Ο έχων τους κοιλιακούς του καραγραμμωμένους, τόσο που θυμίζουν πλήκτρα πιάνου.
Μιλάμε θα μάσει πολύ ξύλο ο δικός σου. Άμα τον δεις τον άλλο, έβγαλε το μπλουζάκι και τρομάξαμε με τους κοιλιακούς του. Πιάνο, λέμε.
(κουβέντα πριν από αγώνα μποξ)
Ο έχων τους κοιλιακούς του καραγραμμωμένους, τόσο που θυμίζουν πλήκτρα πιάνου.
Μιλάμε θα μάσει πολύ ξύλο ο δικός σου. Άμα τον δεις τον άλλο, έβγαλε το μπλουζάκι και τρομάξαμε με τους κοιλιακούς του. Πιάνο, λέμε.
(κουβέντα πριν από αγώνα μποξ)
βλ. και εξαπάκετο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπαμπαδισμός / μαμαδισμός που ακουγότανε κάθε φορά που το βλαστάρι έπεφτε και έκλαιγε. Όσοι μπορούν ακόμα να επαναφέρουν μνήμες από τα 3-4 τους χρόνια, πολύ πιθανόν να το έχουν ακούσει. Ίσως αυτό που πραγματικά μας ωριμάζει είναι τα ζόρια.
Σήμερα άμα το ακούσουμε παίζουν δυο τινά: ή μάς δουλεύουν ή μάς δουλεύουν τελείως, χωρίς να αποκλείεται και το 1% της τρυφερότητας.
- Πρόσεχε παιδάκι μου θα σκοτωθείς
- ΜΠΑΜ. Ουα!!!
- τσώπα, τσώπα τώλα...θα μεγαλώσεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.
Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.
Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δηλαδή, αυτό που σου λέω είναι πολύ σημαντικό, είναι μια αλήθεια ζωής (πικρή βέβαια) που θα σε συνοδεύει για πάντα κι άμα την ακολουθήσεις θα σου χρησιμεύσει, θα σε ατσαλώσει. Εξ ου και σκουλαρίκι, που είναι μέταλλο, ανθεκτικό και μόνιμο. Αλλιώς θα λέγαμε βάλε «μάρτη». Γι' αυτό το να το έχεις όπως το σκουλαρίκι, σημαίνει να το έχεις ''δεμένο'' πάνω σου, χαλκά που λέμε, βιδωμένο μες το μυαλό σου.
- Δεν περίμενα τέτοια ξήγα από τον και καλά φίλο, ειδικά στη φάση που περνάω.
- Αμίγκο, όταν ανεβαίνεις έχεις πολλούς παραστάτες, άμα αρχίσει ο κατήφορος είσαι μόνος. Αυτό που σου λέω κάν' το σκουλαρίκι.
(Και το έκανε)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νταλικέρικη έκφραση, για να δηλώσει καταρχήν το προφανές. Τα χιλιόμετρα του πάνε ή του έλα, που δεν κουβαλάς φορτίο, άρα δεν πληρώνεσαι για το δρομολόγιο. Βέβαια οι ιδιοκτήτες νταλίκας φροντίζουν να κουβαλάνε cargo αλερετουρ, για ν΄αποφύγουν τη χασούρα. Δε τα καταφέρνουν πάντα όμως (άμα τα κατάφερναν δεν θα είχαμε και την φράση).
Μεταφορικά τώρα, χρησιμοποιείται για τη χασούρα γενικότερα και σε όλους τους τομείς ( οικονομικούς, αισθηματικούς κοκ ). Τζάμπα καίει η λάμπα, δλδ.
Στιχομυθία καληνυχτάκηδων
- Τι έγινε χτες με τη φορτωτική; Πως πήγε; Φάγαμε;
- Μπα ρε φίλε. Τίποτα. Την πήγα στου διαόλου το κέρατο, και την καληνύχτισα. Ούτε καν βενζινογαμιάς
Και οι δύο ταυτόχρονα:
- Άδεια χιλιόμετρα ρε πστμ!
- Πού, ρε συ;
- Τούαλετ.
- Μπύρες;
- Ναί.
- Άδεια χιλιόμετρα ρε μλκ. Πιές κανά μπέρμπον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μετά από έντονη σωματική-πνευματική καταπόνηση, επέρχεται το φυσιολογικό φαινόμενο της κούρασης. Όσο είναι ανεβασμένα τα επίπεδα της αδρεναλίνης, της τεστοστερόνης κτλ, δεν το καταλαβαίνουμε. Όταν πέσει ο ρυθμός όμως σώμα και πνεύμα παραπαίουν. Εκεί χρησιμοποιούμε την έκφραση «μου βγαίνει η κούραση».
Σαν σλανγκ χρησιμοποιείται μεταφορικά αφενός για άτομα που ρετάρανε, βέλαξαν κτλ, είναι δλδ σε φάση που πνευματικές και σωματικές λειτουργίες υπολειτουργούν, αφεδύο για άτομα που γίνονται κουραστικά, βγάζουν νταλαιπώργια σε τρίτους, πρηξαρχίδια στο φινάλε.
- Πού πας ωρέ κλεφτόπουλο;
- Να βγάλω εισιτήρια για το έργο!
- Ποιο έργο; Τώρα δεν είπαμε πάμε στον ψηλό; Βγάζεις κούραση ρε ψηλέ
- Εσείς οι δύο, μοιράστε τα φυλλάδια να ξεμπερδέ!
- Μη βγάζεις κούραση ρε σειρά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προφάνουσλυ, αυτός ο οποίος σκέφτεται μόνο το τομάρι του, ο παρτάκιας.
Ζωντανό παράδειγμα: ο Μοντεχρήστος, στον Ισοβίτη του Αρκά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από πολύ παλιά η ανάγκη του ανθρώπου για καταμέτρηση των διαφόρων αγαθών τον οδήγησε στα μαθηματικά (βλ. Σουμέριους, Αιγύπτιους κτλ).
Για την ευκολία του, να μην χάνει τον λογαριασμό δλδ, συστηματοποίησε την καταμέτρηση σε σύνολα (πχ δεκάδες για τα δεμάτια σταριού, ή εφτάδες για τις διμοιρίες στον στρατό κ.α, τα οποία δεν θα απασχολήσουν τον παρόντα ορισμό ενυφέρδερ).
Όταν λοιπόν μας πάνε άσχημα τα πράγματα και τρώμε τον ένα πίσω από τον άλλο, για να μη χάσουμε το μέτρημα ή/και για να προλάβουμε, δεματοποιούμε τα τσιβιά σε δεκάδες. Σαν τους φυλακισμένους ένα πράμα που τραβάνε μια λοξή κιμωλία για να κλείσει η δεκάδα, μετά τις εννιά κάθετες.
(το Εφραίμ επειδή τον τέντωσαν την νεφραμιά)
Χίλια μετράνε στο χωριό κι εγώ στο σπίτι ένα (εδώ εννοούνται βάσανα).Έπαιξε πάλι πένθιμα μες το χωριό η καμπάνα, όχι για ξένο άνθρωπο για τη δική μου μάνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην καθομιλουμένη, σημαίνει ότι ψάχνομαι για καταστάσεις αι οποίαι θα με δυσκολέψουν, θα τις φάω και γενικά οδηγεί σε νταλαιπώργια.
Στην σλανγκ εκδοχή σημαίνει ότι πεινάω και ψάχνω το καλύτερο (θεωρητικά πάντα, γατί μπορεί να πέσουμε και σε γατόγυρο) γυράδικο, να κατευνάσω τη λίμα μου με κανά γυρόνι
ασίστ: το γυράδικο
- Κάνει πείνα, ή εγώ πεινάω;
- Κάνει πείνα! Είσαι για κανά πιτόγυρο;
- Πάμε γυρεύοντας;
- Τώρα αυτό για σλανγκ το είπες;
- Ουιτ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified