Σκουντάω, ζμπρώχνω. Βορειοελλαδίτικος ιδιωματισμός.

Περιμένοντας στην ουρά, ο μπροστά στον πίσω:

-Αρ τι ρουσντάς; Κατά πού να κλώσω;

-Μένα το λες; Οι από πίσω με ζμπρώχνε...

Ρουσντάει καλά ο Σάλμαν Ρούσντι! (από Hank, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H βούλα, το σημάδι.

Ορίζει κυρίως τα εκ γενετής σημάδια του κορμιού, όπως ελιές, κρεατοελιές, λεύκη κ.α αλλά και γενικώς τους λεκέδες στα γύφτικα.

-Ποιός πέρασε;

-Ο Μούλης (υποκοριστικό του Θωμάς εις την ευγενέστατη και συμπαθητική φυλή των Γύφτων) με τη ντάμκα και το σαξ το εβδομηνταπεντάρι το φτιαχτό.

σ.s.: ο εν λόγω Μούλης έχει μια ελιά στο πρόσωπο σε μέγεθος ρεσώ (κεριού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανατινάζω, κάνω κάτι να εκραγεί, κάνω κάτι να σκάσει. Κάνω μια οποιαδήποτε μια ενέργεια που προκαλεί θόρυβο.

Τοπικός ιδιωματισμός της Μακεδονίας.

- Θα σε βάξω καμιά κροτίδα να σκιαχτείς.

- Βούτηξε στο ποτάμι, αλλά ήταν ρηχό κι έβαξε στις πέτρες.

- Στη βάξω τη μπάτσα α σε κουνηθεί το μυαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Mακεδονία) ρήμα: κάνω σκιά // τρομάζω, ξαφνιάζω κάποιον.

1. Tον έβαξα την κροτίδα και σκιάχτηκε.
2. Ήταν κρυμμένος ο καργιόλης και με το που πετάχτηκε μπροστά μου μεσ'τα σκοτάδια μ' έσκιαξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σέσουλα στα γιούφτικα.

Γεωργικό εργαλείο, ίδιο στη μορφή με τη γνωστή σέσουλα που χρησιμοποιείται στα καζίνο από τον γκρουπιέρη για να μαζεύει τις μάρκες, αλλά μεγαλύτερο σε διαστάσεις το οποίο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία σωρού ή άπλωμα γεωργικού προϊόντος π.χ σιταριού, ή για τον καθαρισμό στάβλων από ακαθαρσίες και περιττώματα.

- Ίτσιο (ο Χρήστος στα γιούφτικα), σκίστηκε το τσουβάλι και με χύθηκε το κριθάρι.Τι κάνουμε τώρα;
- Άκου ερώτηση. Πιάσε το σεμστερέκι και μάζεψτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία προκύπτει από την ενστικτώδη διάγνωση ότι τα υγρά του αντικειμένου του πόθου διακρίνονται από την γλυκιά τους γεύση, την ωραία μυρωδιά και ενδεχομένως από θεραπευτικές ιδιότητες. Παίζει επίσης και η προσμονή της αγιοσύνης μετά την κατάποση, ιδιότητα που, αν και αποδίδεται από την εκκλησία στην μαυροδάφνη, εντούτοις και άλλες ουσίες την διεκδικούν.

Τυχόν ταύτιση του λήμματος με την πασίγνωστη έκφραση: «Σφάξε με αγά μου να αγιάσω» είναι υπό συζήτηση.

-Πω ρε μάγκα τι κόμματος είναι τούτος;
-Πού ρε συ;
-Να πίσω σου. Χύσε πασά μου να μεταλάβω!!!

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία δηλώνει ότι κάποιος κάνει με το μυαλό του πανηγύρια, δεν «πατάει» καλά στα μυαλά του, λασκάρισε κ.τ.λ.

Ο φέρων αυτή την ιδιότητα αδυνατεί να επικοινωνήσει με τη πραγματικότητα, αδυνατεί να συμβαδίσει με την κοινή λογική και γενικά απέχει παρασάγγας από την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά και σκέψη.

Ως γνωστόν μπαϊράμι είναι μουσουλμανική εορτή διάρκειας πολλών (μεγάλο μπαϊράμι) ή λιγότερων ημερών (μικρό μπαϊράμι). Ίσως και γι’ αυτό να συναντάται σε περιοχές με έντονο μουσουλμανικό στοιχείο (Ξανθη κ.τ.λ.), αλλά παρεισέφρησε και σε άλλες περιοχές (Θεσ/νίκη).

Συνώνυμα: αγγελοκρουσμένος, αλαφροΐσκιωτος, νεραϊδογλειμμένος, «αψήλωσε ο νους του» (Καζαντζάκης).

  1. - Τι θα γίνει ρε παιδιά με τον Θωμά; Ολημερίς αραδιάζει κάτι ιστορίες για τους Ελωχίμ, Μουσελίν και τέτοιες παπαριές.
    - Άστα πουρέδιασε με τον Λιακόπουλο και τα ‘χασε. Το είχε που το είχε το μπαϊράμι στο μυαλό, τώρα χέσ’ τα...

  2. -Θα παίξουμε κανα ταβλάκι;
    -Αφού αύριο δίνουμε ρε μαλάκα! Καλά ε, εσύ έχεις μπαϊράμι στο μυαλό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται όποιος ρουφάει ψειρίζει τα ντουμάνια από αναμμένο γάρο παρακείμενης παρέας, ελλείψει δικής του ποσότητας ινδικής κάνναβης.

- Ρε μάγκες ασφαλίτης είναι αυτός;

- Μπα μη ψαρώνεις, για ντουμανόψειρα τον κόβω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταρίστικες εκφράσεις κατά τις οποίες στην ονομαστική εορτή του πρώτου (γιορτάζει πολλές ή λίγες φορές το χρόνο, αναλόγως το σώμα) είμαι στην τσίτα, ενώ στην εορτή της δεύτερης είμαι χύμα, πολύ ή λίγο και πάλι ανάλογα με το σώμα που υπηρετώ.

βλ. επίσης: χυμαδιό , ρέκλα, χυμείο.

- Σηκωθείτε ρε στραβάδια, ήρθε του Aγίου Εγέρθητου!

- Πλάκα κάνεις ρε μεγάλε; Είμαστε με το παλιό και σήμερα είναι της Αγίας Τανάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για slang στιχομυθία, συνέχεια του λήμματος τιγκανά.

Το αντερσον αποτελεί πρόταση, τύπου άντε να την κάνουμε σγα-σγα, ενώ το γκούσταφσον, απάντηση του γουστάρω, άραξε ακόμα λίγο. Αμφότερες οι λέξεις, επίθετα ποδοσφαιριστών με ενεργή παρουσία στα ελληνικά ποδοσφαιρικά δρώμενα

Σχετικά λήμματα Τιγκανά Τιμούρ (και) Κετσπάγια, Τομπούλογλου.

- Μεγάλε τιγκανά; Άντερσον;

- Άραξε λίγο ρε μεγάλε. Γκούσταφσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified