Στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν τον Εμπειρίκον, το ψωλοκόριτσο ορίζεται αστασιάστως ως «ἡ κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλὴν», ήτοι η ψωλοζητιάνα, η ψωλοδιψάζουσα ζητιάνα της πούτσας, η ψωλού. Στο νέτι το βρίσκω και με πιο queer σημασίες ως κορίτσια που έχουν/ είχαν ψωλή (τραβέλια ή τρανσφόρμερ) ή παντός είδους ψωλίδας.

  1. -Ἄν είμαι λοιπὸν γκουνιώτα, πρέπει να είμαι τόσο λίγο ποὺ αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀληθινὰ γκουνιώτα... Τόσο λίγο ὅσο ἐγώ, εἶσαι καὶ σὺ Μιμί μου, δὲν τὸ παραδέχεσαι;
    - Τὸ παραδέχομαι απολύτως... Τόσο ὅσο λὲς είμαι καὶ ἐγώ... Κι ὅποια κοπέλλα εἶναι τόσο λίγο, δὲν εἶναι γκουνιώτα, μὰ ψωλοκόριτσο- δηλαδή κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλή!... Ἡ μόνη μας διαφορὰ εἶναι, θαρρῶ, ὅτι τρελλαίνομαι ὄχι μόνο γιὰ ψωλὴ μὰ καὶ γιὰ σπέρμα... Μπορῶ νὰ καταπιῶ 5-6 ἀνδρῶν ψωλόχυμα, συνέχεια, τοῦ ἑνὸς μετὰ τοῦ ἄλλου...
    - Καὶ τὸ μουνόχυμα; Ἄν χύσηι μιὰ κοπέλλα μὲς στὸ στόμα σου δὲν σοῦ ἀρέσει;
    - Μοῦ ἀρέσει πολὺ καὶ πάντα τὸ καταπίνω... Θεωρῶ ὅμως τὸ σπέρμα ὡς κάτι ἀνώτερο, πολὺ άνώτερο, ὅσο εἶναι ἡ σαμπάνια ἀπὸ τὸ κοινὸ κρασί... ποὺ δὲν ἀρνοῦμαι ὅμως ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν άξίαν του. Μ'ἐννόησες, ἀγαπητή μου Estelle; (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 3, σ. 302).

  2. Συνέχισε ψωλοκόριτσο. Ποιείς ωραίαν μαλακίαν. Στας διαταγάς σας κυρία. (Από σάιτ).

  3. ανωμαλο τρανσ ψωλοκοριτσο 25 χρονων ψαχνει παρέα για τρελα παιχνίδια. (Από σάιτ γνωριμιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πλεοναστικός εμφατικός τρόπος για να βρίσεις κάποια(-ον) (ή να αποκαλέσεις στο πλαίσιο γαμησιάτικων μπινελικίων) ως πουτάνα.

  1. -Ψωλοπουτάνα όλκης. Να πάει να γαμηθεί...
    -Τόσες και τόσες ρομούνες, την πιο ξυνή διαλέξατε; (Ντέλια Βελκουλέσκου, η Ρουμάνα του ΔΝΤ για την Κύπρο).

2. Κύριε ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΑ η μανούλα σου η ψωλοπουτάνα σε έμαθε να φοβάσαι τους μετανάστες και τους αναρχικούς τόσο πολύ;! Κάτι ξέρει μάλλον

3. Να πεθάνουν τα ψωλοπούτανα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου σημαίνει το νεαρώτατον κοράσιον που συμπεριφέρεται ήδη ως πούτα ή, μάλλον, ως αγγελοπούτα λόγω της αγγελικής εμφανίσεως της καυλαγγέλου καυλόπαιδος. Χρησιμοποιείται σε γαμησιάτικα ή αυνανιστικά μπινελίκια, όπου με τον χαρακτηριστικό στον Εμπειρίκο «μίνιμουμ σαδισμόν» εξυβρίζεται η ερωμένη ώστε να επιταθεί η καύλωσις του ερώντος ή της ερώσης. Πέον να σημειωθεί ότι το πουτανοκόριτσο είναι κυριολεκτικά (άνευ λινκ) κορίτσι, ήτοι ανήλικη παιδίσκη, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του ποιητού που θα έκαναν τη σύγχρονη κορεκτίλα να φρίξει (δικαίως μάλλον) και τον Αλέξανδρο Αβρανά να γυρίσει δέκα ταινίες για τη νεοελληνική οικογένεια που εκπορνεύει τα νεαρά μέλη της.

Εκτός του Εμπειρικείου λογοτεχνικού σώματος το βρίσκω ως βρισιά για νεαρό κορίτσι.

  1. «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» ἐψιθύρισε σφαδάζουσα εἰς τὴν κρυφήν της σκοπιὰν ἡ βοηθὸς τοῦ ταχυδακτυλουργοῦ Γκρεγκουάρ. Καὶ ἀποταμιεύουσα ἄθελά της, παρὰ τὴν ζηλοτυπίαν της, μὲ ἀπληστίαν τὸ ὡραῖον καὶ συνταρακτικὸν τοῦτο θέαμα εἰς τὴν ψυχήν της, μὲ ἓν εἶδος ἐξάρσεως οδυνηρότατα ἡδονικῆς, ἡ Ὑβόννη ἐπανέλαβε μὲ ψίθυρον φλογερὸν καὶ μὲ μῖσος, ἐνῶ ἡ Ἐθὲλ ἐσείετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς σπασμούς τοῦ ὀργασμοῦ της: «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» καὶ προσέθεσε «Ἀστροπελέκι νὰ πέσηι ἐπάνω σου, νὰ σὲ κάψηι». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 155).

2. (προσεξτε οταν το άπλυτο πουτανοκοριτσο φωναζει εις διπλουν το «φασιστες κουφαλες ερχονται κρεμαλες») αχαχαχαχαχαχαχαχαχα

3. ΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ ΑΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟ ΠΟΥΤΑΝΟΚΟΡΙΤΣΟ ΑΣ ΕΡΘΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΤΟ ΠΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην Auto/moto σλανγκ είναι ό,τι και η κωλιά ή το κωλίδι, δηλαδή «η αποσταθεροποίηση του πίσω μέρους του αυτοκινήτου πάνω σε στροφή ή σε κυκλική πλατεία με αποτέλεσμα την προσωρινή πλαγιολίσθηση. Επιτυγχάνεται συνήθως με τη χρήση χειροφρένου ή με συνδυασμό απότομης τιμονιάς και παιξίματος με το γκάζι». Παρομοίως και για πλαγιολίσθηση με μηχανάκι.

  2. Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, αποτελεί γουτσιστική προσφώνηση προς καυλόπαιδα, ήτις έχουσα απωλέσει και την ετέραν αυτής παρθενίαν, ήτοι έχουσα υποκύψει σε πρωκτογάμευσιν τε και πρωκτοσυνουσίαν (κατά τους εμπειρίκειους όρους) δύναται πλέον να αποκληθεί τρυφερώς υπό του σκυλογαμεύσαντος αυτήν ουχί μόνον Μουνίτσα, αλλά και Κωλίτσα και Κωλέττα.

1.α. Από Κηφισιά προς Πολιτεία στη διχάλα Πολιτεία ή Κοκκιναρά παλιά που ήταν πολύ πιο άνετη έμπαινα με ολίγον κωλίτσα (προέκυπτε με το ζόρι με τιμονιά). Μια φορά με κάτι τραγικά Goodyear Allweather στην παλιά Μερσεντές η όλη κατάσταση είχε ξεφύγει ελέγχου (εκκρεμοειδείς κινήσεις της ουράς από απανωτές υπερδιορθώσεις). Βλέπω και κάποιον πεζό με την άκρη του ματιού και λέω ας μην ρισκάρω και παραδέχομαι την ανεπάρκειά μου. Πατάω φρένο ολοκληρώνοντας εντυπωσιακό τετακέ. Βρέθηκα ωραιότατα παρκαρισμένος δίπλα στο πεζοδρόμιο της δικής μου κατεύθυνσης, απόλυτα παράλληλος και χωρίς να χτυπήσω στο πεζοδρόμιο απλά κοιτώντας ανάποδα! Από αυτά που κάνουν κάτι κασκαντέρ!

β. Εκτός κι αν με το μπαντιλίκια εννοούμε καμιά κωλίτσα ίσα να φύγει λίγο η ουρά, ή έχουμε τέτοιες χερούκλες που μπορούμε να ντριφτάρουμε με τη φόρα (κι αρκετα χιλιόμετρα) οπότε τα καταφέρνουμε (σχετικά) και χωρίς μπλοκέ.

γ. πλάκα πλάκα με κανα εξατμισόνι τόγκα ξετάπωτο κάνει μινι-κωλίτσα στο ανοικτό παράθυρο του θύματος κ κολλάς το γκάζι μέχρι να ακούσεις τη φωνή του να καλύπτει το σκάσιμο του κόφτη.

  1. «Ἄααχ! Ὤωωχ!... Μὰ τι ὡραῖα ποὺ τὰ λὲς καὶ ποὺ τὰ κάνεις ὅλα!... Θὰ δεῖς τι ὡραῖα ποὺ θὰ περάσουμε στὴν καμπίνα μου, μαζύ, γλυκειὰ Μουνίτσα μου, πού... ποὺ ἔγινες τώρα καὶ Κωλίτσα μου... καὶ Κωλέττα μου... Θὰ δῆις, θὰ δῆις χρυσό μου κοριτσάκι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 240).

(από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο του Ανδρέου Εμπειρίκου σημαίνει ειλικρινώς και ουχί ειρωνικώς τον μικρόν και εισέτι άτριχον καυλάγγελον των παιδοφιλικών ονειρώξεων του ποιητού.

«Μὲ ἄλλα λόγια σᾶς ἀρέσουν πολύ οἱ μικροῦλες ποὺ τὶς ὀνομάζουν μπεμπέκες. .. Δηλαδὴ τὰ κοριτσάκια ποὺ δὲν ἔχουν βγάλει ἀκόμη τρίχες στὰ μουνάκια των». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 136).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που είναι η ίδια έγκαυλος ή που προκαλεί καύλαν εις τους άλλους. Ανήκει στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, πλην ουχί αποκλειστικώς.

  1. ελα τώρα καυλοκοπέλα μου, αφού όλοι ξέρουμε ότι ο Λαγουδάκης σου έχει δώσει το άντερο στο χέρι πόσες φορές. Αφέσου... (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Ἦτο οπωσδήποτε κρῖμα νὰ χάσω καὶ ἐγὼ καὶ ἡ ὑπηρέτρια μία ἐπιπλέον ἀπόλαυση, καὶ νὰ μὴ χαρῶ ἐγὼ μία ἐπὶ πλέον δόσι μουνοχύματος, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ ἦτο μπόλικη ὅσο καὶ εὔγευστη καὶ ὡραία... Ἀπεφάσισα λοιπὸν νὰ «αποτελειώσω» τὴν καυλοκοπέλλα, κάνοντάς την νὰ χύσηι, πρᾶγμα ποὺ ἤμουν βέβαιος ἀπὸ τὴν κατάστασίν τοῦ μουνιοῦ της ὅτι θὰ συνέβαινε πολὺ γρήγορα ἂν τῆς τὸ χάιδευα ἔστω καὶ λίγο... (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 142).

Υπηρέτρια καυλοκοπέλλα (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εν κραταιά στύσει διατελούσα έγκαυλος ψωλή κατά την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου (πλην ουχί μόνον καθότι και εις το Νέτιον ευρίσκεται).

  1. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ ἐξαισία ψωλοπαίς, ἐννοοῦσα τί ἤθελεν ὁ νέος θαυμαστής της καὶ γνωρίζουσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε (ὤ, πῶς!) διὰ νὰ χύσηι καὶ αὐτή, επρόκειτο νὰ λάβηι (καὶ ἀσφαλῶς εἰς μεγάλην ποσότητα) χώραν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν, ἔλαβε τὴν ὑπερσφύζουσαν ψωλάραν εἰς τὸ στόμα της καὶ κλείουσα σφικτὰ τὰ χείλη της γύρω ἀπὸ ὅσον μποροῦσε μεγαλύτερον μέρος τοῦ πελωρίου καυλοῦ ἤρχισε νὰ βυζαίνηι περιπαθῶς τὴν δονουμένην καυλοπούτσαν, ἕως που μετὰ 20 περίπου δευτερόλεπτα τοιαύτης γλυκαντλήσεως καὶ πέντε λεπτὰ μετὰ τὴν ἔναρξιν τῆς πεολειχίας, ἐνῶ ἐσείετο σπασμωδικῶς καὶ ραγδαίως ἐπὶ τοῦ καλύμματος τῆς λεκάνης ὑπὸ τὸ μανιῶδες τρίψιμον τοῦ μεσαίου δακτύλου της εἰς τὴν σπαργῶσαν κλειτορίδα της, προβάλλουσα ταχέως καὶ παλμικῶς τὸ ἀνοικτὸνὡς τριαντάφυλλον αἰδοῖον της, ἡ παῖς, εἰς ἕναν αφαντάστως ἄσεμνον καὶ συγκλονιστικῶς ὡραῖον χορὸν τῆς ἡβικῆς της χώρας, ἐκθλίβουσα ἀπὸ τὸ αἰδοῖον της πολλὰς μικρὰς σταγόνας μουνογάλακτος καὶ πιέζουσα τοὺς βαρεῖς ὡς ὠὰ γαλοπούλας ὄρχεις τοῦ Ἄγγλου εὐπατρίδου, ὁ λόρδος Κλίφφορντ, ὠθῶν τώρα τὸ πέος του ἐμπρὸς καὶ πίσω πολὺ γρήγορα (ἀλλὰ μὲ μικρὰν τὴν παλινδρομικήν, ἕνεκα τοῦ μεγέθους τῆς ψωλῆς του γαμικὴν διαδρομήν) μεταξὺ τῶν ἁπαλῶν χειλέων τῆς Ἔθελ, καὶ συγκρατῶν τὴν κεφαλὴν τῆς ψωλοθηλαζούσης αδιακόπως παρὰ τὴν σφοδρότητα τῶν γαμικῶν κινήσεών του τὸν ποῦτσον του παιδίσκης, ὥστε νὰ μὴν ξεφύγηι τὸ τεράστιον γεννητικόν του μόριον ἀπὸ τὴν τρυφεράν του φωλέαν, λαγνοβοῶν στεντορείως, γαμοῦσε μὲ παραφορὰν ὁ λόρδος τὴν ἀγγελικὴν ψωλομουμούναν εἰς τὸ στόμα... (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, σ. 247).

  2. Καυλοπουτσα στο κωλο και χυσιμο θελει το καριολακι. (Από το Φέισμπουκ).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 21/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καύλωσις είναι ένας από τους προσφιλείς εις -σις σλανγιωτατισμούς του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, όπως λ.χ. και τα πλάκωσις, αἰδοιοπλάκωσις, γάμευσις, κωλογάμευσις, πρωκτογάμευσις, σκυλογάμευσις κ.ά., όπου τρέπονται σε καθαρευουσιάνικα θηλυκά εις -σις ουδέτερα της μαλλιαρής (ινσέψιο intended) σε -σι ή άλλα ουδέτερα. Δηλώνει εν προκειμένω την καύλαν που αίφνης ενσκήπτει στη θέα ηδυπαθούς μουνέλλης ή άλλου τινός σηκωστικού θεάματος, ή την διάπυρον καύλαν ως μίαν σταθηράν τε και εκτικήν κατάστασίν του υποκειμένου. Βλέπω ότι υπάρχει και γενικότερα στο Νέτι σε σύγχρονα λολοπαίγνια με την καθαρεύουσα και τον σλανγιωτατισμό, ενώ εδώ συγγραφέας το τερματίζει με τον σλανγιωτατισμό αποκαύλωση για το ξεκαύλωμα.

  1. Καὶ ἡ καύλωσις τοῦ καλλιτέχνου γοργὴ καὶ ἀκατάσχετος ἐξηκολούθει. Καὶ ἡ ἐξόγκωσις καὶ ἡ ἐπιμήκυνσις τῆς πούτσης του ὑπὸ τὸ παντελόνι ἦτο ἐμφανεστάτη. (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 135).

  2. Η gay τσόντα λοιπόν, ο μόνος ερωτικός σύντροφος του παρθένου in the closet άντρα, αποτελεί όχι απλά μια διαφυγή από τη πεζή καθημερινότητα αλλά ταυτόχρονα κατευθυντήριος οδηγός για το ευ ζην. Ας μιλήσουμε όμως με παραδείγματα.
    ‘Η καύλωση της πόλης’
    Στο έργο αυτό, Ο ηρωικός πρωταγωνιστής προκειμένου να προφυλάξει την αγνότητα της αρραβωνιαστικιάς του από τους θερμόαιμους Τούρκους αφού πέφτει η Βασιλεύουσα στα χέρια τους, αποφασίζει να καθίσει ο ίδιος στους 350 άντρες ενός Τουρκικού λόχου. Αλήθεια ποιό άλλο παράδειγμα τέτοιας τρανής αυτοθυσίας μπορείτε να σκεφθείτε στη σημερινή υλιστική κενωνία; (Greek Closet Stories).

3. εγώ τις πατσαβούρες δεν τις μετράω για σχέσεις μια μαλακία της στιγμής είναι όταν έχεις αφόρητη καύλωση.

  1. και οι άπιστοι στον αιώνα τον άπαντα θα καίγονται στην καύλωση μέσα σε καζάνια από καυτό σπέρμα. ποιού άλλου; μα φυσικά του μόνου και ανελεήμονος φαντασιόπληκτου γαμηστεροπηδήκουλα ΠΛΟΥΣΙΟΥ! (kagouras.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς όρους της ιδιολέκτου του Ανδρέου Εμπειρίκου. Η μετοχή δηλώνει έγκαυλον που βγάζει άναρθρες κραυγές ή και έναρθρα μπινελίκια τε και γουτσισμούς κατά τη διάρκεια της καυλώσεώς τε και της γαμεύσεως. Η μετοχή συχνά χρησιμοποιείται για να εισάγει ευθύ λόγο. Πολλές φορές ο Εμπειρίκος εναλλάσσει έτσι περιγραφές σε άπταιστη σλανγιωτατική καθαρεύουσα ως αφηγητής με παρεμβολές χυδαίας δημοτικής ή ευφάνταστων γουτσισμών σε ευθύ λόγο με εισαγωγικά μετά το λαγνοβοών.

Ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα από μιμητές ή συνεχιστές/ επίδοξους επιγόνους του Εμπειρίκου, καθώς είναι ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς του μαζί με το καυλοπυρέσσων και το έγκαυλος.

  1. «-Μήπως θέλετε να δῆτε τὸ μουνάκι μου; Δὲν ἔχει οὔτε μιὰ τριχούλα. - Ὤωωωχ!.... Ὤχ Θεέ μου!..., ἀνέκραξε λαγνοβοῶν ὁ κατάπληκτος Γάλλος. Ὤχ ναί..... ναί.... ναί....» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 136).

  2. «Η νεαρά χορεύτρια έβγαλε από την περισκελίδα του την καυλωμένην ψωλήν του, και ενώ εκείνος εστηρίζετο νωχελώς επί μιας ευρισκομένης όπισθέν του τραπέζης, η Τζέην είχε κολλήσει τα χείλη της γύρω από την σφύζουσαν βάλανόν του με έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τον κόκκινον αυλόν της, ενώ ο Στηβ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από την μεγάλην ηδονήν που εδοκίμαζε, ευρίσκετο εις τον Παράδεισον. Αίφνης εσείσθη ολόκληρος σπασμωδικώς και ανέκραξε “θα χύσω!”».
    «Καλομελέτα κι έρχεται», σχολιάζει ο Τιθορούλης και εκείνη την ώρα ο Εμπειρίκος μπαίνει στην τελική ευθεία. Η φόρμα ήταν έτοιμη να σκιστεί. Ο Μελέτης δεν άντεξε άλλο. Έκλεισε λίγο, με ελάχιστη δύναμη, τα πόδια του και έτσι, χωρίς ούτε ένα ελαφρό άγγιγμα, με μια δυνατή κραυγή, ο Μελέτης έχυσε. Έριξε το κεφάλι του στο θρανίο, σαν να είχε μόλις γλιτώσει από κάποιο μεγάλο κακό: εξουθενωμένος, κάθιδρος και πανευτυχής. Το ταξίδιον της ζωής είναι, φευ, σύντομον, και η ψυχή χωρίς στύσιν είναι καταδικασμένη. Η ψυχή του Μελέτη λοιπόν σώθηκε χάρη στον Εμπειρίκο. Γύρω από τη λεκιασμένη φόρμα του όλο το τμήμα χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν λατρευτεί τα καλά Ελληνικά με τόσο δέος, μέσα σε σχολική αίθουσα. Ήταν φιλολογικός θρίαμβος. Χάρη στη συνεργασία του Εμπειρίκου με τον Γρίβα, την Ανθή και τον Μελέτη, το Α2 έζησε για πρώτη φορά μια αληθινή λογοτεχνική εμπειρία, μία στιγμή που ζωή και ποίηση γίνονται ένα. (Hommage στον Ανδρέα Εμπειρίκο στο διήγημα του Κωνσταντίνου Πουλή Θρίαμβος).

  3. Αναρωτιέμαι
    αν ο νοσηλευόμενος λαγνοβοών
    βλέπει όνειρα στο θαλαμό του·
    οι κάτοικοι της πολυκατοικίας;
    Είθε να ‘ναι στοιχειωμένα. (Τελέσιλλα, Κινστέρνα ή Τί απέγινε ο Ζαχόπουλος;).

4. Είσθε (sic) φαιδρόν μορμολύκειον, πανίβλαξ και άχθος αρούρης και δε με πείθετε ούτε εσείς, ούτε οι μεγαλοστομίες σας ούτε και η κοιλιά σας, αλλά ούτε και η έλλειψις κοιλιάς που την επιτυγχάνετε λαγνοβοών στα γυμναστήρια.

Φωνὴ λαγνοβοῶντος ἐν τῆι ἐρήμωι (από Khan, 24/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος όπου είθισται να συχνάζουν και να κάνουν πεζοδρόμιο πόρνες, οι οποίες ψαρεύουν πελάτες και συνήθως μεταβαίνουν μετά σε παρακείμενο ξενοδοχείο της αλυσίδας γαμοτέλ ή άλλο πεναλτάδικο ή πραγματοποιούν τις εχθροπραξίες ακόμη και μέσα στο αμάξι. Πρόκειται για την πλέον παρακμιακή μορφή πορνείας, αφού δεν υπάρχει κανένας έλεγχος για σουμουνιάσματα, οπότε ο ταξίαρχος κινδυνεύει ακόμη και με ηπατίτιδες και AIDS, ενώ συχνά οι ούτω εκπορνευόμενες είναι ναρκομανείς και/ή άγρια εκμεταλλευόμενες. Οι πουτανόπιατσες είναι ορισμένες ερωτογενείς ζώνες μιας πόλης, αλλά προϊούσης της κρίσης φυτρώνουν σαν μανιτάρια και νεοπουτανόπιατσες με νεοαπελπισμένες νεοπόρνες (βλ. λ.χ. εδώ).

  1. 2 μέρες τώρα που περνάω δεν εχω δει κάτι, αλλά απο οτι βλέπω ρε μάγκες όλο το κέντρο της Αθήνας μια απέραντη πουτανοπιατσα έχει γίνει. ΓΜΤ. (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Σήμερον ἀξίαν ἔχ' ἡ Μέρκελ - ποὺ ποτὲ δὲν θὰ πεθάνει· κι' ἡ Ἑλλὰς, τόσον καθιδρώνουσα, ποὺ τρέχει καὶ δὲν φθάνει
    τ' ὄσκαρ τῆς ὑποκρισίας νὰ λάβει κομμάτων πολιτικῶν,
    (ἡ μόνη χώρα τῶν χιλίων κι' ἑνὸς ἀσύλων ἀθωωτικῶν)·
    κι' οὐδὲ κἄν στὶς Κάννες σκέφτηκε αὐτὴ ν' ἀνοίξει τὰ κανιά της,
    στάρλετ στῆς Εὐρώπης τὰ θεάματα τὴν στέλνει πᾶς Χωριάτης
    Πρωθυπουργὸς, κι' ὅλοι μᾶς τὴν χαρχαλεύουν, τὴν δοκιμάζουν,
    στὶς πουτανόπιατσες τὴ ρίχνουν κι' ὅλο στεφάνι τῆς τάζουν, μ' ἔπαθλα μνημονίων τὴν πληρώνουν βεβαίως, συχνὰ, κι' ἁδρῶς!
    Κι' ὅσο σκληρὰ, μετὰ, κι' ἄν μᾶς τὸν φορμάρουν, ἐμεῖς ἁμυδρῶς μόνον ζοριζόμαστε,
    καθὼς ἀεριζόμαστε
    μὲ φασολάδες, ποὺ τρῶμεν, εἰς τακτὰ διαστήματα·
    (Πολυτονιάτης στιχώνει εδώ).

(από Khan, 22/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified