Άλλη μια κινηματογραφογενής έκφραση (από την ομώνυμη ταινία με το Κωνσταντίνου), που λέγεται από τα πιλάφια και δηλώνει με ελαφριά ειρωνεία την παρουσία πολλών ναυτών (πλάκωσε ναφτουργιά που λένε), τους οποίους ψημένοι μάγκες οι ίδιοι (λέει) θεωρούν ανάξιους στη ναυτοσύνη και ψιλοκοροϊδάκια, κάτι σαν τ' αμερικανάκια του έκτου στόλου, που μας γαμήσανε την αδερφή κι εμείς τους παίρναμε κανά δολάριο στον παπά και περνιόμασταν για αλάνια...

- Πάμε για κανά ΣουΚου στον Πόρο;

- Τρελός θα' σαι! Θα' ρθει ο Πρόεδρος Δημοκρατίας για την ορκωμοσία των ναυτών και θα πήξουνε οι δρόμοι από δαύτους. Καλώς ήρθε το δολάριο θα γίνει!

Ντροπαλός Κωνσταντίνου (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκόμενoς, η γκόμενα.

Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.

-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται -Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σπάω καλαμπούρι, σπάω κέφι, σπάω πλάκα (κλασσική αργκό) και ήδη τελευταία σπάω (σκέτο): Περνώ καλά, διασκεδάζω (περνάω μόρτικα).
    Πιθανόν, κατά τον Τσιφόρο, από έναν μάγκα που έσπασε τις πλάκες του γραμμοφώνου πάνω στο τσακίρ-κέφι.
  2. Τεμαχίζω κοκαΐνη ή ηρωίνη για να πιω.
  1. Γίνανε κάτι γέλια χτες, σπάσαμε σου λέω.
  2. Είχαμε ένα τζι και εκεί που πήγαμε να σπάσουμε, έγινε πέσιμο και μας δέσανε.

Δες και σπάω βράχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά, πριν τα αυτόματα ακυρωτικά μηχανήματα): Ο εισπράκτορας, ιδίως στα λεωφορεία της Σαλονίκης, που περίμενες στην ουρά, να σου βγάλει εισιτήριο και καπάκι να το σκίσει (ακυρώσει).

Χαρτοσκίστη! Λάλα το τζιτζίκι να χυθεί ο μάγκας στην άσφαρτος!
(δηλ. Εισπράκτορα, πάτα το κουμπί της στάσης - με το χαρακτηριστικό τσίου Χ 2 - να κατέβει ο κύριος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αισθάνεται ο πρώιμα ξεψαρωμένος νεοσύλλεκτος φαντάρος, κατά την γνώμη των λεουροειδών.

Νέος! Αισθάνεσαι παλιός αγόρι μου; Καλάαααα. Θα βρέξει το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσατσόπλοιο: (άλλως: προέκταση του ντόκου) βυσματικό πλοίο, που δεν πάει ποτέ πουθενά και το πλήρωμα είναι συνεχώς έξω με άδεια (μιλάμε για τρανταχτά βύσματα, απ' αυτά που δεν χρειάζεται να έχουν γνωστό, είναι οι ίδιοι γνωστοί).

Ρε συ, έμαθες τί έγινε ο γιός του τάδε ; Πήγε σε τσατσόπλοιο και το απολυτήριο θα του το στείλουν ταχυδρομικώς στο σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση του υποκόσμου και ήδη κοινότατης χρήσης: «Σε ξεγέλασα», «σ' έπιασα κορόιδο», «σε εκμεταλλεύθηκα», «σε νίκησα».

Αγνώστου ετύμου.

Συνώνυμα: «Σου την έστησα (τη μηχανή) », «σου την έσκασα» (βλ. στίχους «μέσα στου Μάνθου τον τεκέ»), «σου την κοπάνησα» (βλ. Κιτσάρας στέλνων το Ζήκο να πάει να δεί αν έρχεται, για να του φάει την καρέκλα), «σ' έπιασα κορόιδο / Κώτσο» κ.α.

Κλασικό παράδειγμα: «Τσικαμπούμ κι εγώ την έπεσα στη Βίκυ / σου την έφερα ρε κάλπικο ραδίκι (κ.τ.λ.)» από το τραγούδι «Τσικαμπούμ» του ομώνυμου δίσκου του Γιάννη Κούτρα.

-Ρε πώς γίνεται κι άλλαξε ο ρήγας θέση, αφού τον είχα δεί;
-Σου τη φέρανε ρε κορόιδο οι παπατζήδες, τρυκ είναι για να σου φάνε το εικοσάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική έκφρασις, που υποδηλώνει άοκνον προσπαθείαν επιτεύξεως δυσχερούς τινός στόχου.

Συχνάκις, ο ζοριζόμενος, προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολήν του, υπερβάλλει τας εαυτού δυνάμεις και πέρδεται. Ανθίσταται δηλαδή ο οργανισμός και προειδοποιεί με ηχητικόν (και όχι μόνον) σήμα τον ζοριζόμενον, οτι έχει εξαντλήσει τα όριά του και οτι εις περίπτωσιν αγνοήσεώς του, ελλοχεύει η κουράς.

Εξ ' άλλου, ο μεταφορικώς ζοριζόμενος/ζόρικος σφίχτης, αντιμετωπίζεται με την έκφρασιν «σιγά, θα χεστείς !» μετά χαχανητών.

Συνώνυμον: Μου' χει φύγει/βγεί - το σκατό/ο Χριστός/η Παναγία/η ψυχή κ.τ.λ.

-Πώς τρέχεις έτσι ρε; Κάνε κι ένα διάλειμμα !
-Άσε, λείπουνε διακοπές οι συνεταίροι μου και μου' χει φύγει το κλανίδι στη δουλειά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν διαφαίνεται ζόρι, αποτυχία, χασούρα στον ορίζοντα και, γενικά, όταν υπάρχει αρνητικό προαίσθημα.

Δηλαδή = θα φάμε πούτσα (μεταφ.).

-Τί έγινε ρε; Πώς τα βλέπεις με την καινούρια δουλειά;
-Πούτσα το μενού φίλε. Το αφεντικό είναι μουλάρι του πυροβολικού. Θα μου αργάσει το τομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Ο τύπος που λέει διαρκώς ανυπόστατα πράγματα / μαλακίες (σκατά) = παραμυθατζής / μυνχάουζεν.

Υφίσταται πανομοιότυπη έκφραση στην βρεταννική αγγλική : shitmonger = σκατέμπορας/παραμυθάς (κατά το: fishmonger = ιχθυοπώλης).

Σημείωση: Στην βρεταννική αργκό του 16ου αιώνα mutton monger ήταν ο νταβατζής (δηλ. πωλούσε αρνάκι του γαλάτου μτφ).

- Ο Μιχάλης πέρασε ιατρική πρώτος στην Ελλάδα, λέει !
- Άντε ρε, κάθεσαι κι ακούς το σκατέμπορα. ΤΕΙ Βλαχοκερασιάς και αν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified