1. Σπάω καλαμπούρι, σπάω κέφι, σπάω πλάκα (κλασσική αργκό) και ήδη τελευταία σπάω (σκέτο): Περνώ καλά, διασκεδάζω (περνάω μόρτικα).
    Πιθανόν, κατά τον Τσιφόρο, από έναν μάγκα που έσπασε τις πλάκες του γραμμοφώνου πάνω στο τσακίρ-κέφι.
  2. Τεμαχίζω κοκαΐνη ή ηρωίνη για να πιω.
  1. Γίνανε κάτι γέλια χτες, σπάσαμε σου λέω.
  2. Είχαμε ένα τζι και εκεί που πήγαμε να σπάσουμε, έγινε πέσιμο και μας δέσανε.

Δες και σπάω βράχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συμβατικὲς ἔννοιες, σημαίνει:

  1. Φεύγω. Συνώνυμα τὰ παίρνω δρόμο, την κάνω (ἐννοεῖται μὲ ἐλαφρὰ πηδηματάκια, κατσίκα, φίδι κλπ, ἀναλόγως τῆς χροιᾶς ποὺ θέλουμε νὰ δώσουμε).

  2. Δουλεύω, μελετῶ ὑπερβολικά, τόσο ποὺ νὰ ἔχω κάποια ἀρνητικὴ συνέπεια. Ἐκτὸς ἂν εὐκόλως ἐννοεῖται, τὸ σπάω συνοδεύεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας, πχ. σπάω στὸ διάβασμα. Παράγωγα τὸ σπασίκλας, σπάσμα, σπάσος.

  3. Γιὰ διάφορες ἄλλες χρήσεις, ὅλες σλαγκικές, βλ. Τριαντάφυλλο, γιὰ νὰ μή γίνωμαι σπαστικός.

  1. Σπάσε, ρὲ μόρτη, δὲ σὲ παίρνει... Ἄκουσες ρέέέ;

  2. Μαλάκα, αὔριο εἶπε θὰ ρίξῃ διαγώνισμα. Θὰ κάτσω μέσα νὰ σπάσω.

  3. Μή μοῦ τὴ σπᾶς, ρὲ Λίλιαν! Ὅλο PMS καὶ PMS, ΓΤΠ μου!

στο 0:40 (από allivegp, 23/05/10)

Επειδή ανώνυμα μας παίρνει να γίνουμε σπαστικοί, πέρα 'πο τους υπόλοιπους ορισμούς στο λήμμα, δείτε ακόμη: σπάω βράχια, σπάω επιταγές, σπάω καθρέφτες, σπάω καυλί, σπάω πλάκα, σπάω πρόγραμμα, σπάω σε κέρματα, σπάω στον πούτσο, σπάω την κατοστάρα, σπάω τον καρπό, σπάω τον τσαμπουκά, σπάω τον πάγο, τα σπάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδόκιμος όρος από τον χώρο του auto/moto: σπάω αυτοκίνητο, μηχάνημα κά.

Ευκαιρίας δοθείσης, φτάνω το αυτοκίνητο / μηχανή μου στα όρια του λυκόφωτος και πέρα από αυτά, τρέχω σε πίστες, κάνω επιδείξεις και μπαντιλίκια, κάνω κόντρες, τρέχω σε βουνά και λαγκάδια, ποτάμια και λάσπες, off road και δεν συμμαζεύεται. Περιμένω δε να μην το πάρω στο χέρι, αλλά πάντα κάποιο συνεργείο / ανταλακτικάς κάνει ανάσταση.

Συνήθως το μηχάνημα είναι καρα-βελτιωμένο και καγκουράτο όπως και ο αναβάτης του, αλλά παίζει και σε πιο λατέρνατιβ καταστάσεις ψαγμένων με την φύση και το extreme lifestyle.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα αντικείμενα, λόγω υπερβολής στην χρήση τους όπως υπολογιστές, κονσόλες, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, δονητές, κλπ.

  1. Τους επίδοξους μαχητές των δρόμων, που αποφάσισαν να αφήσουν τις λεωφόρους και να πάνε στις πίστες να «σπάσουν» τα αυτοκίνητά τους με ασφάλεια, φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται κάποιοι εδώ και χρόνια. από εδώ

  2. - Τζούλια*, αμάν βρε παιδί μου, τον έσπασες τον δονητή! Τί άλλο θα κάνεις μ' αυτόν βρε παιδί μου... Άσε να πάρει και άλλος σειρά!

*disclaimer: τυχαίο όνομα, randomly selected, από λίστα current Ελληνικών ονομάτων και χαϊδευτικών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ την πρώτη στεκιά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, με σκοπό την διάσπαση του σχηματισμού των σφαιρών και τον διασκορπισμό αυτών επί της επιφάνειας του παιγνίου με απώτερο σκοπό την βύθιση τουλάστιχον μιας εξ αυτών.

- Ποιος σπάει;
- Ο Νίκος.
- Τρελός είσαι ρε, άσε να σπάσει κάνας άλλος, αυτός δεν χάνει στεκιά άμα αρχίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάω κάποιον (και όχι «την σπάω σε κάποιον») είναι μια παλαιομοδίτικη και υπερπρόστυχη έκφραση που σημαίνει σοδομίζω.

Η φράση αναφέρεται κυρίως στη ζημιά που προκαλείται στο σφιχτήρα την πρώτη φορά που κάποιος τον παίρνει και γέρνει, και προφανώς αρέσει στους πολύ έμπειρους γεροντόπουστες που τη χρησιμοποιούν γιατί ακριβώς τους θυμίζει τα νιάτα τους και την / τις πρώτες τους σεξουαλικές συνευρέσεις.

Το σπάω δηλαδή έχει εδώ και την έννοια του εκπορθώ, ανοίγω πέρασμα κλπ.

(γραφικός γεροντόπουστας κάπου στην Αττική της περασμένης δεκαετίας)

- Αγόρια, καλέ αγόρια, ελάτε καλέ, απόψε θέλω να με σπάσετε!
- Άσε μας ρε Τάκη, πήγαινε σπίτι σου να' ούμε, μην αρπάξεις καμιά πνευμονία, γέρος άνθρωπος...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφοκωλιάζω και ξεφτιλίζω τον κώλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified