Από το «λασκάρει η βίδα», δηλαδή φανταζόμαστε μια βίδα να συγκρατεί τον εγκέφαλο μας και όταν αυτή λασκάρει, κάπου χάνουμε σε μυαλό. Μπορεί κατ' επέκταση να ειπωθεί και ως σκέτο λασκάρω.

Πάσα (Δ.Π.): Galadriel.

  1. “Όταν κάποιος είναι ευτυχισμένος διαρκώς, σημαίνει ότι του έχει λασκάρει κάποια βίδα”. (Λόγια σοφών ανδρών, όπως ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, εδώ).

  2. - Να σου πω ρε Τζορτζ, δε τσιμπάς το Μερσεντικό να πεταχτούμε μία μέχρι το Κολωνάκι για καφέ;
    - Την παλεύεις αγορίνα μου με την πάρτη σου ή σου 'χει λασκάρει; Θα κουβαλάω τη Μερσέντα σαββατιάτικο, σε μέρος που θα βρούμε να παρκάρουμε του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Είσαι σοβαρός;
    - Μην πήζεις ρε μαλάκα.. Θα σου πληρώσω γω το πάρκιν άμα είναι. Στην τελική, για λίγη λεζάντα ζούμε σ' αυτή τη ζωή..
    (Το τζονβλάκειο παράδειγμα στη λεζάντα, το οποίο και παραπέμπεται στο Δ.Π.).

  3. - Νταξ από παλιά είχε ένα θεματάκι ο Γιώργος με τις θεωρίες συνωμοσίας και τους Ψεκασμένους Έλληνες, αλλά τώρα έχει λασκάρει τελείως και ψάχνει διαρκώς για προφητείες γερόντων για το πού θα πάει ο Ελληνισμός.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για τον οπαδό ή μέλος της ομάδας του Ολυμπιακού, αλλά και γενικότερα για τον Πειραιώτη.

Πρόκειται για ένα παλιό παρατσούκλι, που χρονολογείται από τις αρχές της ομάδας, και προσδίδει μια ταξική διάσταση στην αντιπαράθεση των δύο αιωνίων αντιπάλων, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού (βλ. παραδείγματα και άρθρα στους συνδέσμους): Από τη μια οι ταπεινοί μαουνιέρηδες του λιμανιού, ενός τόπου εργατικού και προσφυγικού, και από την άλλη ο αστικός κόσμος. Στο πλαίσιο αυτό, η ονομασία και χρησιμοποιήθηκε μειωτικά, αλλά και πανηγυρίστηκε από τους ίδιους τους Ολυμπιακάκηδες ως μια λαϊκή υπεροχή τους έναντι των φλώρων και τζιτζιφιόγκων του Παναθηναϊκού. Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η ταξική αυτή αντίθεση υποχώρησε κάπως, χρησιμοποιείται λιγότερο από παλιότερα.

Σημειωτέον, ότι το μαουνιέρης χρησιμοποιείται επίσης και ευρύτερα για να χαρακτηρίσει στερεοτυπικά έναν λαϊκό, ακαλλιέργητο άνθρωπο, που βρίζει υπέρμετρα σε φράσεις τ. «μη βρίζεις σα μαουνιέρης», «πώς βρίζεις έτσι; Μαουνιέρη μεγάλωσα;», που βγάζουν έναν μπαμπαδισμό- παππουδισμό.

Πάσα: Χότζας.

  1. Κανονιέρηδες-.... Μαουνιέρηδες (μόνο) 2-0! Η ήττα του Ολυμπιακού από την Αρσεναλ με 2-0 για το τσάμπιονς λιγκ, απασχολεί κυρίως τα σημερινά πρωτοσέλιδα του αθλητικού Τύπου. (Εδώ).

  2. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». Η ομάδα μας μπορεί να ιδρύθηκε από ανθρώπους της μέσης αστικής τάξης, αλλά από την πρώτη της κιόλας μέρα τράβηξε κοντά της το λαϊκό στοιχείο του Πειραιά –της μεγάλης αυτής εργατομάννας– και των λιμανιών της χώρας. Απλώθηκε ο Ολυμπιακός σε όλη την Ελλάδα όχι μόνο για τις αγωνιστικές επιτυχίες του, που ήσαν πολλές, αλλά και γιατί εξέφραζε το άδολο όνειρο του λαϊκού ανθρώπου: να δει επί τέλους στη ζωή μιαν άσπρη μέρα. Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
    Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

  3. Κάποτε υπήρχαν φλώροι και μαουνιέρηδες. Σήμερα οι παράγοντες του Ολυμπιακού θα ήταν μαουνιέρηδες αν οι θαλαμηγοί μετονομάζονταν σε μαούνες. (Εδώ).

  4. Κάπως έτσι ο ΠΑΟ έγινε η ομάδα που στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση είναι ταυτισμένη με τον μεγαλοαστισμό. Η ομάδα των μεγαλοαστών, αλλά και η ομάδα εκείνων που ονειρεύονταν μεγαλοαστικές καταξιώσεις, δηλαδή που ονειρεύονταν να γίνουν μεγαλοαστοί. Είναι τυχαίο ότι το υποτιμητικό παρατσούκλι των οπαδών του Ολυμπιακού για πολλές δεκαετίες ήταν το «μαουνιέρηδες»; Όχι φυσικά! Το «μαουνιέρηδες» συνδηλώνει το σηκωμένο φρύδι του πλούσιου απέναντι στον φτωχό, την αίσθηση υπεροχής και υποτίμησης του μεγαλοαστού απέναντι στον ταξικά υποδεέστερο. (Εδώ).

  5. Oι Πειραιώτες μεταλλάχθηκαν από «ψαράδες» σε «μαουνιέρηδες» για να καταλήξουν σε «ψευτόμαγκες». Tώρα πια έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παρατσούκλια και το μόνο που τους έχει μείνει είναι το «γαύροι», χαρακτηρισμός που έχει να κάνει με τους φίλαθλους της αιώνιας αγάπης της πόλης, που δεν είναι άλλη από τον Oλυμπιακό. «Tι ομάδα είσαι;» «Γαύρος!». Έτσι απλά... (Εδώ).

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο και καλά πιο ψαγμένο συνώνυμο για το δουλεύω κάποιον, με τη σημασία του κοροϊδεύω.

«Σώθηκε» λέει ξανά η Ελλάδα... Καλά μας εργάζονται;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά που συνδυάζει τις ήδη πολύ διαδεδομένες βρισιές λαγός και κότα, που και οι δύο δηλώνουν τον δειλό, για να σημάνει κάποιον που είναι υπερβολικά δειλός. Χρησιμοποιείται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) από οπαδούς του Ολυμπιακού για να υβρίσει μέλη και οπαδούς της ομάδας του Παναθηναϊκού.

  1. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΣ ΛΑΓΟΚΟΤΕΣ!
    Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΠΑΠΑΧΕΛΑ, ΠΟΥ ΞΕΦΤΙΛΙΖΕΙ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΑΣΧΕΤΟ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΙΚΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΡΥΛΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΠΟΥ ΦΗΜΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ . ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΣ ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΜΠΟΧΑ ΚΑΙ ΒΡΩΝΑ , ΑΝΤΕ ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ ΜΑΣ ΖΑΛΙΣΑΤΕ ΜΕ ΤΟ ΓΟΥΕΜΠΛΕΥ!!! ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ!!!! (Εδώ).

  2. ΟΙ ΠΡΑΣΙΝΕΣ ΛΑΓΟΚΟΤΕΣ ΑΔΕΦΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΛΑΣΕΙ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΟΙ ΦΛΩΡΟΙ...ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΖΗΤΑΝΕ, 4 ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ,5.000 ΜΠΑΤΣΟΥΣ,ΝΑ ΔΙΑΚΟΠΕΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟ ΠΟΥ ΓΙΝΕΙ...ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΟΙ ΦΛΩΡΟΙ ΜΗΝ ΤΥΧΩΝ ΜΑΣ ΤΟ ΧΑΛΑΣΟΥΝ ΤΟ ΠΑΡΤΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΤΕΒΟΥΝ ΚΑΝ... (Από το Φέισμπουκ)

  3. απέδειξαν οι ίδιοι με τα έργα τους ότι αποτελούν ένα πρωτότυπο υβρίδιο του ζωικού βασιλείου: λαγόκοτες ή κονικλόρνιθες -διαλέγετε και παίρνετε. (Εδώ χρησιμοποιείται από οπαδό του Παναθηναϊκού εναντίον του Ολυμπιακού).

(από Khan, 12/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκό γνωμικό που δηλώνει φθόνο για κάτι που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να αποκτήσουμε, οπότε η ευχή έχει τελείως ουτοπικό χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται σε περίπτωση, όπου μια σύγκριση με κάτι ανώτερο από εμάς και το σχετικό ευχολόγιο έχει απολύτως θεωρητική υφή τύπου νά 'χαμε να λέγαμε και κούτες να φουμέρναμε και κανένα πρακτικό αντίκρισμα, καθώς η «φύση» των πραγμάτωνε δεν αλλάζει.

Αποκομμένη από το παραδοσιακό αυτό πλαίσιο, η φράση μπορεί να ειπωθεί και εντελώς κυριολεκτικά στην θέα ενός ωραίου ασπρουδερού κώλου.

Πάσα (Δ.Π.): Χαλικούτης.

  1. Άσπρο κώλο που χει η νύφη, να χαμε και εμείς οι γύφτοι...
    Είναι πολύ εύκολο να σνομπάρω τον ανηψιό του sv2 και να πω 1 μύριο άκυρα πράγματα για να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι σε καλύτερη θέση από αυτόν (ότι η ζωή είναι μίζερη εκεί, ότι στην Ελλάδα και μόνο που πίνεις νερό της ΕΥΔΑΠ είσαι ευτυχισμένος, ότι εκεί έχει αγελάδες και όχι κατσίκια, ότι κάνει κρύο, ότι βρωμάνε τυρίλα οι άνθρωποι κλπ) αλλά φυσικά κάτι τέτοιο είναι το λιγότερο γραφικό. (Εδώ).

  2. Άσπρο κώλο που'χει η νύφη να'χαμε κι εμείς οι γύφτοι!
    Εγώ πάντως γουστάρω Τομ, της ευθείας ή της χαρωπής οδού παραμένει ωραίος άντρας! Κι έχει και μια προστυχιά που με αρέσει στον άνθρωπο και κυρίως στον άντρα. Και ομολογώ επίσης ότι άλλη αδυναμία μου είναι ο Marc Jacobs - είμαι σοβαρά γιατρέ μου, ετεροφυλοφιλικιά γυναίκα; (Με κυριολεκτική σημασία εδώ).

  3. Μετά το τέλος της παρουσίασης του νέου τάλιρου, ο Μάριο Ντράγκι έδωσε την σκυτάλη στον Ντέιβιντ Μπέκαμ ο οποίος παρουσίασε τη νέα κολεξιόν εσωρούχων με τίτλο «Άσπρο κώλο σαν τη νύφη να 'χαμε κι εμείς οι γύφτοι». (Εδώ).

(από σφυρίζων, 23/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδογαλλική λέξη για τον νταλικέρη, χρησιμοποιείται στα καλιαρντά, αλλά και εκτός αυτών. Ψευδοαγγλικά αντίστοιχα τα νταλίκερμαν, νταλίκαμαν. Μπορεί να δηλώσει και φαινόμενα τ. νταλικέρης, νταλίκα, χοτέλ νταλικέρ κ.τ.ό.

  1. Πρώτη βραδιά, δέκα πελάτες, καλή κονόμα. Μπουτ λατσά. Με πήγε σε μια πιάτσα όχι πολύ γνωστή, που συχνάζανε, ας πούμε, οι μυημένοι. Το ψωνιστήρι γινότανε στην αλάνα, απέναντι απ’ το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Μόλις σουρούπωνε άλλαζε το σκηνικό και μεταμορφωνόταν. Παρκάρανε εκεί μεγάλα φορτηγά πολλών κυβικών, νταλίκες. Οι νταλικέρ πολύ επιρρεπείς στο κοκό. Κι όχι πάντοτε ενεργητικοί, πολλοί ήτανε μερακλαντάν, απ’ όλα κάνανε. (Από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου», 2010, εκδ. Άγρα, δες εδώ).

  2. Το ένα τρίτο του Βραβείου Οδικής Ασφάλειας προτείνεται να απονεμηθεί στον ΟΑΣΘ για τις ...ασφαλείς και εξυπηρετικές Στάσεις Λεωφορείων που έχει εγκαταστήσει στον Δήμο.
    Χαρακτηριστικές των νέου τύπου Στάσεις στις φωτογραφίες
    (αν δεν σε φάνε τα ...φίδια, όλο και κάποιος καλός οδηγός, σαν τον κύριο νταλικέρ που ανεβαίνει με 90 χλμ την ώρα την ανηφόρα του Τριλόφου, θα σε παρασύρει). (Εδώ).

  3. Έξω από το καμπινγκ περιμένουμε κάποιον να ανοίξει. Xτυπάμε κουδούνι. Tίποτα. Στα παπάρια τους. Προφανώς άλλο ένα bikers friendly camping. Λίγο πριν υπήρχε χοτελ νταλικέρ στο κυριλέ του. Πόσο; 65. H κούραση αρκετή. Oι αντιστάσι στα βλέμματα των άλλων μικρές. Πάμε δε γαμιέ. Tελικά πέσαμε στα 60. Kαι μετά πέσαμε στα κρεβάτια. (Εδώ).

  4. Ναι, και καλά, πήγαν στην παραλία, έτσι-γιουβέτσι και στο ξεκαύλωτο οι γερμανίδες νταλικέρ τους άρχισαν στα πετραδάκια... (Ο ΜΧΣ διηγείται από δεύτερο χέρι ιστορία που διεδραματίσθη στα ένδοξα Τζιβιτζιλοχώρια)

Νταλικέρ με την καυλή έννοια στο νεορεαλιστικό Ossessione του Luchino Visconti. (από Khan, 13/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που προσπαθεί να την βγάλει τζάμπα, και κατ' επέκταση ο φτηνός, αλλά και ο ευτελούς ποιότητας.

  1. Καλά εσύ είσαι γνωστός τσάμπαμαν και καβατζόπουστ@ς . =ρ. Σε ότι διακοπές πας, τη βγάζεις με τράκα. (Εδώ)

  2. έχει ένα κομπρεσέρ με μεγάλες δυνατότητες σε τιμή τσάμπαμαν !!! (Εδώ).

  3. Δεν θέλω την τσάμπαμαν συσκευή που μου έφερες τράβα πάρε κάνα Samsung; (Εδώ).

Δες και -μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική τροπή του Γκαλάκτικος, που σημαίνει την τακτική να παίρνει μια αθλητική ομάδα πανάκριβους παίκτες σούπερσταρ έχοντας ως σκοπό κυρίως το γόητρο, τη διαφήμιση και την επίδειξη, και μόνο δευτερευόντως αγωνιστικούς λόγους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τακτικής αυτής υπήρξε η ποδοσφαιρική ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης, που κυρίως φέρει το όνομα Γκαλάκτικος, αυτή καθώς και οι υπεραστέρες της.

Στα καθ' ημάς, η συνήθεια δημοσιογαύρων να αποκαλούν την ομάδα του Ολυμπιακού ως Γκαλάκτικος, λόγω κάποιων εντυπωσιακών μεταγραφικών κινήσεων, όπως αυτή του Βίτορ Μπόρμπα Φερέιρα τουπίκλην Ριβάλντο, έφερε από το αιώνιο αντίπαλον πέος, τους οπαδούς του Παναθηναϊκού, το αποτέλεσμα να αποκαλείται ο Ολυμπιακός γελάκτικος , επειδή και καλά προκαλεί το γέλιο με τα καμώματα και τις αποτυχίες του, παρά τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου.

  1. Είναι να γελάει ο κόσμος μαζί σας. Καλά σας κάνουν και σας γράφουν ΓΕΛΑΚΤΙΚΟΣ... Από μια ομάδα η οποία είναι στα πρόθυρα να διαλυθεί και με αέρα απο τις 14 νεές μεταγραφές, πετώντας φωτιές σε όλες τις γραμμές του γηπέδου πέσατε πάνω στα παλικάρια του Ηρακλή και σας έκαναν τέτοιο κλίσμα που δεν είχατε ξανα δεί στην ζωή σας! (Εδώ).

  2. Γελούν από τώρα στο “Εmirates” με τους… Γελάκτικος! Το κράξιμο του σκάουτερ της Άρσεναλ για τα όσα αντίκρισε στο ματς των λιμανίσιων με τον Εργοτέλη, δεν είχε προηγούμενο! (Εδώ).

  3. Τη (Μ)παρτσα(κλή) της Ελλάδας, aka Γελάκτικος, που τους έκαμε γαύρο μπουρδέ(λ)το η αντί προτελευταία Μπανανία (του μπανανά). (Εδώ).

  4. Ο λούτσος ήταν μεγάλος, πολύ μεγάλος για τους γελάκτικος που για ακόμα μια φορά προσέφεραν στιγμές άφθονου γέλιου ανά την Ευρώπη. (Εδώ).

(από Khan, 09/07/13)(από Khan, 09/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που διασώζει και χρησιμοποιεί αρκετά στο ιδίωμά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πλην ψιλολέγεται και μέχρι σήμερα. Σημαίνει το γύφτικο εικόνισμα, και κατ' επέκταση (σύμφωνα με τα ρατσιστικά στερεότυπα) άνθρωπο (στον Παπαδιαμάντη κυρίως κοπέλα) μαυριδερό και άσχημο, ή οποιονδήποτε άνθρωπο ή πράγμα περιφέρουν εν είδει λιτανείας ως κάτι σημαντικό, ενώ πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ευτελές.

  1. Σε μια σύγχρονη εποχή, που το λιγότερο όλοι γυρίζουν με ένα κινητό στην κωλότσεπη, που η τοπική τηλεόραση εκπέμπει ζωντανά, μέσω διαδικτύου, σε όλη τη γη, που τα Bluetooth και τα delivery είναι σε ημερήσια διάταξη, που η αντιπαράθεση λέγεται debate και είναι προσιτή για σύγκριση σε κάθε πολίτη, κάποιοι επιμένουν να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και να σταυρώνουν τον κόσμο για το σταυρό. Γιατί μη μου πει κανείς, ότι πάνε να πείσουν οικογένειες να ψηφίσουν από εδώ και όχι από εκεί; Άλλωστε δεν θα διέθεταν το χρόνο για να φέρουν ψηφοδέλτια παρά μόνο, κοιτάνε την πάρτη τους… Είναι όμως εντελώς γελοίο, να μην ξέρεις που πέφτει το σπίτι του τάδε συμπολίτη και να σε κουβαλάνε σα γυφτοκόνισμα, οι επιτήδειοι που κάνουν βεραμέντε ψυχικό γιατί έχουν γνωριμίες και άκρες… (Εδώ).

  2. Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μάνα και Κόρη» (1914 η μετά θάνατον πρώτη δημοσίευση) εδώ).

  3. -Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο! (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα δυο κούτσουρα» (1904) εδώ).

  4. Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νύχτα» (1892) εδώ).

  5. Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; (Από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα»εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέλος ή οπαδός της ομάδας του Άρη. Συγγενές σημασιολογικά στον κύριο (μειωτικό) χαρακτηρισμό τους που είναι σκουλήκια.

  1. Φαλακρη καμπια. Ολοι ξερουμε τις μαλακιες και το κομπλεξ του για τον Αρη. (Από το Φέισμπουκ).

  2. σκουληκια ησασταν και καμπιες θα μεινετε (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published