Συνώνυμο του κλάνω μέντες, δηλαδή διακατέχομαι από μεγάλη τρομάρα. Οι μπάμιες ως δύσπεπτες προκαλούν αέρια, οπότε η χρήση τους εδώ μάλλον είναι επιτατική, δηλαδή κλάνω πάρα πολύ (από τρόμο).

Πάσα: Μπίφτεξ, Πονηρόσκυλο.

  1. Ε ετσι πρεπει να παιζεται το Σκοτεινο Δωματιο.Να ακουει ο αλλος «σειρα σου» και να κλανει μπαμιες. (Εδώ).

  2. Μου παν πως είσαι μπελαλής
    άντρας σκληρός και ντερτιλής
    μα σαν τον παίρνεις και γελάς
    κλάνεις μπάμιες και πονάς. (Ποίηση).

  3. nikolaki θα το παρω μια μερα να σε παω λαμπαδα να κλασεις μπαμιες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικό καψώνι, όπου ο νέωψ κλείνεται στην ντουλάπα, του βάζουν ένα κέρμα στο στόμα, και τον υποχρεώνουν να τραγουδάει (Δες). Κατά άλλη εκδοχή πετάνε τα κέρματα από τις γρίλιες του φοριαμού (Δες).

Πάσα: Κνάσος.

Μακαρι γιατι τωρα υπηρετει φιλος μου απο Περθ Αυστραλια ανυποτακτος που θελει να ξεμπερδευει 36 χρονων και εφαγε τζουκ μποξ στη μοναδα απο δυο ντουλαπες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψέματα στα οποία μας φλομώνει ο φιδέμπορας Φιδίας. Μάλλον εννοείται ότι πρόκειται κάτι σαν το αντίστοιχο ιστοριών για αγρίους με πρωταγωνιστές επικίνδυνα τέρατα, πρβλ. και δράκοι, αρκούδες κ.τ.ό.

Στο Δ.Π. υπό Πονηροσκύλου.

Μας φλόμωσε στα φίδια ότι πήδαγε στη Νάξο μια Σουηδέζα τουρίστρια, και μετά πήδηξε και την μάνα της, που είχε πάρει διαζύγιο πρόσφατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καλύτερα: Πες μου ποιος σε γαμεί να του φιλήσω τομπούτσο.

Ανακραγμός καψούρας επί τη θέα μεναγκό που είναι πολλούς τόνους αμαρτωλό, από Λίλιαν και άνω, και που ξυπνάει μέσα μας τον αιρετικό Βορβορίτη, αφού μπορούμε επίσης και να την ρωτήσουμε πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω. Πρόκειται εν ολίγοις για το τριφασικό, επικό θεόμουνο της οποίας και η κλανιά είναι βάλσαμο, ο δε πατέρας κατά πάσα πιθανότητα επαγγέλλεται την ζαχαροπλαστική.

Το εν λόγω φιλί είναι αμφίσημο, όπως εν γένει οι φιλούρες. Κατ' αρχήν, πρόκειται για άδολη απότιση σπεκίου στον πέοντα που αγγίζει αυτό το αιθέριο πλάσμα. Υπονοείται, εξάλλου, ότι για να είναι τόσο όμορφη η γυναίκα, κάποιος την ποθεί απύθμενα, και την εγκαλεί στην ομορφιά. Εμείς βλέπουμε το μεναγκό και το ποθούμε μόνο δευτερογενώς, όταν είναι ήδη θεόμουνο. Που σημαίνει ότι κάποιος την έχει ήδη ποθήσει ώστε να την συστήσει ως θεόμουνο. Οπότε ως δευτερογενείς ποθητές εμείς καλούμαστε να συντονιστούμε με την επιθυμία του πρώτου φαλλού, προνομιακού σημαίνοντος κατά Lacan, τον οποίο και προσκυνούμε δίκην θρησκευτικού συμβόλου.

Με λίγη ερασιτεχνική ψυχ-ανάλα, μπορούμε να δούμε εδώ το στάδιο που το παιδί επιγιγνώσκει ότι υπάρχει και κάποιος άλλος που επιθυμεί την μητέρα, ο πατέρας. Όταν όμως φτάσουμε να πούμε αυτήν την φράση, υπάρχει ο κίνδυνος ο πόθος μας για το μεναγκό να έχει πάρει τις διαστάσεις μιας τέτοιας σύγχυσης με το αντικείμενο του πόθου (την μητέρα στην ψυχαναλυτική μυθολογία/μεταφυσική) ώστε να χάνονται τα όρια, και η ποθούσα ετερότητα να μην βρίσκεται πλέον σε εμάς αλλά απέναντι. Είναι το ίδιο φαινόμενο με κάποιους αγαπούληδες, που από την υπερβολική λατρεία προς την γυναίκα, φτάνουν να χαϊδεύουν τα ρούχα της (πιο μετριοπαθής μορφή γουτσισμού), να κοιμούνται όπου κοιμάται αυτή και να φιλάνε τα μαξιλάρια, ή σε πιο σοβαρές περιπτώσεις να φοράνε τα ρούχα, φορέματα, φούστες και κραγιόν της. Εντέλει η επιθυμία οδήγησε σε τέτοια σύγχυση ώστε στο δίπολο εραστή- ερωμένου, ο τοιούτος βρέθηκε στην λάθος μεριά.

Μιλάμε, επομένως, για τον εκ στρέιτ ορμώμενο γκέουλα, που υπέπεσε σε ολίσθηση εξ ακραίου γουτσισμού, ήτοι σε σύγχυση με το αντικείμενο της επιθυμίας και εν τέλει θεώρηση της επιθυμητικής ετερότητας από την μεριά του ερωμένου. Πρόκειται για έναν από τους πολλούς δρόμους για το γκεϊλίκι που αναφέρει ο Otto Kernberg στο βιβλίο του για τον ναρκισσισμό. Σε ακραίες περιπτώσεις ο ασπασμός του πέοντος του πρώτου ποθούντος μπορεί να πάρει και μορφή υποταγής στον κατέχοντα την εξουσία, όπως είναι άλλου είδους φιλιά, λ.χ. φιλάω κατουρημένες ποδιές, φιλάω τ' αρχίδια / τον κώλο τινός.

Για την ιστορία έτσι το γύρισε και ο γνωστός μας Πέρι της Λιλιανάδας, που η υπερβολική του λατρεία προς το Λίλιαν τον έφερε στο πουστρηλίκι (βλ. παράδειγμα).

Ο Πέρι, ευυπόληπτος μέχρι τότε οικογενειάρχης, με ελαφρά κοιλίτσα και αρχή φαλάκρας, βγαίνει από την πολυκατοικία του, και αίφνης αντικρύζει το Λίλιαν να περνάει. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τον ψίθυρο, που εντέλει απετέλεσε ιαχή.
- Πες μου ποιος σε γαμεί να του φιλήσω τον πούτσο!
Το Λίλιαν που άκουσε, γυρίζει και με αφοπλιστική κυριολεξία απαντά:
- Ο Βάγγελας.
Ο Πέρι ύστερα από μια στιγμή σκέψης:
- Μήπως έχεις το τηλέφωνό του;

(Από την ραψωδία Γάμα της Λιλιανάδας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Θεσσαλονίκη, επειδή συνηθίζεται εκεί πολύ η προσφώνηση καρντάσης / καρντασάκι.

  1. Γιατι αναφερεται σε κατηγορια γλυκισματων, πολυ γνωστα στα καρντασια και ΑΞΕΧΑΣΤΑ σε οσους εχουν περασει απ' την Καρντασουπολη. (Δες).

  2. Ναι, ήταν κυρίως λιμενεργάτες αχθοφόροι, και καπνεργάτες, οι πλούσιοι αστοί ήταν μειοψηφία, στο Ισραήλ θεωρούσαν τους εκ Θεσσαλονίκης παρακατιανούς Εβραίους.
    Υπήρχαν πολλοί φτωχοί Εβραίοι στην καρντασούπολη, την πιο φτωχή συνοικία τους δε την έκαψαν οι μπουγατσοκιμάδες κάπου στα 1933. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τον υπάρχοντα ορισμό, είναι μάλλον υποτιμητικός όρος για τον κάτοικο της Θεσσαλονίκης και τον οπαδό ομάδας της, κυρίως για τον οπαδό του ΠΑΟΚ. Προφ επειδή η Θεσσαλονίκη φημίζεται για τις μπουγάτσες της με γέμιση κιμά.

  1. Το ματς θα το πάρουμε, γιατί οι μπουγατσοκιμάδες θα φιεστάρουν ενώ θα λείπει κι καλύτερος αμυντικός τους, ο Κοντρέρας. (Δες).

  2. Υπήρχαν πολλοί φτωχοί Εβραίοι στην καρντασούπολη, την πιο φτωχή συνοικία τους δε την έκαψαν οι μπουγατσοκιμάδες κάπου στα 1933. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα στην χεζοσλάνγκ, και ειδικά στην στρατιωτική χεζοσλάνγκ.

- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα ψάρακες. Πάω στο πεδίο βολής να ρίξω μια καλή.

Got a better definition? Add it!

Published

Η νήσος Κύπρος, λόγω της συχνότητας που οι Κύπριοι χρησιμοποιούν την έκφραση κουμπάρος, όπως υπέδειξε και ο acg.

Άντε να έρθει το λελοπλάνο να μας πάρει από την Κουμπαρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε προέκταση των γραφομένων υπό του acg, ως κουμπάρος μπορεί να χαρακτηριστεί ο Κύπριος μεταξύ των καλαμαράδων. Πρβλ. και χαλουμινάτι.

- Πού μας φέρανε εδώ μέσα στους κουμπάρους. Άντε να ακούσουμε καμιά λελοτουρμπίνα να τηγκανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Είδος καρυοθραύστη με δαγκάνες που θυμίζουν κροκόδειλο.

  2. Όπως αναφέρθηκε σε σχόλια, το κροκοδειλάκι είναι το σήμα της εταιρείας ρουχισμού Lacoste, οπότε συνεκδοχικά είναι και το ρούχο Λακόστ ή και αυτός που το φοράει. Σε μια κάπως παρωχημένη εποχή η Λακοστιά ήταν, (όπως γνωρίζουμε όλοι- δεν φιλοδοξώ να κομίσω μαλάκα εις σλανγκρ), το σύμβολο τον καπιταληστών. Οπότε σε κάποια μακρινή εποχή τα φοράγανε όντως άνθρωποι που ήθελαν να επιδείξουν τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση, καθώς ήταν και ακριβούτσικα. Στα νάιντηζ θεωρείτο συνώνυμο του φλωροτρέντουλα, όπως παρατηρεί ο JohnBlack. Στην εποχή μας, νομίζω, ότι μερικές κατηγορίες κροκοδειλακίων είναι οι παρακάτω (μη εξαντλητική λίστα): α) Βλάχος που δεν έχει πάρει χαμπάρι ότι τα κροκοδειλάκια δεν σημαίνουν πια αυτό που σήμαιναν κάποτε. β) Διανοούμενος που θέλει να απενοχοποιήσει την επίδειξη της καλής οικονομικο-κοινωνικής του θέσης (προφ, άργησε να το κάνει). γ) Για να μην περιπέσουμε σε ερμηνίτιδα, κάποιος που όντως του αρέσει η ποιότητα των Λακόστ, που στο κάτω κάτω 'ν'ν' κακά.... Στην ναϊντίλα υπήρχαν και αστεϊσμοί για κροκοδειλάκια-μαϊμούδες, του στυλ κροκοδειλάκι με δυο ουρές, κροκοδειλάκι με κλειστό στόμα κ.ο.κ.

  1. - Ρε Μήτσο τσίμπα λίγο το κροκοδειλάκι να σπάσουμε κανά καρύδι.
    - Δεν σου φτάνει η γυναίκα σου;

  2. Τι θέλει να παραστήσει δηλαδή ο βέλτσουλας με το κροκοδειλάκι;

(από Khan, 15/12/10)Κροκοδειλάκι εν καιρώ κρίσεως. (από Khan, 20/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published