(Στην έκφραση παίζω πιάνο): Η τοποθέτηση των μελανωμένων δακτύλων κρατουμένου ή υπόπτου τελέσεως ποινικού αδικήματος σε υποδείγματα-καρτέλες των αστυνομικών τμημάτων.

Επί βυζαντινών, οι αρχές τηρούσαν ένα πρωτόγονο αρχείο με στοιχεία υπηκόων της αυτοκρατορίας, με το οποίο ταυτοποιούνταν πρόσωπα από κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό του παρουσιαστικού τους (π.χ. ύψος, ουλή, χρώμα οφθαλμών, αναπηρία κλπ), ενώ το μήκος της κώμης ή της γενειάδας δεν ελαμβάνετο υπ’ όψιν, δεδομένου ότι, σε περίπτωση κουρέματος-ξυρίσματος, αλλάζει εντελώς η όψη κι ακόμα και το σουλούπι του ανθρώπου (δηλ., αφού κάνεις τη λαδιά δεν αναγνωρίζεσαι κεκαρμένος) και για τον λόγο αυτό (κυρίως) δεν πολυσυμπαθούν οι απανταχού φρεσκοξυρισμένοι αστυνομικοί τους μακρυμάλληδες ή/και γενειοτρόφους μανιάουρους. Είναι βέβαια και το ζήτημα των διαφορετικών μουσικών προτιμήσεων στη μέση...

Ήδη, αφού συλλέγουμε γενετικό υλικό εδώ και χρόνια για την διακρίβωση εγκλημάτων, δεν απέχουμε πολύ από την συλλογή και κωδικοποίηση βιολογικών στοιχείων (π.χ. ίρις οφθαλμών), ώστε να ταυτοποιούνται πρόσωπα με την μικρότερη δυνατή απόκλιση.
Κάτι λέει βέβαια η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τα εχέγγυα κλπ, αλλά ποιος την ακούει; Άλλωστε, πρόσφατα κηρύχθηκε κλαστέα από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για το ζήτημα με τις κάμερες!

Προς το παρόν, όσο ακόμα υπάρχουν χταπόδια, θα υφιστάμεθα εν Ελλάδι τα εξής:

1. Δάκτυλος μονός σε διπλό ταμπλώ α-βολοντέ

Είναι γνωστόν ότι, σε όποιον ζητεί έκδοση αστυνομικής ταυτότητας, υποδεικνύεται από τον αρμόδιο αστυνομικό υπάλληλο να τοποθετήσει τον δείκτη της δεξιάς του χειρός στον μελανοφόρο κύλινδρο και στη συνέχεια να τον πιέσει σε κανα-δυο καρτέλες φακελώματος και στο νέο του δελτίο, ώστε να έχει η αστυνομία ανά πάσα στιγμή το αποτύπωμά του για αντιπαραβολή-ταυτοποίηση με όσα άλλα έχει στην διάθεσή της, για κάθε περίπτωση εγκληματικής συμπεριφοράς στην οποίαν ενδεχομένως να ενέχεται. Καθαρά διοικητικού χαρακτήρα η διαδικασία. Μη φοβού.

2. Πιάνο α-κάτρ μαίν

Σε περίπτωση «υπόπτου» (δηλ. κανά φρικιό-κανάς σκούρος-κανας μυστήριος κλπ, κατά τη σεπτή γνώμη της αστυνομίας) τελέσεως αδικήματος, προ-σημαίνεται (καλού-κακού) ο κρατούμενος, αφού γίνει η περιλάλητη κι αμφισβητούμενης συνταγματικότητας (τέτοια ώρα τέτοια λόγια) «εξακρίβωση» των στοιχείων του από τη σήμανση (γύρω στις 3 ώρες αναμονή λες και τα κομπιούτερ δουλεύουνε με κωκ) και καλώς εχόντων των πραγμάτων, τον αφήνουνε να πάει στην ευχή της Παναγίας, αλλιώς αν από την προανάκριση προκύψουν εις βάρος του ενδείξεις για συγκεκριμένο αδίκημα, εκφεύγει της αρμοδιότητας των ζαπτιέδων κι έχει πλέον να κάνει με το λέα (=εισαγγελέα). Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα (Σάκης)...

3. Πιάνο με ουρά

3.α. Σε περίπτωση αυτοφώρου αδικήματος, ο κρατούμενος προ-σημαίνεται υποχρεωτικά.

3.β. Σε περίπτωση ποινής στερητικής της ελευθερίας χωρίς αναστολή, μη μετατρέψιμη (ή αν δεν πληρώσει την εις χρήμα μετατροπή) και χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα έφεσης, αν ο κατηγορούμενος παρίσταται σα μαλάκας (με ή χωρίς δικηγόρο), τονε βουτάνε, σημαίνεται οριστικά και βουρ για το γκιζντάνι...

3.γ. Στα στρατιωτικά τακτικά δικαστήρια (στρατοδικεία-αεροδικεία-ναυτοδικεία), ο καταδικασθείς εις στερητική της ελευθερίας ποινή, όλως παραδόξως προ(;)σημαίνεται, ανεξαρτήτως των ανωτέρω.

Στην υπό 2 περίπτωση, το πιανάκι παίζεται και με τα δυο χεράκια (άπαντες δακτύλους δυο χειρών + παλάμες + σταθερά + κυλιόμενα). Γίνεσαι χάλια δηλαδή.

Στις υπό 3.β. και 3.γ. περιπτώσεις, παίζει να σου βγάλουν και αναμνηστική φωτογραφία, χωρίς απαραίτητα να σου ζητήσουν αυτόγραφο...

Εξ άλλου, τα παλιά χρόνια έλεγαν περιφρονητικά «φωτογραφημένους» τους σεσημασμένους εγκληματίες (ποινικούς & πολιτικούς), όπως προκύπτει κι από τον πολύπαθο Πέτρο Πικρό («Τουμπεκί» 1927).

Σ.Σ. Μερικοί εκ πεποιθήσεως κακοποιοί, ξεφτίζουν δια παντός τις ρώγες των δαχτύλων τους με ξυράφι, προκειμένου να μην αφήνουν το αποτύπωμά τους (!)

- Πού χάθηκες χτές ρε; Σε περιμέναμε μέχρι αργά...
- Πού να στα λέω φιλαράκι, εκεί που ερχόμουνα μου την πέσανε οι τσιμπά σε ζοριλίκι για εξακρίβωση, μανούριασα κι εγώ και με τραβήξανε αυτόφωρο ότι αντίσταση και τέτοια. Σήμερα το μεσημέρι καθάρισα...
- Τί λε ρε φίλε; Έπαιξες και πιάνο δηλαδή;
- Έπαιξα λέει; Μέχρι Σούμπερτ! Πάλι καλά να λες, που δε βαρέσανε και τ' άλλα όργανα...

Graffiti, φωτογραφημένο τον Σεπτέμβριο του 2009, οδός Ζωοδόχου Πηγής, Εξάρχεια, Αθήνα. (από patsis, 19/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμότατα αόριστη έκφραση-καραμέλα της καθομιλουμένης, που χρησιμοποιείται για να πει κανείς με κοινωνική κομψότητα, ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Ομοίως: (νταξ / θα δούμε / θα το κανονίσουμε / κάπως θα γίνει / ε-τελείωσε / στάνταρ / έγινε / θα τα βολέψουμε / μη σε νοιάζει / θα τα βρούμε / το 'χω / γκαραντί / ακούμπα πάνω μου κλπ) = αρχίδια.

Όσο δε περισσότερες αοριστολογίες χρησιμοποιούνται, τόσο πιο φλου η συνεννόηση και η πραγματοποίηση των λεγομένων όλο και ξεμακραίνει, σαν αερόμπαλα που την πήρε το κύμα (Σ.Σ. εδώ υπάρχει πόνος)...

Π.χ. βαθμηδόν:

Α. Άμα είναι, θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι (= και μπορέλι).
Β. Άμα είναι, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= δεν το κόβω).
Γ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= ναι αμέ).
Δ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο κάποια στιγμή, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (καααλά).
Ε. Άμα είναι, παίζει να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι. Αν δεν απαντήσω, θα σε πάρω εγώ μετά να σου πω που είμαστε, άμα είναι να 'ρθεις ( = το μόνο σίγουρο).
ΣΤ. Έλα να με πάρεις εσύ με το αμάξι (χωρίς άμα είναι)...

1.
- Για κάτσε να δω αν έχω το τηλέφωνό σου...
- Έχω εγώ το δικό σου.
- Α, εντάξει. Άμα είναι πάρε κανα τηλέφωνο να βρεθούμε!
- Εννοείται!

2.
- Πάρε καμιά μέρα την γυναίκα και τα παιδιά κι ελάτε απ' το σπίτι να φάμε!
- Ναι, άμα είναι θα κανονίσουμε!

3.
- Δε μου λες, πότε σκοπεύεις να διαβάσεις για το αυριανό;
- Άμα είναι, μόλις τελειώσει το ματς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σειρά κοκκινοσκουφιστικών οραμάτων των βιαστικών ή νεοσυλλέκτων φαντάρων. Αξίζει να δούμε μερικά:

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω φωνές = 100 και σήμερα (αναλόγως) είναι πολλές;

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω Πέγκυ Ζήνα = μήπως απολύομαι τον άλλο μήνα;

- Περπατώ στο δάσος και βλέπω φίδια. Απολύομαι; Αρχίδια...

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω κρούτσου - κρούτσου = μήπως απολύομαι του Αγίου Πούτσου;

και το κορυφαίο (με εκτροπή απο το μέτρο): - Περπατώ στο δάσος κι ακούω Άννα Βίσση. Βλέπω το φίλο μου το Γιώργο και του λέω, ρε Γιωργάρα, μας έχουνε ΓΑΜΗΣΕΙ!

Περπατώ στο δάσος και πίνω Fanta, πουτάνα Λήμνο αντίο για πάντα! (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «καυτερή»: Λέγεται η τζούρα απο ρογά, που πνέει τα λοίσθια.

Επειδή, το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά καυτή και λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι’ αυτό και οι τελευταίες τραβηχτικές λέγονται και «μπριζολάτες» και για τον λόγο αυτό, η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Οι αμετανόητοι θιασώται της καννάβεως, δεν αποδέχονται να αποχωριστούν το φοσμπά, ούτε καν αφού έχει φτάσει στην τζιβάνα και για να μην καίνε τα δάχτυλά τους (όπως λένε: Τί δάχτυλα είν’ αυτά; Ναυτικός είσαι;) χρησιμοποιούν ειδική προς τούτο τσιμπίδα ή λαβίδα.

Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν, κάποιος άγνωστος θαμώνας ενός καφενείου σε κάποιο μακρινό τόπο, που δεν ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια, που συνάντησε φευγαλέα ο γράφων πριν την Καταστροφή και που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε για την Αυστραλία, άλλαξε το όνομά του και κάηκε (λέει) πριν καμιά 25αριά χρόνια σε ατύχημα εγκλωβισμένος σε καμπριολέ τζιπ, μαζί με το μοναδικό πρωτότυπο του «Τσελεμεντέ του Μαόρι», θεόσχωρέστον...

Παλιότερα, λόγω της απερίγραπτης φτώχειας, καυτή λεγόταν εν γένει η προ-τελευταία τζούρα του κανονικού τσιγάρου, αφού τα τακίμια την κάπνιζαν «αγκαζέ» (βλ. μπατίρια Φωτόπουλο & Σταυρίδη «Η ωραία των Αθηνών»).

Ο Μίσιος αναφέρεται στην καυτή τζούρα που δεν δέχθηκε να του παραχωρήσει συγκρατούμενός του στο σύρμα και χαρακτηρίζει το (σπάνιο) ολόκληρο τσιγάρο «δοκάρι»...

Ο Λουντέμης, γράφει για τα παλιοκαιρίσια καθηγητάκια των Γυμνασίων, τα οποία οι πιο εύποροι συνάδελφοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «κόπτες», αφού έκοβαν με ξυράφι τα τσιγάρα στη μέση, για να’ χουν και για μετά (όπως λέει κι η Γαλάνη στην «κουτσή κιθάρα»), λόγω της πενιχρής μισθοδοσίας.

Ο Καββαδίας, θυμάται στη «Βάρδια», την εποχή που είχε μείνει ξέμπαρκος σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι, όπου έσκιζε τις γόπες από τ’ αποτσίγαρα και γέμιζε με τον εναπομείναντα καπνό τους, το τσιμπούκι του, μιας και το μπατιριλίκι του δεν είχε φράχτη.

Σήμερα, το τσιγάρο (του εμπορίου) φουμέρνεται αγκαζέ, κατά την έκφραση «το παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι (βλ. ιταλικό αντίστοιχο fumare della mignotta = καπνίζω αλά πουτανέ), όταν το χαρμανλίκι προκύπτει μάλλον λόγω απρονοησίας (π.χ. ξέχασα να πάρω, είναι αργά-δυσπρόσιτο μέρος, έκλεισε το περίπτερο κ.α. βλ. Αφροδίτη Μάνου «Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα»)...

- Ρε συ, έμεινε τίποτα;
- Κανα-δυο καυτές!
- Έ, φέρε κι από δω, είπαμε να γυρίζει, μην είσαι Μπόγκαρτ!

Πότε, πότε με είδες να καπνίζω;Aυτό που κρατάω;Του σκηνοθέτη είναι (από GATZMAN, 08/09/09)

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά σκληρή παιδική έκφραση κατά αδέξιου ή αργόστροφου παιδιού. Χρησιμοποιείται ιδίως στα αθλήματα, σε περίπτωση απρόσμενης αστοχίας σε εύκολο στόχο ή καθυστέρησης στην κατανόηση συνθηματικών εκφράσεων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Π.Ι.Κ.Π.Α. = Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Αποκαταστάσεως & Αντιλήψεως, (1914 - 2003), που στόχο είχε κυρίως την αποκατάσταση και μέριμνα παιδιών με ειδικές ανάγκες.

Δηλαδή η έκφραση σημαίνει ούτε λίγο-ούτε πολύ: Είσαι καθυστερημένο!

Συνώνυμα: Άγαρμπο, καθυστερημένο, παράλυτο, ημιπλήγας, παραπλήγας, μαλακιασμένο, παπαρόμπεης, παλτό, μηναρόμπεης, κουλό, κουλομαρία, κουλαρία, κουλαμάρα, σαπατελό, μανταλάκια, παρμένο, αφαιρεμένο, άμπαλο, παρμενίων, ερείπιο, σαπάκι κ.τ.λ.

Ας θυμηθούμε και παλιό σχολικό πείραγμα, όπου πρότεινε η παρέα σε αφελή συμμαθητή, να προφέρει την ερώτηση «πού με πάει το πουλμανάκι;» με τη γλώσσα του κολλημένη στον ουρανίσκο, οπότε η απάντηση δίνονταν ατάκα και ομαδόν: «Στο Π.Ι.Κ.Π.Α.!»

Για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται οτι ουδέποτε τα σχολιαρόπαιδα υπήρξαν ούτε άδολα ούτε τρισχαριτωμένα, βλ. βασανιστήρια σε ζωάκια π.χ. καλάμι στον κώλο βατράχου και φούσκωμα ως να σκάσει, αφαίρεση φτερών μύγας ή χωνάκι στον κώλο της (!) κλείσιμο σφήκας σε μπουκάλι, πετάλωμα γάτας, ντενεκέδες στην ουρά σκύλων, επιθετικότητα στους σωματικά ή ψυχικά ασθενέστερους (βλ. Lord of the Flies του William Golding 1954 – σινεμεταφορά του Peter Brook 1963), ανταγωνισμός και επίδειξη λόγω κοινωνικών και ήδη εθνοτικών διαφορών, που κυμαίνονται μεταξύ προνομιακής κατοχής σάκας «Χατζηγιάννης» και σούπερ κασετίνας και μέχρι το σημερινό λεγόμενο school bullying και τον Άλεξ στη Βέροια.

Ώστε, η Πάνια δεν μας ήρθε ουρανοκατέβατη...

  1. - Παίρνω στην ομάδα μου το Χρήστο και το Γιάννη. Εσύ πάρε όποιους θέλεις.
    - Σοβαρά; Κι εγώ τί θα' χω τότε ρε φίλε, που μου' χεις αφήσει εδώ πέρα όλο το πίκπα;

  2. - Καλά ρε, έχασες το γκολ με κενή εστία;
    - Αφού γλίστρησα...
    - Τί πίκπα είσαι συ ρε παιδί μου!

(από xalikoutis, 24/08/09)(από johnblack, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσατσόχαρτο: Εξοδόχαρτο στο Ναυτικό.

(Ναυτονόμος πύλης):
-Για να βλέπω τσατσόχαρτα...
(Στραβόγιαννος):
-Τί 'ναι αυτό;
-Μάγκες, χωρίς τσατσόχαρτο βγαίνουν μόνο αυτοί απ' τα πλοία, με εντολή κυβερνήτη. Εσείς είστε από ΔΝΟ. Πίσω ολοταχώς!
-Φτου! Και κάναμε τόσο δρόμο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα, της οποίας το σώμα ανοίγει βαθμηδόν προς τα κάτω, αλλά με μεγάλη δυσαναλογία κορυφής και πάτου... Αχλαδοκώλα δηλαδή.

Κλασικό παράδειγμα η δικηγορέσσα στο Sex & the City: Κεφάλι πινέζα, λαιμός κύκνου και κώλος σαν την Πελοπόννησο.

Άλλωστε, ο Κωσταντάρας το είχε πει σωστά στο «Υπάρχει και φιλότιμο»: Οι βουλευταί και οι γυναίκες, πρέπει να προσέχουν τις περιφέρειές τους!

-Η γκόμενα απέναντι, σε γουστάρει.
-Την είδα κι εγώ. Άσε, έλατο φίλε. Ξυλοκόπος είμαι ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμόπουστας (ειρωνικά). Βαρύς, λαδερός, και μεσόκοπος κίναιδος, που κυκλοφορεί με ύφος σε μήντια, Κολωνάκια και πέριξ και διατυπώνει βαρύγδουπα το κόμπλεξ του.

- Δεν έχεις ταλέντο, δεν μπο'ώ να σου βάλω πα'απάνω από τ'ία… - Ίσα ρε λιγδοκώλη, που θα πεις και την γκουβέντα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified