Αδόκιμος όρος από τον χώρο του auto/moto: σπάω αυτοκίνητο, μηχάνημα κά.
Ευκαιρίας δοθείσης, φτάνω το αυτοκίνητο / μηχανή μου στα όρια του λυκόφωτος και πέρα από αυτά, τρέχω σε πίστες, κάνω επιδείξεις και μπαντιλίκια, κάνω κόντρες, τρέχω σε βουνά και λαγκάδια, ποτάμια και λάσπες, off road και δεν συμμαζεύεται. Περιμένω δε να μην το πάρω στο χέρι, αλλά πάντα κάποιο συνεργείο / ανταλακτικάς κάνει ανάσταση.
Συνήθως το μηχάνημα είναι καρα-βελτιωμένο και καγκουράτο όπως και ο αναβάτης του, αλλά παίζει και σε πιο λατέρνατιβ καταστάσεις ψαγμένων με την φύση και το extreme lifestyle.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα αντικείμενα, λόγω υπερβολής στην χρήση τους όπως υπολογιστές, κονσόλες, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, δονητές, κλπ.
Τους επίδοξους μαχητές των δρόμων, που αποφάσισαν να αφήσουν τις λεωφόρους και να πάνε στις πίστες να «σπάσουν» τα αυτοκίνητά τους με ασφάλεια, φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται κάποιοι εδώ και χρόνια. από εδώ
- Τζούλια*, αμάν βρε παιδί μου, τον έσπασες τον δονητή! Τί άλλο θα κάνεις μ' αυτόν βρε παιδί μου... Άσε να πάρει και άλλος σειρά!
*disclaimer: τυχαίο όνομα, randomly selected, από λίστα current Ελληνικών ονομάτων και χαϊδευτικών.