Το τσουλί στα ποδανά.

- Γιατρέ πιάσε ένα λιτσού που ανεβαίνει!
- Δεν σε χάλασε...

Got a better definition? Add it!

Published

Τρυφερός έως γουτσιστικός χαρακτηρισμός για νεαρό (συνήθως) άτομο που έχει εμφάνιση καύλα, και ωσεκτουτού προκαλεί γκαύλα και σε εμάς. Συνήθως χρησιμοποιείται για καυλοπίπινα μικρόσωμα, λεπτοφυή και με ένα slutty ζενεσεκουά, τ. λολίτες, γυμνηματομούνες, ξεκωλάκια, πιπινέζες κ.τ.ό. Οριακά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αγόρια που είναι και πολύ μουνιά. Χρησιμοποιείται πολύ και ως γαμησιάτικο μπινελίκι.

  1. Τίτλοι από το Ιντερνέτι:

- 19χρονο κοκκινομάλλικο καυλάκι σε αυτοφωτογράφιση.
- Βάλτο καυλάκι μου το αγγούρι όλο μες στη σούφρα σου.
- Λινάκι το καυλάκι, Χριστινάκι το καυλάκι.
- Καυλάκι να το γαμάς από όλες τις τρύπες.
- Ντόπιο καυλάκι αφοσιώνεται στο γαμήσι.
- Γιαπωνέζικο καυλάκι.
- Καυλάκι ποζάρει μόνο και με την φίλη του.
- Ντροπαλό Ελληνικό καυλάκι.
- Μπιχλιμπιδάτο το καυλάκι.

  1. (Από διάλογο που αυτηκόησα):
    - Μπράβο γιατρέ μου που αδυνάτησες! Καυλάκι έγινες πάλι!

(από Khan, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Στο μπουρδελοϊδίωμα, τζου είναι η στριπτιτζού. Συνηθέστερα στον πληθυντικό: τζούδες.

Πέρα από το μάγκικο της σλανγκικής αποκοπής έχει το πλεονέκτημα ότι αποφεύγεται η λέξη στριπτιτζού που είναι πολύ πασέ. Από ό,τι βλέπω στο Διαδίκτυο, μπορεί σπανιότερα να χρησιμοποιηθεί το τζου, (περισσότερο όμως ως χαριτωμενιά της στιγμής, και όχι ως πάγιος όρος), και για την πιπατζού και την τεκνατζού, ενδεχομένως και για άλλες. Ενδιαφέρον, τέλος, έχει και ο εναλλακτικός ορισμός που έχουμε, που συνδέει τον όρο με το τζες.

Έτσι κι αλλιώς τα πιπίνια στα μπαράκια, λόγω και της φετεινής μόδας λιγώτερα φοράνε από τις τζουδες. (Ένα παράδειγμα μεταξύ πολλών από μπουρδελοσάι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπουρδελοϊδίωμα, αποτελεί τεχνικό όρο ειδικά για την στριπτιτζού.

Όχι δηλαδή ότι οι άλλες κορασίδες δεν ξεβρακώνονται, αλλά η διαφορά είναι ότι οι τζούδες μόνο ξεβρακώνονται (που λέει ο λόγος δηλαδή), ενώ οι άλλες γαμιούνται κιόλας.

Εξάλλου, ο όρος χρησιμοποιείται μειωτικώς κυρίως για να πλήξει την ψευτογκλαμουριά του σωληνάδικου, με το να αναδείξει την ταπεινή κοινωνική προέλευση (τ. Sans-culottes) των εν λόγω κορασίδων, που τις κάνει μάγκες και ντίβες ο κάθε αγαπούλης, ενώ κατά την πιο κυνική άποψη των παλαίμαχων στριποβετεράνων, που χρησιμοποιούν τον όρο, αποτελούν απλώς αποπροσανατολισμένες βλαχάρες, που δεν αξίζουν το όλο φαντασιακό παίγνιο.

  1. Ναι ρε για να πηδήξουμε μια ξεβράκωτη τώρα να κάνουμε ολόκληρο επιτελικό σχέδιο. Καλααααααααααααά (Απάντηση σε θρεντ: «Πώς ρίχνουμε στριπτιτζούδες»)

  2. Θα ερθεις για λιγο οπως λες και θα κυνηγας τις ξεβρακωτες; (Απάντηση σε θρεντ «Που πάνε για μπάνιο οι στριπτιτζούδες;»)

ξεβράκωτη μοτο (από dryhammer, 18/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στύλος / σωλήνας γύρω από τον οποίο εκτελείται αισθησιακός χορός, και συνεκδοχικά όλο το μπαρ / κλαμπ που τον διαθέτει και είναι τ. σωληνάδικο, κωλάδικο και λοιπά ευαγή ιδρύματα.

Πάσα (Δ.Π.): Perkins.

Δεν σου κρυβω οτι επιδιωκω να παω στη κολαση αν υπαρχει. Το παραδεισο τον φανταζομαι σε ενα ωραιο και ησυχο τοπιο στη φυση οπου θα βρισκονται παντου καλογεροι και ανθρωποι γενικα του θεου. Αντιθετως η κολαση πιστευω θα ειναι τιγκα στις γκομενες (ειδικα στις πιο εμπειρες!) στα ξεφρενα κλαμπακια με σωληνομπαρες που θα γινονται καθε Παρασκευη foam party, φουλ στα beach bars, πολυ ζεστη (οποτε πολυ κολυμπι για να συνελθουμε) ξαπλα στην αμμουδια κατω απο τον καυτο ηλιο, και ανα μιση ωρα 14 σετακια ρακετες! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εισαγγελέας (με σλανγκική αποκοπή). Παλαιάς κοπής έκφραση.

Ο λέας προφανώς δέχτηκε τη μηνυτήρια αναφορά από τον ασφαλισμένο και ενήργησε μέσα σε προβλεπόμενα πλαίσια: συμβουλεύτηκε τον προϊστάμενο της υπηρεσίας, Δ/ντη του ΚΥ. Ωστόσο, δεν μπορούσε να βρει και να διαβάσει το Π.Δ. 121;
Και ο Δ/ντης του ΚΥ; Τί πήγε και είπε στον λέα και οδηγήθηκε η υπόθεση στο ακροατήριο; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του μισογύνης, ο κουλ τύπος που δεν τραβάει κανένα σκάλωμα με τις γυναίκες.

Πάσα (Δ.Π.): Ιρονίκ.

- έχουμε καταλάβει οτι είσαι μισογύνης, αλλιώς δεν εξηγείται που είσαι 40 χρονών και σου φτιάχνει η μαμά σου τηγανίτες.
- εγω μαριαννακι ειμαι αγαπογυνης και τηγανιτες φτιαχνω μονος μου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η αναφορά είναι στην πάστα σοκολατίνα. Ο όρος χαρακτηρίζει Αφρογενές καυλάκι ως γλυκό αντικείμενο του πόθου τ. παστάκι ένα πράμα. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι η Αφρογενής κορασίς, είτε τ. μουνί τσοκολάτα σε πουτανόπιατσες και ντέλα, είτε τ. αράμπικα σε φραπενεία. Ο έχων ένα θεματάκι με τις τοιαύτες κορασίδες αποκαλείται λάτρης της σοκολατίνας, και συνήθως είτε ποιεί την ανάγκην φιλοτιμίαν, καθώς οι σοκολατίνες έρχονται σε πιο οικονομικό πακέτο, είτε πρόκειται για άποψη, αφού αποτελούν μια πιο σοκολάτα επιλογή σε σχέση με τις βανίλια ξεπλένες του Βορρά.

Επίσης, είναι το πρωκτικό σεξ εν γένει, ή ειδικότερα η πισωκολάτα, άκα μερέντα, που τους λάτρεις της σοκολατίνας δεν τους χάλασε καθόλου, πιστέψτε με. Το ιδεώδες βέβαια είναι ο συνδυασμός των δύο σημασιών.

(Από μπουρδελοσάη):

  1. α. ...το Τζενάκι όμως στήν τρίτη βάρδια,αν και σοκολατίνα τρώγεται πολύ ευχάριστα!!!Φοβερό κωλαράκι έχει η κοπέλα!!... Στανταράκι με λίγα λόγια...

β. Σοκολατινα δεν ειχα δοκιμασει ποτε στη ζωη μου, αλλα η συγκεκριμενη (της οποιας δε θυμαμαι ουτε το ονομα), λογω εμφανισης, μου εκανε ενα κλικ. Πολυ κακως, γιατι οι μετριες υπηρεσιες παραλιγο να μου κοστισουν σε στυση. Αφου καταφερα και αδειασα το φορτιο, παλι καλα... Ποτε πια σοκολατινες. μονο γαλακτομπουρεκα....

  1. α. απλά έχει κωλοτρυπίδα πολύ πρόστυχη , πολύ ευχαρίστως θα της έδινα παραπάνω για ένα καλώ milfanal (σοκολατίνα).

β. Το αρνητικό της βραδιάς ήταν η σοκολατίνα στο τέλος.

(από Vrastaman, 13/08/12)(από Khan, 13/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γραμμή είναι εν προκειμένω η ιδεολογική γραμμή ως ένα καλούπι μέσα στο οποίο βάζουμε την εμπειρική πραγματικότητα για να την διαστρεβλώσουμε εξυπηρετώντας ένοχους προκρούστειους απριορισμούς μας.

Ο γραμμιτζής είναι αυτός που έχει κάνει την ιδεολογική γραμμή εργόχειρο, που την έχει πάρει εργολαβία. Περαιτέρω, υπάρχουν δύο είδη γραμμιτζή, ο μεν στα πολιτικά κόμματα, ο δεν στα μίντια, που τελικά όμως το ίδιο κάνουν.

  1. Γραμμιτζής στα κόμματα είναι όποιος προβάλλει, επιβάλλει ή ακολουθεί μία κομματική γραμμή, κυρίως ως προς το πώς πρέπει να αντιδράσει ένα κόμμα σε μια δεδομένη ιστορικοπολιτική συγκυρία. Υπάρχουν γραμμιτζήδες εκ του Περισσού, οι οποίοι το μυρίζονται το διαλεκτικό προτσές, και ως κομματικό ιερατείο το διερμηνεύουν και στους καθοδηγούμενους. Πλην γραμμιτζήδες δεν υπάρχουν μόνο στο Κόμμα (την μάνα όλων των γραμμιτζήδων), αλλά και σε κάθε κώμα. Εντέλει, ως γραμμιτζής χαρακτηρίζεται το κάθε κομματόσκυλο, είτε είναι λαϊφσταλινάτο αριστερόσκυλο, είτε λαϊφστιλάτο δαπόσκυλο, που έχει ως τελική καταξίωση το μάντρωμά του στο κυνοβούλιο.

  2. Ο γραμμιτζής μπορεί να είναι και ένας μεγαλόσχημος δημοσιοκάφρος, ο οποίος ορίζει την γενική γραμμή μιας εφημερίδας ή άλλου μηδίου και μετά οι μικρότεροι δημοσιοκάφροι το αναπτύσσουν με δική τους σάλτσα και τζιβιτζιλίκια. Λ.χ. πετάει την γραμμή «αγαπάμε Παπαδήμο» ή «πα μαλ ο Πικραμμένος» ή «φταίει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» και δώστου από κάτω τα τσιμπούκ-ογλάν παπαγαλάκια να δίνουνε ρέστα. Σε άρθρο στο protagon.gr (βλ. τρίτο παράδειγμα) δίνεται ως ελληνική απόδοση του αγγλικάνικου spin doctor, δηλαδή του καλοθελητή που δίνει μια ελαφρά τροπή στην πραγματικότητα προς μια «δημιουργική» κατανόησή της, έτσι ώστε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο, ακόμη κι όταν είναι τελείως άδειο, ή μισοάδειο ακόμη κι όταν είναι τελείως γεμάτο. Ωστόσο, δεν έχω διασταυρώσει αυτήν την δεύτερη σημασία και η μόνη αδιαφιλονίκητη παραμένει η πρώτη.

  1. «i neolaia sto synedrio » ;;; den pistevw na les neolaia kati ideologika nekrous ksepesmenous gramitzides pou apoteri elpida tous einai mia thesi sto dimosio i ston kratiko mixanismo genikotera «otan tha rthoume sta pragmata» ; e; (Εδώ).

  2. Ena kratos me sapies tin ygeia tin paideia kai tin dikaiosini opou to rousfeti orgiazei gia na zoun kala oi dia viou politicantides kai kathe logis kareclokentauroi kai komatikoi gramitzides den mporei na epiviosei. (Εδώ).

  3. Οι Άγγλοι τους αποκαλούν spin-doctors και όταν ρώτησα κάποιον καλά μπασμένο στα δημοσιογραφικά μαγειρεία μου είπε ότι στα ελληνικά τους λένε «γραμμιτζήδες». Μπορεί να είναι σε κάποιο κόμμα ή σε έντυπο και κάθε τόσο λένε: Φουλ υπέρ του Αρχιεπισκόπου ή χώστε τα στον τάδε Υπουργό. Οι αποκάτω παίρνουν τη γραμμή και την μετουσιώνουν σε άρθρο με επιχειρήματα, πληροφορίες, έτοιμο γλειφιτζούρι για τον αναγνώστη. Έτσι λοιπόν την περασμένη εβδομάδα μια από τις γραμμές που εμφανίστηκαν ήταν και το «Παπαδήμος και για μετά». Ας μην είναι πρωθυπουργός αλλά έστω ας γίνει Αντιπρόεδρος. [...]
    Και δωσ’ του οι γραμμιτζήδες να προωθούνε τη γραμμή. Φυσικά θα μπορούσε να είχε βγει από χθες και να είχε πει καθαρά και τίμια: Έχω κι άλλα να κάνω, ευχαριστώ δεν θα συνεχίσω. Και εγώ θα είχα να του γράψω πολύ λιγότερα. (Από άρθρο στο Protagon.gr εδώ).

Spin doctor εν δράσει. (από Khan, 14/08/12)Βλ. σχόλιο Βράστα. Αλήθεια, τι εποχές κι εκείνες! (από Khan, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Πετρόπουλο μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβοτός είναι ο πονηρεμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο.

Το Τζιναβονήσι είναι σχηματισμός κατά το τζιναβότοπος, και σημαίνει το κατ' εξοχήν gay-friendly νησί, την Μύκονο.

Να μην συγχέεται με την Σαλαμύκονο.

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΤΖΙΝΑΒΟΝΗΣΙ

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά.

(Από το καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).

(από Khan, 15/08/12)Λευτεριά στην Βόρεια Μύκονο! (από Khan, 15/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified