Τρικ για να ξεχωρίζεις κατά που πέφτουν τα αριστερά (κρομμύδι) και που τα δεξιά (σκόρδο). Συνοδεύεται από μακρόσυρτο «ρέεεεεεει» κι ακολουθεί εκφράσεις τ. «τι κάνει το νούμερο», «πού πάει ρε ο μαλάκας», κλπ.

Πιο δυνατή η οσμή, η γεύση και οι επιπτώσεις τού ενός σε σχέση με το άλλο, άρα δικαίως το σκόρδο αντιπροσωπεύει το δεξί και πάμε τώρα Ντανμπραουνικές θεωρίες περί παγκόσμιας ιστορικής συνωμοσίας να αναδειχτεί το δεξί σε βάρος του αριστερού και διάφορα τέτοια μεγαλοφυή και τετριμμένα. Ειρήσθω σχετικά το ιταλικό sinistra απ’ όπου προκύπτει η λέξη sinister, η διπλή σημασία του right στα Αγγλικά, του droit/ à droite στα Γαλλικά κλπ. Άντε, να γίνει και μια μνεία στους μονίμως αδικημένους αριστεράντζες και τους ζερβοχέρηδες που αναγκάζονταν μέχρι και μια γενιά πίσω να μάθουν να γράφουν με το δεξί.

Όσοι πιστοί δε βαριέστε, χώστε παραδείγματα.

Εναλλακτικά και απείρως ορθότερα και πρακτικότερα, να δεχτούμε ότι είναι τούρκικης προέλευσης η έκφραση, καθώς αφενός υπάρχει και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, αφετέρου εξυπηρετεί κυρίως την υπόμνηση της κατάλληλης λέξης. Το «σκόρδο» τουρκιστί λέγεται Sarımsak και το «δεξιά» sağ ενώ το «κρομμύδι» λέγεται Soğan και το «αριστερά» sol κι αυτός είναι ένας εύκολος τρόπος να μαθαίνουν και να θυμούνται το διαχωρισμό οι γείτονες βάσει των πρώτων δυο κοινών γραμμάτων των λέξεων.

Ευλόγως λοιπόν χρησιμοποιείται κυρίως από Μικρασιάτες.

- Πιάσε μία τον αναπτήρα ρε συ...
- Πού είναι;
- Αριστερά.
- Πούντος;
- Στα αριστερά σου.
- Δεν τον βλέπω...
- Σκόρδο-κρομμύδι ρε. Κοίτα κι από την άλλη γαμώ το φιλότιμό σου.

(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...να βγει από μέσα σου.» Σε πείσμα της τρομολαγνείας, των καταστροφολογικών σεναρίων και του φόβου που πουλάει, ερεθίζει, ελέγχει και κατευθύνει, υπάρχει πάντα μία πατρική φιγούρα γύρω μας και ξέρει ακριβώς τι να σου πει για να αισθανθείς ασφαλής, γιατί στο βάθος είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο χολλυγουντιανό υλικό. Κρίση, απόγνωση, απελπισία, είναι καταστάσεις του μυαλού και ως τέτοιες έχουν το αντίδοτό τους. Εκεί που το καλό και το κακό συνυπάρχουν, συγκρούονται, συνθλίβονται κι αφήνουν συντρίμμια αβεβαιότητας και δευτερομαντεψιάς, θα 'ρθεί ο από μηχανής λέουρας που έχει περάσει από χίλια κύματα και ξέρει. Ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Και θα πει αυτό που θέλουμε να ακούσουμε. Και μεις θα ανταποκριθούμε. Γιατί όσο εύκολα φέρνουμε την καταστροφή, άλλο τόσο την ξορκίζουμε κιόλα. Το επόμενο είδος που θα κυριαρχήσει στη γη θα φάει μαλλιά με την πάρτη μας...

  1. Λαρούσσο: - Δεν μπορώ, δε μπορώ να το κάνω αυτό.. δεν γίνεται να φύγουμε; Φοβάμαι! Πάμε σπίτι! Φοβάμαι!
    Μιγιάγκι: - Ντάνιελ σαν, δεν τρέχει (και) τίποτα αμά χάσεις από (τον) αντίπαλο. Τρέχει όμως άμα χάσεις από (τον) φόβο (σου, για τον αντίπαλο)...
    Λαρούσσο: - Φοβάμαι! Τον φοβάμαι αυτόν τον τύπο! τι να κάνω γι αυτό;
    Μιγιάγκι: - Συγκεντρώσου! Το καλό καράτε είναι ακόμα μέσα. Τώρα (είναι) ώρα να βγει έξω.

  2. Πλάτωνας: - Γιώργο το πληρώσαμε το χαράτσι;
    Γιώργος: - Όλα κομπλέ.
    - Αυτό σημαίνει ναι;
    - Γκιουζέλ.
    - Ρε αγαπούλα, λέγε να ησυχάσω..
    - Εσύ κοίτα τη δουλειά σου κι εγώ τη δική μου...
    - Κάθε φορά μου βγάζεις την ψυχή ρε γαμημένε. Λέγε ρε, το πλήρωσες;
    - Άσε το καλό καράτε να βγει από μέσα σου.
    - ...τι είναι πάλι αυτή η μαλακία;

(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν είσαι ποδοσφαιρόφιλος, εναλλακτικά αν έχεις ακούσει τα ανδραγαθήματα του Χρυσόστομου του Ψωμιάδη, ή αν θυμάσαι τις σχετικές μιμήσεις του Μητσικώστα, ή αν απλά έχεις δει τις διαφημίσεις της Wind και σου λέει κάτι το όνομα Τάκης Σπυριδάκης τότε ξέρεις και τι σημαίνει το «αγαπούλα».

Αν δεν έχεις ιδέα, τότε απλά σχημάτισε στο μυαλό σου την εικόνα ενός αρχιμαφιόζου που μιλάει σε όλους τρυφερά λίγο πριν τον καβαλήκουν τα δαιμόνια κι αρχίσει τα νταηλίκια – υποβοηθούμενος πάντα από υποτακτικούς φουσκωτούς. Εικόνα σύμφωνη με αυτήν του κοινωνικά απροσάρμοστου ψυχοπαθή που φτιάχνει μεσ’ το μυαλό του τις κατάλληλες συνθήκες για να κλείσει μεν σπίτια αλλά να μπορεί να κοιμάται ήσυχος το βράδυ με τις μαλακίες που έχει κάνει γιατί, «με είδες πως του μίλαγα.. τα ζήταγε όμως ο κώλος του». Θέλει χοντρή πέτσα και σιδερένιο στομάχι το επάγγελμα και οι μάπες δεν χαρίζονται γιατί για ένα όνομα ζούμε σ αυτήν την κενωνία.

Προφέρεται με αλάνικο τουπέ – σαν να έχεις κεράσια στο στόμα και να προσπαθείς ταυτόχρονα να μιλήσεις. Ταιριάζει σε συνθήκες τ. «πω πω μας τα ζάλισες, αλλά θα κάνω μια τελική προσπάθεια να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να σου δώσω άλλη μια ευκαιρία να μαζευτείς γιατί είμαι larger than life τύπος» αλλά και σε χαβαλέ φάση μεταξύ σερνικών με αυτοπεποίθηση που καταλαβαίνουν ότι η αντρίλα είναι πάνω απ’ όλα ρόλος που πρέπει να υποδυθούν.

  1. Πλάτων: Ρε μαλάκα Γιώργο, να σου πω παντρεύεσαι;
    Γιώργος: Ναι λέμε.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα, πας καλά; Γιώργος: Έχω κλείσει ήδη παπά.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα σοβαρά;
    Γιώργος: Αγαπούλα, κοφ’ τα «ρε μαλάκα». Είπαμε, παντρεύομαι. Πλάτων: Ρε αγαπούλα είσαι μαλάκας. Δεν παίρνεις από λόγια.

  2. Πλάτων: Πες του δεν έχω κρασί, να φέρει ένα όπως έρχεται.
    Γιώργος: Λέει δεν έχει κρασί, να φέρεις ένα όπως έρχεσαι.
    Δημήτρης: Τι κρασί θέλει;
    Γιώργος: Τι κρασί;
    Πλάτων: Το ίδιο που πήρε και την άλλη φορά.
    Γιώργος: Το ίδιο που πήρες και την άλλη φορά
    Δημήτρης: Νεμέα;
    Γιώργος: Νεμέα;
    Πλάτων: Ε, δε θυμάμαι τώρα
    Γιώργος: Ρε μαλάκες πώς την έχετε δει, αγαπούλα πούλα; Παρ' τον να του τα πεις εσύ. Σταδιάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τετριμμένη ατάκα που τα λέει όλα από μόνη της. Δύο είναι τα παιδιά, κι ενώ κανονικά θα πρεπε να τα προσέχεις το ίδιο, το ένα είναι πιο καλό από το άλλο.

Τη στιγμή που θα κορυφωθεί στην κουβέντα απάνω η σύγκλιση θεωρίας και πράξης, ιδεατού και πραγματικού, θα φορεθεί και η ατάκα σε φάση «μπορεί να τα λέω χύμα, κατά βάθος είμαι ψαγμένος...», η οποία ενσωματώνει με απλό και ευθύ, μάγκικο τρόπο ένα μεγάλο ταμπού της ελληνικής κουλτούρας. Αυτό του αδικημένου φτωχούλη του Θεού που, αν και του χρωστάει όλος ο ντουνιάς, διατηρεί την ψυχραιμία του και βλέπει τη μεγάλη εικόνα της τυχαιότητας, του χάους, του ντετερμινισμού ή όπου αλλού τον βγάζει η κουβέντα. Ατάκες σαν και δαύτη χρησιμοποιούνται σε ρόλο reset, ήτοι αρκετά τα μπερδέψαμε τα πράματα, πάμε άλλη μια από την αρχή.

Κλασικά παραδείγματα των μονίμως γαμώ τη μάνα τους βρίσκονται παντού. Στις μειοψηφίες,στις ανίσχυρες πλειοψηφίες, σε κάθε, μα κάθε ανταγωνιστικό πεδίο: οι αγανακτισμένοι στις πλατείες, τα μικρά κόμματα, η αντιπολίτευση, όσοι έχασαν το διορισμό για 10- ή για 1000+ μόρια, όσοι βγήκαν στην εφεδρεία, όσοι πήραν την ανεπιθύμητη μετάθεση, ή δεν πήραν την επιθυμητή, όσοι δεν είχαν βύσμα, ή δεν είχαν επαρκές βύσμα, όσοι δεν πήραν επιδότηση ή δεν πήραν την επιδότηση που ήθελαν, όσοι δεν εξαιρέθηκαν από τη κακιά τη ρύθμιση, ο μπασκετικός γαύρος, ο ποδοσφαιρικός βάζελος, όποιος πορεύεται γενικώς «με το σταυρό στο χέρι» αλλά δε ανταμείφθηκε άμεσα (καθότι ο ανυπόμονος ηδονιστής δεν αγίασε ποτέ) ή όποιος είχε απλά την ατυχία να δει ότι υπάρχουν και καλύτερα, αλλά «δεν ήταν η χαρά για μας».

Η ατάκα λοιπόν βρίσκεται σε απόλυτη ιστορική, πολιτιστική και κοινωνική αρμονία με την κουλτούρα μας. Ας μου επιτραπεί η κάτωθι πολυλογία.

Ξεχωριστή θέση στην προπαγάνδα, που με συνέπεια προωθούσε το μάθημα της Ιστορίας στα Ελληνικά σχολειά, κατέχει η πάντα σε δραματικό τόνο διαπίστωση ότι αυτή η χώρα δεν κατάφερε ποτέ να ενωθεί κάτω από ένα κοινό σκοπό, ή εναλλακτικά να επιδιώξει έναν κοινό στόχο, παρά μόνο όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι. Μέχρι να φτάσει εκεί όμως, ή ενδεχομένως για να φτάσει εκεί, είχαμε ήδη σφαχτεί μεταξύ μας, χωρίζοντας τα παιδιά μας σε καλά παιδιά και σε γαμώ τη μάνα τους. Κι είχαμε ήδη δημιουργήσει -βάσει αυτής της διαίρεσης- τριαντατρία μέτρα και σαρανταεφτά σταθμά για να εφαρμόζονται επιλεκτικά οι νόμοι.

Αυτό το «διαίρει και βασίλευε» σε κάθε συλλογική δραστηριότητα πήρε αργά και σταθερά ανεξέλεγκτες διαστάσεις και με τόσο διαφορετικά κριτήρια που μόνο δημοκρατικός νεοϋορκέζος θα μπορούσε να κατανοήσει πλήρως, αν και θα του διέφευγε το πώς καταφέραμε σε μια, συγκριτικά με τη δική του μονολιθική, κοινωνική δομή να εξυψώσουμε το diversity σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη. Μεταξύ λοιπόν δημοσίου και ιδιωτικού τομέα με περαιτέρω υποδιαιρέσεις εντός των διαιρέσεων - υμετέρων και ημετέρων, πατρικίων και πληβείων, Πασοκ και ΝΔ, Γαύρου και Βάζελου (Παοκ- Άρη), Βορείων και Νοτίων, του κράτους της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας, Τούρκων, Βούλγαρων, Αρβανιτών, Βλάχων, Σλάβων, απευθείας απογόνων του Αριστοτέλη, του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού κόμματος, του εσωτερικού, του εξωτερικού, του μου-λου, βασιλικών-βενιζελικών, φοιτητών-χουντικών, Μασόνων -Χριστιανών, ορθοδόξων- καθολικών, δοσίλογων-πατριωτών, εχόντων και μη κατεχόντων, Κηφισιάς- Πειραιά, εν άστει-εν αγροίς, των αλωνιών, των σαλονιών, του έντεχνου, του λαϊκού, των Παπανδρέου και των Καραμανλήδων, των καραστρέητ και καραγκαίη κ.ο.κ, οικοδομήσαμε την Ελλάδα πάνω στις ίδιες –σχεδόν, τα καρότα και τα μαστίγια δεν ήτανε για μας- δημοκρατικές βάσεις και αρχές, που διέπουν κάθε σύγχρονη πολυπολιτισμική χώρα, χωρίς βέβαια να είμαστε τέτοια και αποδεχόμενοι δογματικά ότι χωρίς αντίπαλο δέος η κατάληξη δεν μπορεί να είναι άλλη από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Οπότε, εν μέσω της ως άνω τρικυμίας και σύγχυσης, το παιχνίδι παίζεται ακόμα με πιόνια που αδυνατούν να καταλάβουν σε κάθε δοθείσα περίπτωση αν υπήρξαν ευνοημένα ή γαμώ τη μάνα τους, γιατί όσο τα πολυσκέφτεσαι, τόσο πιο ρευστά γίνονται αυτά τα πράγματα, ειδικά αν σε καταδιώκει η φοβία να καταταχθείς στους γαμώ τη μάνα τους. Πού θα πάει, θα βρεθεί το υπεύθυνο γονίδιο.

Σίγουρα πάντως δε ξεδιάλυνε την κατάσταση η συντονισμένη οικογενειακή κατήχηση που, κατά μία άποψη, μέσα από τις κυνικές διδαχές της δημιούργησε μια παράλληλη έννομη τάξη, που αντιμάχεται σχεδόν στο σύνολό της τη δημόσια έννομη τάξη. Στον πόλεμο, τον έρωτα, αλλά και την επιβίωση του Έλληνα επιτρέπονται τα πάντα. Με τις ευλογίες γονέων και κηδεμόνων λοιπόν και με γνώμονα να μη γίνει το παιδί κορόιδο γαμώ τη μάνα του, έγινε επιτακτική η ανάγκη να παρακάμπτεται ή να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ο νόμος και η εφαρμογή του.

Αυτά όμως περί διαίρει και βασίλευε είναι θεωρίες συνωμοσίας, διότι εμείς οι βαλκάνιοι πάνω από όλα είμεθα άνθρωποι της κοινωνικής δικτύωσης κι έτσι κάναμε, κάνουμε και θα κάνουμε τις δουλειές μας. Τι κι αν υπήρχαν πρωτεργάτες και αρχιτέκτονες της διαίρεσης, εμείς αυτή την Ελλάδα θέλαμε κι ας μη γελιόμαστε μεταξύ μας. Μεταξύ πολέμων, κατοχών και κατακτητών, πού να βρεθεί χώρος να πιστέψεις σε αξιοκρατίες και μαλακίες. Άσε που το έδαφος ήταν παραπάνω από γόνιμο και σπαρμένο από τον καιρό που δώσαμε τα φώτα μας στη Δύση κι η μαλάκω η Δύση μας το αναγνώρισε. Έκτοτε, γενιές επί γενεών Ελλήνων μεγαλώνουν καμαρώνοντας για τα κατορθώματα των προγόνων τους, γιατί όταν εμείς είχαμε χοληστερίνη, οι πουθενάδες οι χτεσινοί τρώγανε βελανίδια και, αν μη τι άλλο, μας χρωστάνε παγκοσμίως τη μισή και βάλε ιατρική ορολογία κλπ. Συνεπώς και δικαιωματικά, νομιμοποιηθήκαμε –στις συνειδήσεις μας- ως τα καλά παιδιά της οικουμένης που ντροπή σε όποιον τους φερθεί σαν να 'ναι γαμώ τη μάνα τους.

Τουλάχιστον, οι δυτικοί αντιγραφείς κρατάνε πού και πού τα προσχήματα, στην εφαρμογή είτε των νόμων, είτε των αξιοκρατικών κριτηρίων, γιατί το ξενόφερτο μοντελάκι που υιοθετήσαμε -μόνο ως προς τα καλά του- δεν λειτουργεί αλλιώς. Θέλει την ψευδαίσθησή του... Τα καλά παιδιά βέβαια δεν έχουν ανάγκη να κρατήσουν τα προσχήματα, αυτά είναι για τα πρόβατα, τους δυτικούς, τους ανυποψίαστους, τους «γαμώ τη μάνα τους».

Όσο λοιπόν ο Έλληνας είναι το καλό μας το παιδί και γαμεί αριστερά- δεξιά, ποσώς ενδιαφέρεται για όλα αυτά τα ιδεολογικά. Όταν όμως διαπιστώσει ότι υπάρχουν και καλύτερα παιδιά -«πιο ίσα από τους ίσους» όπως είπε κι ο χάρρυ για τον Σαρτζ, τότε και μόνο τότε θα χρησιμοποιήσει το εν λόγω λήμμα, πνιγμένος από την αδικία της ασύλληπτα μεγάλης και ακατανόητης εικόνας -στον μύλο της οποίας κατά πάσα πιθανότητα έχει ρίξει κι ο ίδιος νερό.

Γιατί βρέχει στη φτωχογειτονιά και το κοχίμπα σβήνει, γιατί «ξεσηκωθείτε αδέρφια να βγούμε στους δρόμους με ρόλεξ στα χέρια, με γούνες στους ώμους», γιατί γάτος γαμεί, γάτος σκούζει κλπ. Κι άμα γουστάρουμε να ξηγιόμαστε κάργα συντάξεις και επιδόματα και κράτος πατερούλη, αυτά είναι κεκτημένα των καλών παιδιών που δεν τα διαπραγματευόμαστε. Ο άλλος δηλαδή γιατί;

Με άλλα λόγια, δεν αντέχονται οι ενοχές για αυτά που θα μπορούσαν να είχαν γίνει αλλά δεν έγιναν, για αυτά που έγιναν ενώ θα μπορούσαν να μην είχαν γίνει, αλλά τώρα είναι αργά για δάκρυα. Όπως σωθήκαν τα άλλα καλά παιδιά, πρέπει να σωθούν και τούτα.
Κι όπως λέει κι ο Χότζας στον Καζαντζίδη, πότε θα φταίει η σακατεμένη η μοίρα, πότε οι πλανήτες ή/και η ακαθορίστου προελεύσεως και έμπνευσης διαίρεση των Ελλήνων σε καλά παιδιά και σε γαμώ τη μάνα τους. Ο καθένας μπορεί να εξάγει τα συμπεράσματά του, τζάμπα είναι το λακριντί. Οι μάζες πάντως χότζα μου δεν έπαψαν, ούτε θα πάψουν να μη σηκώνουν ορθολογιστικές εξηγήσεις. Όταν μας πιάνουν έναν-έναν, κάτι γίνεται...

  1. Η βία, ένστολη ή μη ένστολη, είναι καταστροφική... να το κοιτάξουμε το θέμα και να μην έχουμε μονομέρεια. Δεν μπορεί το ‘να παιδί καλό παιδί και τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του.... κι ο αστυνομικός ελληνόπουλο των 900 ευρώ το μήνα είναι.» (Γιακουμάτος)

  2. το ‘να παιδί καλό παιδί και τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του. Παντού διακρίσεις σε αυτήν την πουτάνα τη ζωή... καλό μήνα σε όλα τα τσογλάνια του διαδικτύου που βγάζετε τη γλώσσα στην εξουσία (από μπλογκ)

  3. Αιδώς αχρείοι, το ‘να παιδί καλό παιδί και τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του. Προκλητικές ανισότητες παρά τις μεγάλες αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα που επιχειρεί η κυβέρνηση... (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άμα είσαι μιας κάποιας ηλικίας, τότε παιχνιδομηχανές, κονσόλες, πλέη-στέησον, ιξμπόξ, γουί και λοιπά μεταγενέστερα των ογδόνταζ μπλιμπλίκια για σένα θα ονομάζονται πάντα ατάρι.

Γιατί είναι εξωτική-ψαρωτική ονομασία, γιατί το θυμάσαι από το «πατάρι»(που βρίσκεται τα τελευταία είκοσι χρόνια) και γιατί μπάσει περιπτώσει, κατάλαβες τι εννοώ, αυτό που το βάνεις στην τηλεόραση και παίζεις.


  1. - Τι του πήρες του μικρού για τα γενέθλια;
    - Ένα ατάρι από αυτά τα μαύρα. Το άσπρο ήταν πιο φτηνό αλλά δεν έβγαζα άκρη μαζί του.
    - Έχει βγάλει ένα κι η νιτέντο.
    - Ατάρι;
    - Ναι (άντε γεια).


  2. - Δε μου λες, δεν κλείνεις το ατάρι να ανοίξεις κάνα βιβλίο;
    - Το ποιο;
    - Με δουλεύει κιόλας το μαλακιασμένο...


  3. - Μωρ’ τι μαλάκας είναι τούτος; Που σταδιάλα τον βρήκατε και τον βάλατε αρχηγό;
    - Να τον αφήσεις ήσυχο τον Τζέφρι. Τον είδαμε και τον χοντρό, όλη μέρα καβάλα στο ατάρι...
    - (Τρίτος πετάγεται) Πάλι για ποδοσφαιρικά μιλάτε; θα σας αλλάξω θρανίο.

η γλύκα του να κάνεις τίποτα (από vanias, 14/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι στιγμές που σε πνίγει το δίκιο. Σε τσεκάρεις μήπως χειραγωγείς την κατάστα, μήπως ο θυμός σου είναι παράλογος, μήπως κάτι δεν έχεις πιάσει και τελικά καταλαβαίνεις ότι και δίκιο έχεις και σωστά θυμώνεις και πέρα από εγωισμούς είσαι. Οπότε μιλάς κι έχει τον ατελείωτο η κουβέντα, επιμένεις να λύσεις το θέμα ον δα σποτ και προσπαθείς εντατικά να εξασφαλίσεις ότι τα κίνητρα είναι τα ίδια εκατέρωθεν.

Ο άλλος όμως; Ε, ο άλλος έχει τα δικά του δαιμόνια και βλέπει τα κίνητρά σου για τούγκουντ τουμπιτρού, προσπάθειες χειραγώγησης κτλ.

Οπότε μύλος.

Πας λοιπόν στον κολλητό/ή, ξαναπαίζεις τον δίσκο και κλείνεις το παρολί δηλώνοντας «ό,τι είπα, ένα μπούτσο κατάλαβε». Σύνδεση με Κάιρο δηλαδή.

— «Ρε παιδάκι μου» της λέω, «το κακό σου θέλω γω; Τι κουβαλήθηκα εδώ πέρα από την άλλη άκρη της γης; Για να ελέγχω που πας και τι κάνεις; Τι σόι σχέση εξ αποστάσεως είναι αυτή άμα θέλεις χώρο κι όταν είμαστε μαζί;»
— Και τι σου είπε;
— Φωνές, κακό, φασαρία... Ότι τάχα την πνίγω, ότι έχει ξαναπεράσει από σχέση που δεν της επέτρεπαν να βλέπει τους φίλους της. Λες και της απαγόρευσα να τους βλέπει. Έξι μέρες έκανε ό,τι πλάνα ήθελε. «Πάμε στον έτσι, πάμε στου αλλιώς», μέσα έγω. Το Σάββατο όμως ήθελα πριβέ χαλαρές καταστάσεις, όχι να κοιτάμε το ρολόι και να τρέχουμε από το ένα νησί στο άλλο.
— Καλά και δε συμφώνησε; Δεν είναι και καμιά φοβερή παραχώρηση... — Ό,τι είπα ένα μπούτσο κατάλαβε. Πήγε με τις φίλες της για ντίνερ, είναι καθιερωμένο βλέπεις γαμώ τα σεξεντδασίτυ μου γαμώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φοβάται ο διάολος το λιβάνι. Ακόμα μία all time classic πελοποννήζιαν έκφραση που, για ανεξήγητους λόγους, το νετ την αρμενίζει ως παροιμία. Εννοείται ότι υπάρχει διδακτικό περιεχόμενο – αν το δεις, το βλέπεις ε, vikar;

Ο κούρος, το κούρεμα, η κουρά των αιγοπροβάτων είναι παράδοση να γίνεται σε γιορτινό κλίμα με σφαχτάρια, με κρασά και με μπόλικο βέλαγμα γιδός στη θέα του ψαλιδιού. Συνολικά πρόκειται για θέαμα που προκαλεί τον γέλωτα του Πελοποννησίου και τρέφει τον εγωισμό του, καθότι ο ίδιος θα βίωνε την ίδια διαδικασία με αντρισμό. Μια μόνιμη φοβία έχει λοιπόν η μπίτι αναξιοπρεπής γίδα στην πολυκούρευτη ζωή της κι αυτή δεν είναι άλλη από το σκουριασμένο τριζάτο ψαλίδι του βοσκού.

Πριν τις μηχανές κουράς και τις λοιπά σύγχρονα κομφόρ που ακόμα δεν τα λες καθιερωμένα στο γιουνανιστάν, το ψαλίδι έκοβε (και κόβει) για κάθε τούφα μαλλί και μια λωρίδα πέτσα. Θέλει τέχνη το όλο κόλπο κι αμα δεν ξέρεις και δουλειά δε γίνεται και πάει η παναγία σύννεφο. Αν επιχειρήσω δε να μπω στο μυαλό της γίδας, η ακινητοποίηση και τα χρατς χρουτς γύρω απ’ την ουρά μου μάλλον δε μου χρειάζονται. Κι ας λένε οι βοσκοί ότι υποφέρω από τη ζέστη. Καλά κάνω.

Ειρήσθω εν παρόδω, αν τολμήσεις να μιλήσεις για animal rights κάτω απ’ τ’αυλάκι, ετοιμάσου για κράξιμο που δεν έχεις ματαξαναφαγωμένο. Ζώο και πετ είναι έννοιες ασυμβίβαστες, για να μην πω ότι η δεύτερη είναι άγνωστη και ως λέξη και ως ιδιότητα ζωντανού στους άνω των –άντα πελοποννησίους, μονίμως διαβιούντες στη νήσο.

- Ε, λοιπόν δεν πάω προφορικά ρε Μηνά, πώς το λένε; Με τον κάθε καραγκιόζο καθηγηταρά που την έχει δει επιστήμων. Δε μου φτάνει το άγχος μου, πρέπει να δω και την φάτσα τους στο ένα μέτρο; Και την ειρωνεία; Και τα χαρτάκια που περνάει ο ένας μαλάκας στον άλλον; Ένα μάθημα θέλω να τελειώνω, ας μ’ αφήσουν να γράψω... Μήπως πρέπει να τους την παίξω κιόλας;
- Σιγά μωρή ρούσα πως κάνεις έτσι; Σαν τη γίδα από το ψαλίδι... Πήγαινε δώστο να πάει στο διάολο να πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από που να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις... Από τη μισητή μορφή του Ισκαριώτη; Από το γεγονός ότι ο ρουφιάνος χαιρόταν τον έρωτα; Από τα φιλιά που έδινε αβέρτα που να μη σώσει; Από τον πλεονασμό του «γαμώ τα γαμήσια»; Απ' όπου και να το καρκατζαλώσεις μέσα είσαι.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο του γαμώ αντιχρίστους, διαβόλους, τριβόλους κλπ, θέλω δηλαδή να βρίσω θεία –αλλά όχι, δε θα το επιτρέψω στον εαυτό μου. Αλλά ναι. Αλλά όχι... Στήσου Ιούδα να ξεχαρμανιάσω γιατί τα θέλει ο κώλος σου...

— Κωστάκη πήρε ο Κώστας και είπε ότι η παραγγελιά του Ντίνου ακυρώθηκε. Kρίμα ρε γαμώτο, τόση ώρα φάγαμε στα τηλέφωνα...
— Δώμου το τηλέφωνο μη γαμήσω τίποτα... Έλα ρε Κώτσο, τι έγινε ρε γαμώ τα γαμήσια του Ιούδα γαμώ το γαμώ μου μέσα γαμώ;
— Άστα γαμηθήκαμε...

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν του βασικού ορισμού περί θυμού, το θέμα προσεγγίζεται από τη μεριά της ταχύτητας στην οποία καίγεται η πυρίτιδα λίγο πριν την έκρηξη, και το οποίο φαινόμενο στο σύνολό του προκαλεί ζωηρό ενθουσιασμό σε Πελοποννησίους όλων των ηλικιών. Η προστακτική «γίνου μπαρούτι από δω χάμω» ή και σκέτο «'αρούτ’», αλλά και η χρήση στο context «έγινε μπαρούτι», παίρνει τη σημασία του «εξαφανίσου-εξαφανίστηκε», «απήδα την-την απήδηκε», «γίνου καπινός-γίνηκε καπινός (και πήγε στο σταθιμό των τρένωνε)» κ.ο.κ. Ουσιαστικά λοιπόν επιβεβαιώνει το επείγον μιας κατάστασης που ενδεχομένως ακολουθεί το γεγονός ότι κάποιος έχει γίνει μπαρούτι κατά τον πρώτο ορισμό, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να γίνει μπαρούτι κατά το hereby.

Πάντως δεν αποκλείεται να περιγράφει και επείγουσα κατάσταση όπου ο δέκτης πρέπει να βιαστεί μπας και την σώσει.

Σ.σ. Γενικά οι Πελοποννήσιοι έχουν φοβερό έρωτα με το να θολώνουν ένα ξεκάθαρο εκφραστικά τοπίο γεμίζοντάς το υπονοούμενα. Επιπλέον, με τις εκρηκτικές ύλες διατηρεί στοργική σχέση κάθε πελοποννήσιος που σέβεται τον εαυτό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικό κομμάτι της χειραφέτησής του νεαρού Πελοποννησίου είναι και η πρώτη του επαφή με αυτοσχέδιους δυναμίτες στο πλαίσιο ψαρέματος –ο θεός να το κάνει– σε ποτάμια κτλ.

  1. — Ήθελα να 'ξερα τι θα γινόμασταν εδώ μέσα αν δεν είχαμε πιάσει συγγένεια με την Πελοπόννησο. Περί τα 6.000 λήμματα λιγότερα υπολογίζω.
    — Ναι ρε, ευτυχώς να λες.
    — Τι άλλα... Αμάν τι ώρα πήγε;
    — Μιάμιση, γίνου μπαρούτι.

  2. Εγώ φταίω που κάθομαι και ασχολούμαι.
    — Γι' αυτό γίνου μπαρούτι μην ασχοληθώ κι εγώ.

(από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και διάφορα άλλα εις -ιξ γιατί είναι τρελοί αυτοί οι γαλάτες και εμπάση περιπτώσει τους πάμε γιατί κάτι αδιευκρίνιστο μας θυμίζουν. Λίγο οι καυγάδες μεταξύ τους, λίγο η ψωροπερηφάνεια τους κι οι μαλακισμένες φοβίες τους, ένας ελάχιστος φόρος τιμής δένκακος.

Τεσπά τα γκομενέτα, γκόμενες, γκομενάκια, γκόμνες κτλ είναι μεγάλο κομμάτι του all time classic προτύπου της ελληνικής ανδρικής επιτυχίας, το συνώνυμο του εγχώριου ανδρικού κουλ, οπότε ρίχτουτου σε κουλσλανγκιές τ. γκομενίξ που υποδηλώνουν έμμεσα την οικειότητα με το αντικείμενο, κατ' επέκταση τη βαθιά γνώση του, που επιτρέπει να υποβαθμιστεί ο έρως (και) σε κόμικ, καθότι η μεγάλη εικόνα δηλαδή.

Εσχάτως και οι κορασίδες χρησιμοποιούν τις αυτές εκφράσεις: «ωραίο μουνί ο Θόδωρας» κλπ.

  1. Τα γκομενίξ δε θέλουν πολύ σκοτούρα αγόρι μου. Άμα κατέχεις δεν τα αφήνεις να μεγαλώσουν ποτέ.

  2. Έχει τίποτα γκομενίξ ή θα κοιταζόμαστε;

  3. Γκομενίξ έχει αρκετά δε χρειάζεται να φέρει κανείς.

Ο Οβελίξ και η Γαλά... τισσα Φαλμπάλα (Laetitia Casta) (από GATZMAN, 09/06/11)γκομενίξ (από vanias, 09/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified