Παλαιότατη στρατιωτική έκφραση για την στάση της προσοχής, όπου το σώμα του στρατιώτη καλείται να είναι άκαμπτο σαν μάρμαρο. Δηλώνει κυρίως το καψόνι να αφήνονται οι στρατιώτες υπερβολικά πολλή ώρα στην στάση της προσοχής. Οι καραβανάδες έδιναν και την εντολή «μάρμαρο το κορμί!».

Ο λοχίας ήταν πολύ στρατόκαυλος και μας πέθανε στο μάρμαρο και τα καψόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολυτραγουδισμένο τσιμπούκι με σλανγκική αποκοπή. Παίζει μάλλον ρόλο και το ρήμα μπουκώνω που χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του τσιμπουκώνω.

  1. Από εμφάνιση δεν έλεγε και πολλά μια πρόστυχη εκφυλόφατσα ήταν, αλλά όταν με άρχισε στα μπούκια με φτυσίματα και πνιξίματα τα είδα όλα κωλυόμενα.

  2. Προγραμματα τωρα , απο 30 ξεκιναει λεει , +20 ευρω για γυμνο μπουκι.

  3. ωραίο Αλβανιδάκι με κώλο και ακάλυπτο μπούκι στο πρόγραμμα.

(Από σάιτ για ενήλικες στο Διαδίχτυο).

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύ παλιά έκφραση της στρατιωτικής αργκό για την μηνιαία φυλακή. Προφ λογοπαίγνιο μεταξύ των μήνας και μιναρές (για την σλανγκική χρήση του οποίου βλ. μιναρές).

Μπαΐλντισε με τον στρατό, το πειθαρχείο, τους μηναρέδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιό καψόνι στον στρατό (πιο πολύ μουσειακώς το διασώζω) που είχε ως εξής: ο φαντάρος καθόταν προσοχή με τα πόδια του να σχηματίζουν ορθή γωνία με το έδαφος. Το δεξί χέρι έπρεπε να το έχει τεντωμένο στα πλάγια σαν βελόνα ρολογιού. Στην συνέχεια καλείτο να κινεί κυκλικά το χέρι-βελόνα χωρίς να χαλάει την ορθή γωνία των ποδιών του, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να σωριαστεί.

Α προπό, καψόνια στο σλανγκρ: αλεξίπτωτο, αντιγόπινγκ κοντρόλ, γόπινγκ, έρπινγκ, κάλινγκ, λιοντάρι, μάρμαρο, μεταβολάρω, πευκοβελόνινγκ, πύλινγκ, πυροφάνι, στάχτης, σουτιέν, σινούκ, Σω.Βε., σωβέ, τέντα, τζουκ μποξ, τσάπινγκ, υποβρύχιο, φύλλινγκ.

Είχε πια μπαϊλντίσει με τον στρατό, τα πειθαρχεία, τα καψόνια, τις βελόνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά στρατιωτική έκφραση που δηλώνει την μαρτυρική παράταση της στάσης της προσοχής ως καψόνι, συχνά ύστερα από σχετικό παράγγελμα. Συνώνυμο: μάρμαρο.

Κούτσουρο το κορμί, στραβάδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοφιλελές (=νεοφιλελεύθερος) που είναι σκέτη λέρα. Σχετικό λολοπαίγνιο και το νεολέρα. Άλλες λολοπαιγνιώδεις εκφράσεις για τους νεοφιλελεύθερους: νεοφι-λελές, νεοφιλελέ και τρελελέ.

  1. σου διαφεύγει αγαπητέ νεοφιλελερα ότι οι φόροι πάνε πρωτίστως στον δεσμευμένο λογαριασμό υπέρ των δανειστών

  2. αυτός είναι πραιτωριανός του συστήματος και νεοφιλελέρα του κερατά! Να φανταστείς είναι στο καπιταλ.τζρ όλη μέρα

  3. «λαϊκίστικο» και το CNN, ε νεοφιλελέρα;

(Όλα από το Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του καλιαρντού πιπιλογαμούλης, πρόκειται δηλαδή για τον ευαίσθητο, τρυφερό, ρομαντικό, ήτοι ευαισθητοπούτσικο εραστή. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα ως μειωτικό για κάποιον που δεν είναι σκληρός ούτε φανατικός.

  1. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΑ ΛΟΥΓΚΡΑ ΑΠΟ ΔΗΘΕΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟς ΠΗΓΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΚΑΝΑΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΑΜΕΣΩΣ, Ο ΠΙΠΙΛΟΓΑΤΟΥΛΗΣ (Εδώ).

  2. Σαν ηθοποιος ηταν και παραμενει ενας αχρηστος κομματικος πιπιλογατουλης,που με το ζορι επαιζε θεατρο και τηλεοραση και στη Λυρικη Σκηνη οταν του εδινε δουλεια το ΠΑΣΟΚ !! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Περιγράφει το πώς ένας καθ' όλα ευυπόληπτος χρήστης ενός σάιτ αρχίζει ξαφνικά να συμπεριφέρεται ως τρολ, ή και ως σωστό τρολοκομείο.

  1. Το αφεντικό τρολλάθηκε! (Εδώ).

  2. AMΕΣΑ ΝΑ ΚΑΛΕΣΘΕΙ ΕΚΤΑΚΤΗ ΤΡΟΛΛΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ,Ο ΓΙΑΤΡΟΛΛ ΤΡΟΛΛΑΘΗΚΕ! (Εδώ).

  3. Tromero to map-oni sou file. Apisteuto. Trolathika leme!!!! (Εδώ)

(από Khan, 27/01/13)(από Khan, 17/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Φρέσκο λολοπαίγνιο, σπαρταράει (όπως έλεγε κι ο Νταιζημαντρόσκυλος), είναι αυτός που ποζάρει ως στυλάτος και τρέντι, ή και προκαλεί στυλ στους σύνεγγύς του, βασικά επειδή έχει πολύ χρήμα, περιέργως αποκτηθέν, εξ ου και φιγουράρει στην λίστα Λαγκάρντ (άκα λήστα άκα λίστα Τραγκάρντ).

- Τι κάνουν ο Παύλος κι η Μαρία, καιρό έχω να τους δω.
- Κοίτα, τον άφησε τον Παύλο γιατί ήταν λούζερ. Μόλις έχασε την δουλειά του, πήγε στο χωριό του, τα Άνω Δριμύκλανα να μαζεύει ελιές. Τώρα τα έφτιαξε με έναν λεφτά, που το φυσάει το παραδάκι.
- Ναι; Και τι επαγγέλλεται ο νέος;
- Επιχειρηματίας, είναι, στηλίστας. Με τρία ακίνητα στην καρδιά του Βερολίνου! Από τα πρώτα ονόματα στις αναζητήσεις του ΣΔΟΕ!
- Μπράβο το Μαράκι! Κελεπούρι! Ο πρώτος λαχνός της λίστας της έτυχε!

(από Khan, 30/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκατόφατσα.

Η μουτσούνα ετυμολογείται: < βενετικό musona < muso = μουσούδι, ρύγχος < λατινικό musum.

  1. Ρε παιδια τον θυμαστε καμποσα χρονια πριν;
    Δεν ηταν μονο οτι ειναι σκατομουτσουνος, ητανε οτι επειδη φυλαγε γελαδια δεν πλυνοτανε,και η μουρη του ητανε γεματη σπυρια..
    Και τωρα εγινε ...ΜΕΓΑΛΟΣ!
    Σταματαει! και καπου καπου!,ετσι διαβασε σε καποιο βιβλιο,οτι πρεπει να το παιζεις σπουδαιος,...
    Μα καλα ,ρωταω τωρα ειλικρινα ,αυτα τα διανοητικα καθυστερημενα σκυλοπασοκια που «εμβριθουν» εδω ,μα καλα ρε τομαρια ,αυτο το σπυριαρης γελαδοβοσκος...σας αντιπροσωπευει;; (Εδώ).

  2. ετσι ,το παιδι της φαπας , ο σκατομουτσουνος καταφερε να γινει πλουσιος και ετσι να τη πει στους κακους συμμαθητες που τον φωναζαν μαλακα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published