Επίσης, όπως μας θύμισε ο Electron, τσολιάς είναι το «προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό (τάβλι), το οποίο πάει ή ταν ή επί τας (ή πλακώνει και ηγείται της επιθέσεως, ή πλακώνεται και δίνει πάτημα στον αντίπαλο, οπότε πάει χαμένο). Η αυταπάρνηση του συγκεκριμένου πουλιού, θυμίζει τους «ηρωικούς τσολιάδες, του 40». Θα προσέθετα: και η λεβέντικη περπατησιά του και το καμάρι του. Πολλάκις ο τσολιάς είναι και σώγαμπρος, αλλά όχι απαραίτητα.

Τελικά, είχε δεν είχε ο τσολιάς, μου την έφαγε την παραμάνα.

Κάπως έτσι (από Khan, 14/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φουνταριστό τάβλι με χρήση τσολιάδων, η παρτίδα που τελικώς χαώνεται.

Τι ήταν να φέρει το εξάπαντος; Τό 'κανε ροντέο το παιχνίδι!

"Πλακωθείτω το πούλι μου μετά των αλλοπούλιων". Άλλως, "ο θάνατος του Σαμψών" υπό Gustave Doré. (από Khan, 15/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γουτσιστική προσφώνηση προς μαυρούκους και μαυρούκες που τυγχάνουν σκοτεινά αντικείμενα του ερωτικού μας πόθου. Πρβλ. μουνί τσοκολάτα και σοκολάτα βιενουά. Ακόμη πιο γουτσιστικά: σοκολατάκι.

  2. Όλως αντιθέτως, το αηδιαστικό υπόλειμμα κοπράνων στο πίσω μέρος του βρακιού μας. Πρβλ. σοκολάτα-μπανάνα.

- Αχ, αυτό το σοκολατάκι θα το φάω! Γρρρρ! (σ.ς.: Ερωτική ιαχή αρκούδου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λογοκριμένο ή γουτσιστικό μουνί.

Το νινί, το νινί, το νινί σέρνει καράβι,
και δεν τό 'χεις καταλάβει...

(από Khan, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Στην σλανγκ του μπάσκετ είναι το rebound. Κι ο παίκτης που έχει μεγάλη έφεση στα rebounds λέγεται σκουπιδιάρης. Λανθάνει μια υποτιμητική χροιά για τον σκουπιδοφάγο που μαζεύει αυτά που οι άλλοι πετάνε (ήτοι τα άστοχα σούτια). Αποκαλείται άλλωστε και χαμάλης. Κι όμως στα σκουπίδια κρίνονται πολλοί αγώνες.

Μεγάλος σκουπιδιάρης ο Ντένις Ρόντμαν. Μάζευε καμιά δεκαοχτάρα σκουπίδια σε κάθε αγώνα.

Καβουροκαλαθόσαυρος (από Vrastaman, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, η κάνναβη, όπως και χόρτο.

Στα πράσα κυριολεκτικά πιάστηκε ένας νεαρός με κάνναβη στη Δράμα. Το περιστατικό συνέβη τη νύχτα της Τετάρτης σε αγροτική περιοχή στο Καλαμπάκι Δράμας όταν αστυνομικοί βρήκαν τον 22χρονο να περιποιείται μέσα σε χωράφι με καλαμπόκια τρία καλλιεργημένα φυτά κάνναβης.

Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, η κάνναβη, βλ. σχετικά και το λήμμα κασέρι.

Σύμφωνα με τον John Black, οφείλεται στο ότι «λιώνεις», με μια δόση μη γραμμικής λογικής βεβαίως βεβαίως.

Σε διάφορες κουλτούρες, η κάνναβη είναι επίσης γνωστή και ως κασέρι ή τυρί. Οπότε θα γνωρίζετε τώρα πώς να το ζητήσετε από ύποπτα μέρη.
Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαλίφης, αυτός που προσπαθεί να πετύχει τον σκοπό του με κολακεία, (κουτο)πονηριά, μπαμπεσιά.

Η ετυμολογία είναι αβέβαιη. Ρώτησα πρόχειρα τους φίλους μας, από τους οποίους η Βικούλα μου είπε ότι προέρχεται από το ισπανικό malagana = λιποθυμία, ενώ ο ελληνόφρων Μπάμπης από το μελιγάνα (κατ' επίδραση του μαλακός (σ.ς.: scrive μαλάκας)) < μελιτένια < μέλι. Θα σου δώσω κι εγώ σαν την μαλαγάνα το μέλι ένα πράμα. Αμφότεροι και οι δύο ήταν αβέβαιοι. Στο Νέτι βρήκα και την πιο λιακουροειδή εκδοχή ότι είναι από το μάλα αγανός = πολύ μαλακός .

Στο insomnia.gr παρατηρείται εύστοχα ότι ο όρος δεν έχει και τόσο αρνητική σημασία ο όρος: «Μαλαγάνας σημαίνει αυτός που κατορθώνει να 'κατακτήσει' τον σκοπό του με πλάγια μέσα, που κατά βάση εμπεριέχουν κολακεία (υπάρχει δηλαδή έντονο το στοιχείο του interaction του μαλαγάνα με αυτόν που... υπόκειται της μαλαγανιάς του. Δεν μιλάμε δηλαδή για ξεγλίστρημα στα κρυφά, όπως πχ στο παράδειγμα με το αμάξι). Πιο πολύ συνώνυμο με το 'καταφερτζής' μου κάνει, παρά με το 'πούστης'. Χωρίς να σημαίνει ότι η έννοια του μαλαγάνα είναι απολύτως ευχαρίστως ευπρόσληπτη: είναι κάτι όπως το 'μουσίτσα' : δεν είναι ούτε ακριβώς βρισιά, αλλά ούτε και έπαινος».

Trivia: Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ από τον Καραγκιόζη για τον Χατζηαβάτη. Το γούγλισμα έδειξε ότι από όλους πιο πολύ χρησιμοποιείται για τον Αβραμόπουλο. Επίσης, είναι όνομα ενός καλικάντζαρου.

Brasil- Ημίζ:

Να να να να να
Copa Cabanna
Και στο χέρι Cohiba Cuba Havanna
Και γώ'χω ρούμι και πίτσα μεξικάνα
Μπρος μου χορεύει καυτή Βραζιλιάνα
Ήταν τσικίτα
Τρελή μπανάνα
Το κούναγε σαν νά'τανε ζαργάνα
Ούτε συλφίδα ούτε νταρντάνα
Το τέλειο κορμί λατινοαμερικάνα
Με ξυπνάει απ'τη νιρβάνα
Το φλάουτο, του Θέοτα του Πάνα
Lovermanah,Μαλαγάνα
Στο καμάκι είμαι παλιά καραβάνα
Διάσημος ράπερ
Φορώ μπαντάνα
''Θες να γίνεις των παιδίων μου η μάνα;''
Τότ'απεδείχθει γλωσσοκοπάνα
Μου λέει ''φύγκε τα σε βγκάλω στο Τατιάνα''
Έφαγα πίκρα κ καμπάνα
Η μαγική τσατσάρα εγίνε τσουγκράνα
Μα δε με ξέρει;
Ε, ρε κοτσάνα!
Τώρα μόνος κροταλίζω τη ροκάνα

(από Khan, 25/09/09)Δημήτρης Αβραμόπουλος: Νο1 μαλαγάνα στις προτιμήσεις του κοινού. (από Khan, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συμπεριφορά του μαλαγάνα, δηλαδή η συμπεριφορά που δηλώνει μπαμπεσιά, πονηριά, υστεροβουλία, (κουτο)πονηριά, αλλά γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να γλείφει και να κολακεύει.

Για την ετυμολογία δες το λήμμα μαλαγάνα, όθεν και σχηματίζεται η λέξη με την προσθήκη της σλανγκογόνιμης κατάληξης -ιά.

  1. Από εδώ:

Η αγραμματοσύνη είναι η συνήθης επιλογή στον Έλληνα, που, κατά πλειοψηφίαν, πιστεύει μόνο στο καουμποϊλίκι, την πόζα, τη μαλαγανιά, την ψευτομαγκιά, την αρπαγή και το χρήμα. Σε τίποτε επί της ουσίας. Γι’ αυτό καταντήσαμε βάλτος κροκοδείλων, κανιβαλισμός και λούμπεν τζιπάτοι, πολιτικάντηδες της διαπλοκής ή φτωχοαλαζόνες που ονειρεύονται να γίνουν κι αυτοί κάτοχοι μεζονέτας και μοντελοπνίχτες σαν τον Κούγια.

  1. Από το φόρουμ του gayworld:

Γκέι κλισέ που μας σπάνε τα νεύρα:
Johnnys:
Οταν μας αποκαλούνε οι str8 (πούστηδες), και ότι απο τους πούστηδες βγήκε και η πουστιά, η μαλαγανιά, κάποια μαλακία, που κάνει κάποιος σε κάποιον άλλον.

  1. Από το Αντίβαρο:

H μια πλευρά του εθνικού ξεσηκωμού το 1821, αυτή
που όλοι διδασκόμαστε στα σχολικά βιβλία, αφορά τις
μάχες και τον αγώνα για την ανεξαρτησία. H άλλη,
αυτή που δεν διδάσκεται στα σχολεία, είναι αυτή που
έχει να κάνει με την προσωπική ζωή των
πρωταγωνιστών της. Kαι προσωπική ζωή χωρίς ποδόγυρο δεν γίνεται. Γιατί δεν ήταν μόνο η αγάδες και οι
πασάδες, που «χαίρονταν» τη ζωή με τα χανουμάκια
τους και τα γιουσουφάκια τους. Ήταν και οι κλέφτες
και οι αρματολοί, που το 'λεγε η «περδικούλα» τους,
όχι μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στο κρεβάτι,
όπου ο καθένας έδινε τη δική του προσωπική «μάχη»,
όχι με τα κουμπούρια και τα γιαταγάνια, αλλά με τη
μαλαγανιά, τη γοητεία και φυσικά το νταηλίκι.

Στο 2.35 περίπου μια ενδιαφέρουσα ποιητική χρήση. (από Khan, 26/09/09)(από Vrastaman, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και με την καλή έννοια Ήγουν όπως το πούστης σημαίνει και αυτόν τον άτιμο που καταφέρνει κάτι, λ.χ. «τι έκανα ο πούστης!» κ.ο.κ., έτσι και το πούστη άνδρα! μπορεί να σημαίνει αυτόν που φθονούμε. Αν μάλιστα τον ζηλεύουμε γιατί είναι γαμαωδέρνουλας και έχει μεγάλη πέραση στις γκόμενες, τότε μιλάμε για ένα αυθεντικό σλανγκικό παράδοξο τυπικά νεοελληνικό!

«Η γοητευτική αύρα του Βράστα κομπλάρει (δίκην Pablo Picasso) τους Σλάνγκους, ενώ με το κάθε του λήμμα άφθονο αναβλύζει το μουνόγαλα των σλανγκομούνων. Ωσεκτουτού, κανείς δεν διανοείται ούτε τολμά να τον βαθμολογήσει χαμηλά. Πούστης άνδρας ο Βράστα!» (ο Vrastaman ερμηνεύει ρηθέν υπό Ιωάννου του Προφήτου περί αυτού του ιδίου στα σχόλια εδώ).

(από Vrastaman, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified