ρα. Τα υπόλοιπα περιττεύουν. Για μια τέτοια γυναίκα, (Χριστίνα Αποστόλου) ο Βέγγος στο «Μην είδατε τον Παναή» είπε το: «Μαρμαροκολώνα μου! Κουρκουμπίνια έφτιαχνε ο μπαμπάς σου;»

Συνώνυμα: μπαμπάτσ(ι)κο, φρεγάτα, φρεγάδα, νταρντάνα, ζουμπουρλό, μπαρμπουνάτο, είναι του ιππικού, αλόγα, φοράδα, ψηλοκάπουλο, ποτέμκιν, κανονιοφόρος, τουμπουκτού, αγροκτήματα αρόζα κτλ.

- Αμάν ! Κοίτα ένα μωρό ρε!
- Πω-πω ρε, τι μπαμπατζάνικο είν' αυτό; Πες μου πώς το λεν τον πατέρα σου που σ' έκανε μωρό μου, να πάω να του φιλήσω το μπούτσο!
- Α' να χαθείς σαχλέ!

Μαρμαροκολώνα μου! Η ατάκα στην αρχή του κλιπ (από poniroskylo, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό του ταβλαδόρου.

Εκ του «Πιστεύω» ( ... γεννηθέντα ου ποιηθέντα και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα ...)

Στο πλακωτό, όταν πιάνεις το πούλι του αντιπάλου με διπλές, κοπανάς τέσσερεις φορές το πούλι σου στο τάβλι στις αντίστοιχες θέσεις, (π.χ. έξι βήματα τη φορά αν έχεις εξάρες), λέγοντας την ανωτέρω φράση μέχρι να τον πλακώσεις. Ανάσταση δεν προβλέπεται.

- Άφησες παραμάνα ; Τώρα θα δεις ...
- Άμα φέρεις πεντάρια, μαγκιά σου!
- Πεντάρια ! Γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα! Τ' αφήνεις διπλό ή θα συνεχίσεις να το παίζεις για να το μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι) Συνήθως το ασσόδυο / μπίρ-ικι (Κρήτη εκ του τουρκ. μπιρ = ένα + ικί = δυο), δεν είναι και το καλύτερο ζάρι που μπορεί να φέρει κανείς, διότι δεν πας μακριά με ασσόδυο.

Συνώνυμα: Με ασσόδυο κανείς δεν είδε χαΐρι/προκοπή, κανείς δεν πρόκοψε, κανείς δεν έκανε έρωτα (sic).

- Λοιπόν τώρα, θα φέρω τις εξάρες μου. Φτου! Ασσόδυο...
- Με ασσόδυο κανείς δε γάμησε φίλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παροιμία) Οξύμωρο σχήμα, αντίφαση που διαπράττει (sic) κάποιος που προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Δηλαδή διατυπώνει μια πρόταση, η οποία μπορεί εύκολα να καταρριφθεί από αντιπρόταση, χωρίς ωστόσο να αρνείται τη συνδρομή των όρων της αντιπρότασης. Λέει μαλακίες δηλαδή.

(Μπάρμπας στη Μάνη):
-Επί χούντας είχαμε όλοι καλούς δρόμους. Αυτοί ήτανε πατριώτες. Τώρα, άσ' τα να πάνε στο διάολο!
(Ανίψι) :
-Ρε μπαρμπούλη να πούμε, αυτοί πούλησαν την Κύπρο! Θα μας τρελάνεις;
-Δεν μϵορούσανε να κάνουνε αλλιώς παιδί μου καλό. Ήτανε οι Αμερικάνοι που κάνανε κουμάντο.
-Ε, τότε τί σκατά πατριώτες ήταν; Ο άντρας μου είναι κερατάς κι εγώ καλή γυναίκα;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παροιμία): Αν καθυστερεί πολύ να συμβεί το επιθυμητό, λόγω αργοπορίας, τότε η ποιότητα του περιεχομένου του είναι πολύ αμφίβολη (!)

Ο αντίποδας του : «Το καλό πράγμα αργεί να γίνει».

-Τί θα γίνει με τη Μπέτη και τις φίλες της, θα ‘ρθουν καμιά φορά; Μιάμιση ώρα μας έχουν στήσει.
-Περίμενε λίγο ακόμα ρε, μην είσαι ανυπόμονος και θα δεις. Μιλάμε για σπέσιαλ πιπίνια!
-Καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο. Αυτό λέω εγώ. Ποιος ξέρει τι μπάζα θα μας κουβαλήσει πάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παροιμία) Όταν οι αντιδράσεις του αμέσως ενδιαφερομένου για κάποιο γεγονός είναι είτε δυσανάλογα καθυστερημένες, είτε δυσανάλογα ήπιες, (είτε και τα δυο) σε σχέση με τους υπολοίπους. Υποκρύπτει αδιαφορία.

Ειδικότερο των πέρυσι χέστηκε, φέτος βρώμισε και περσινά, ξινά σταφύλια (για καθυστερημένες αντιδράσεις).

(Γονείς που συζητούν επί ώρες για την Πανεπιστημιακή εκπαίδευση του γιόκα τους παρουσία του):
-(Μάνα): Εγώ λέω να πάει να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη, να μάθει και λίγο να ζει μόνος του.
-(Πατέρας): Εγώ λέω να πάει στην Αγγλία, να μάθει και κάνα εγγλέζικο και να δει πώς ζει ο κόσμος. -(Γιόκας): Εγώ λέω να κάτσω εδώ που είμαι.
-(Πατέρας): Ορίστε, αφού όλοι απόκλαψαν, δάκρυσε και η χήρα... Τόσην ώρα μιλάμε για το μέλλον σου βρε αχαΐρευτε και κάθεσαι μουγγός. Αυτό βρήκες να πεις; Άιντε να χαθείςζωντόβολο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Προέρχεται ως προς την εικόνα, από τον παραλληλισμό σοκολατούχου γάλακτος γνωστής μάρκας και του χρώματος και υφής των κοπράνων του ατυχήσαντος.

Συνώνυμα: τσίρλα, τσιρλιπιπί, ζουμί, θόλωσα τα τζάμια, μου φύγανε με πίεση, τα γιόμισα, ευκοίλια, διάρροια, κόψιμο, μ' έχει κόψει, κλάνω φακές, με πήγε σερπαντίνα, έχω ασχημάτιστες κενώσεις.

Αγγλιστί: (I've got the) leak, runs. Ιταλιστί: Ho il cagotto
Ισπανιστί: Tengo la cagalera

- Ρε γαμώτο, δεν έφερα ν' αλλάξω ο μαλάκας, κι έμεινα με το μαγιό και στέγνωσε πάνω μου όλη μέρα.

- Ντάξει μωρέ, καλοκαιράκι είναι ...

- Τί ντάξει ρε παπάρα σου λέω, έχει βάλει και κρύο και μ' έχει πάει μίλκο απ' το πρωί. Έχει εδώ κάνα περίπτερο να πάρω καμιά κόκα-κόλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ηχομιμητικό) Η αιφνίδιος κατάληψις υπό ακατασχέτου διάρροιας.

Προέρχεται ως προς τον ήχον, από το χαρακτηριστικό φύσημα (φφφφρρρρρρρτττττττ) που κάνει η σερπαντίνα κατά τας εορτάς της Απόκρεω, κατ' αναλογίαν προς τον ήχον της ασχηματίστως εκτοξευομένης κενώσεως.

Ως δε προς την εικόνα, παραλληλίζεται το ταχύτατο ξετύλιγμα της σερπαντίνας με αυτό του κωλαντέρου του ατυχούς χέστου.

Συνώνυμα: τσίρλα, ζουμί, θόλωσα τα τζάμια, μου φύγανε με πίεση, τα γιόμισα, ευκοίλια, διάρροια, κλάνω φακές, με πήγε μίλκο, έχω ασχηματίστους κενώσεις (!)

-Ρε Μάκη, έχει χαρτί στην τουαλέτα;
-Ναι, γιατί; -Ρε γαμώτο, έφαγα ένα παγωτό το πρωί και με χάλασε. Μ' έχει πάει σερπαντίνα όλη μέρα. Προλαβαίνω και δεν προλαβαίνωωωωωωωωωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified