Ο Λάκης, ο λεμές, ο λιλίκος, κοινώς ο φλώρος.

Ο βλάχος ο μεγάλος, ο μπουρτζόβλαχος.

- Πού 'σαι ρε χοβλά; (ή χοβλί)

- Πούς α χοβλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφράζοντας σημαίνει: «γαμήθηκαν (ή γαμιούνται) σαν τα σκυλιά καταγής».

Κοινώς το βουκολικό σεξ, το σεξ στην φύση.

Πέρναγα από το χωράφ τις προάλλες και είδα την (εδώ προσθέτετε όποια επιθυμείτε) και τον (εδώ πάλι προσθέτετε όποιον επιθυμείτε) που γαμιώσαντε σαν τα σκλιά καταής. Τα άστρα προσμέτραγε με πλάτη στο λιβάδι.

Βλ. σχετικό γαμιέται σαν σκύλα, αλλά και άλλα σεξουαλικά βουκολικά όπως γιδογάμης, γαϊδουρογάμης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιλίκος εστί ο τσιλιβήθρας, κοινώς ο πολύ λεπτός άντρας.

Χρησιμοποιείται συνήθως όταν κάποιος έχει πολύ καιρό να δει αυτόν που χαιρετάει.

Πού 'σαι ρε λιλίκο; Πώς αδυνάτισες έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υποδηλώνει ότι μία κατάσταση έχει γίνει μύλος. Μπερδεway.

Επίσης μπορεί να υποδηλώνει σεξουαλικό υπονοούμενο για ένα ξεγυρισμένο gang-bang λόγου χάρη.

δεν μπορώ να βγάλω άκρη με όλα αυτά που λές.
Με μιά σου λέξη γινόμαστε έξι.

Επίσης:περνάει μία μούνα από μπροστά σου, οπότε λές «με μιά σου λέξη γινόμαστε έξι». Απλώς μετά θα πρέπει να βρείς άλλους πέντε

(από Hank, 13/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βελάζει εννούμε ότι έχει λαλήσει/κλάσει (μεταφορικά). Αυτό μπορεί να συμβαίνει από πολλά ξύδια ή γάρα ή συνδυασμό αυτών.

Συνοδεύεται συνήθως από την έκφραση «κάνε μπέεε» που υποδηλώνει εμμέσως στον άλλον ότι έχει βελάξει.

Συντομογραφία μπορεί να θεωρηθεί και τα αρχικά Ελ Βελ= Ελευθέριος Βενιζέλος, το αεροδρόμιο.

Τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνθετη λέξη, π.χ. δρακοβελάζω, δηλαδή το υπέρτατο βέλαγμα all time ever.

- Μαλάκα, έχω κλάσει άσχημα
- Έχεις βελάξει; Κάνε μπέεεεεεε! Δεν μπορείς;;;
- Ελ βελ τελείως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί για όλα τα θελήματα, συνήθως του κλώτσου και του μπάτσου.

Η Παναγία καμαριέρα, με στρίνγκ κυλότα και ζαρτιέρα
Και σερβιτόρος ο Χριστός στο μοτέλ Παράδεισος
Και κηπουρός ο Μωυσής και ο Αβραάμ σαν μπουφετζής
Η Σάρα, η Άννα και ο Καιάφας,
να απλώνουν αλοιφές στην μάπας.
Χριστέ μου σε παρακαλώ,
πιάσε μια μπύρα στο οκτώ
Και φώναξε τα αγγελάκια να μας αδειάζουν τα τασάκια.
Φώναξε και το Άγιο Πνεύμα, στην γκόμενα να κάνει νεύμα
Και πές στον μπάρμαν τον Ιούδα, στην ποικιλία βάλε θρούμπα
Και σερβιτόρος ο Χριστός και εγώ θα είμαι ο Θεός.

(Πηγή: www.eriminparastasi.co.cc)

Αρκάς, Το φύλο των αγγέλων (από patsis, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ, ο πήδουλας, το χυδαίο γαμήσι. Ενίοτε σημαίνει και το ξέσκισμα ή το καρφοκώλιασμα.

Πήγες για μαρκάλεμα, όχι μ'εμένα με άλλονα,
Όσο και αν σε μάλωνα,
Εσύ πήγες με άλλονα.

(από dubbass, 14/07/09)(από dubbass, 15/07/09)

Δες και μαρκαλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη και παγκόσμια πουστιά. Ενδεχομένως σε τοπικές διαλέκτους να σημαίνει και το μακελάρισμα, δηλαδή το μεγάλο μακελειό.

Επίσης κυριολεκτικά μπορεί να σημαίνει και τα πανιά για το μουνί.

Αλλά σαν σχήμα μεταφορικού λόγου σίγουρα θα εννοήσουμε την σερβιέτα.

Προσπαθώντας να βρω λύση για το πρόβλημα, κοίτα τι μουνοπανιά ανακάλυψα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξαφνικό χεσίδι, που σε πιάνει απροειδοποίητα και δεν ξέρεις τι να κάνεις, ιδρώνοντας ταυτόχρονα.

Ετυμολογία: σύντμηση τη λέξης χέσιμο. Αρσενικού γένους, χωρίς το πρόθεμα χε-, σκέτο -σίμος.

Πςςς φίλε, ο Σίμος μου χτυπάει την πόρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ισχυρό σοκ, ενίοτε και το αναπάντεχο σοκ.

Σύνθετη λέξη η οποία προέρχεται από τις λέξεις, πρωκτός και σοκ και η οποία αποτελεί την σύντμηση των δύο παραπάνω λέξεων.

Τις προάλλες που έβλεπα ειδήσεις, έπαθα πρωκτοσόκ από την ανακρίβεια του ρεπορτάζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified