Χρησιμοποιείται από αντιπάλους της ομάδας του Παναθηναϊκού, συνήθως Ολυμπιακάκηδες, για να αμφισβητήσει το έπος του Γουέμπλεϊ ότι και και καλούα ήταν στημένο με συμμετοχή χουντικών (βλ. πρώτο παράδειγμα). Η έκφραση χρησιμοποιείται και ευρύτερα είτε για να στιγματίσει τον Παναθηναϊκό σαν μια ομάδα που ευνοήθηκε από την χούντα ή και γενικότερα από το κράτος, είτε για να σατιρίσει πανωλεθριάμβους και πυρείους νικήττες. Για τους Ολυμπιακούς βλ. αντίστοιχα τα ομάδα του δημοσίου, κοκκαλιστάν.

  1. Το «έπος» του Χουντέμπλεϊ (Εδώ).

  2. Χουντέμπλει τoυ χρόνου Ιντερτότο… (Εδώ).

  3. Βάλτε τις ουκρανικές σας γούνες λαγουδάκια του Χουντέμπλει και ελάτε στο Καραισκάκη για τη φιέστα. (Εδώ).

  4. Τέτοιους πανηγυρισμούς είχαμε να δούμε από το Χουντέμπλεϊ!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μυστικός αστυνομικός στα καλιαρντά.

Πίσω απ' τις καρότσες το κάναμε ή κάτω από κάτι δέντρα. Δεν συχνάζανε τσόλια εκεί, σπάνια να περνούσε κανένα. Δεν είχε ούτε κουκουβάγιες. Κρατούσαν τσίλιες και κάτι κουλές αδερφές για τα συνθηματικά. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά η ψάθα εκ των ξερός και μπαξές (< τούρκικο bahçe).

Μαρή Μαρίνα, δεν έρχεσαι λίγο να μου κάνεις παρέα γιατί αυτή η τεμποχορχόρα μου έχει βγάλει το λάδι αλλά έχω φτιάξει μια σουκροκαρύδα άλλο πράμα. Επίσης αφίχθη η τρόικα σήμερα θα μας φάει το σπαλοζούμι. Σου έχω ετοιμάσει κι την ξερομπαξού για να μην κουράζεσαι. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Δοκίμως είναι: «1. Μακρύ ξύλο με το οποίο ανακατεύουν τη φωτιά στο φούρνο. 2. Μακρύ ξύλο που μοιάζει με σκούπα και με το οποίο καθαρίζουν τους φούρνους εσωτερικά. 3. Μακρύ φτυάρι με το οποίο βάζουν και βγάζουν τα ψωμιά ή τα φαγητά από το φούρνο, αλλιώς φουρνόφτυαρο.» (Βλ. Live-Pedia).

Σλανγκικώς, είναι το μεγάλο πέος, το παλαμάρι, το οποίο κυριολεκτικά είναι μακρύ, σκληρό, ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, και μπαινοβγαίνει στο φούρνο της φλογερής ερωμένης/ -ου.

Άλλη μεταφορά από τον κόσμο της αρτοποιίας είναι ο παύλος.

Πάσα (Δ.Π.): Κροκοδειλίτσα. (Απλή συνωνυμία με τη γαργαλιέρα Крокодил).

  1. Στανταρ ο αντρας της θα της βαζει και λιγο το φουρνοξυλο στο κωλο (Φούρνος καυλιάρας).

  2. Αν για να κατακτήσεις μια γυναίκα, πρέπει να γαμήσεις το μυαλό της (αυτό που η ίδια ονομάζει έτσι, αν και εμείς πιστεύουμε πως ανήκει στην σφαίρα της φαντασίας, όπως ο Άϊ Βασίλης και ο Σούπερμαν), εμάς μας κατακτά μια γυναίκα, η οποία ξέρει να φέρεται αναλόγως στον καλύτερο μας φίλο, τον παργαλάτσο, το γιαταγάνι, το φουρνόξυλο, τον πούτσο μας ρε αδερφέ!!!!! (Βασικά καβλησπέρα σας).

  3. έτριβε τη πούτσα μου στις βυζάρες της και μου είχε γίνει φουρνόξυλο (Από μπουρδελοσάιτ).

Δεν έχει σημασία μόνο το μέγεθος, αλλά και η τεχνική. (από Khan, 12/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή ντουλουμίτσα. Η στρουμπουλή, η παχιά, η εύχοντρη. Η λέξη σημαίνει «το ρετσίνι της αμυγδαλιάς», που παλιά τα παιδιά το μασούσαν αντί της μαστίχας. Έχει τη μορφή σβώλου, γι’ αυτό παρομοίαζαν μ’ αυτό τα παχουλά μικρά κορίτσια. Η λέξη προέρχεται ίσως από την τουρκική tulum (= ασκί από δέρμα κατσίκας, τουλούμι)». (Δες).

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

Ήτανε και καλομαθημένες. Στις εξωδουλειές, στο θέρος, στο τρύγος και στις ελιές, σπάνια τις παίρνανε μαζί τους. Τις αφήνανε στο σπίτι, τάχατες να μαγειρεύανε και να κάνανε τις δουλειές. Κι από την καλοπέραση είχανε γίνει στρουμπουλές σα θρούμπες ή καλύτερα σα ντουλουμούτσες, με μάγουλα ροϊδοκόκκινα, που θα σκάγανε από υγεία. Είχανε βρει το μήνα που έτρεφε τους έντεκα. Μάσα, ξάπλα και το νου σου στην κουζίνα… (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς, ο ευτραφής, ο μπουλούκος στο αρκαδικό ιδίωμα.

Πάσα (Δ.Π.): GeorgeGreek.

Το σκόρ στο κάτς των δύο χοντρών του Δήμου σε απασχολεί. Ωραίες υπηρεσίες προσφέρεις στους συμπολίτες σου. Με την ευκαιρία με πληροφορούν πως υπάρχει και άλλος χοντρός. Στην Άνοιξη. Ας προσέχει μη τον μπλέξει και αυτόν η κοκκινοσκουφίτσα στο πρωτάθλημα του κάτς. Οχι τίποτε άλλο γιατί όπως μου λένε είναι και έγκομος. (Διονυσοσκουφίτσα).

Got a better definition? Add it!

Published

Αλληλοαποκαλούνται έτσι συχνά αριστεροί τρολετάριοι που δραστηριοποιούνται στο Ιντερνέτι, σε φλώρα και στο φατσομπούκι. Συνήθως πρόκειται για τρυφερό συντροφικό χαρακτηρισμό frappernité και αλληλεγγύης καθώς αναγνωρίζεται ότι ο κοινός σκοπός είναι το τρολάρισμα του καπιταλιστικού συστήματος και των διαδικτυακών εκφραστών του και έπεται το κοσκίνισμα του ποιος έχει υγιέστερη ταξική συνείδηση και διαβάζει καλύτερα το διαλεκτικό προτσές. Σχετικά ονόματα ο Λέων Τρόλσκι και στο πιο αναρχικό ο Λέων Τρολστόι.

  1. Τον ψιλοαπαύτωσες τον Λένιν, σύντρολε. Ο Λένιν γράφει για αιρετούς ανακλητούς αντιπροσώπους, αλλά μέσα σ' ένα περιβάλλον προλεταριακού, επαναστατικού κράτους κι όχι αστικοκαπιταλιστικού κοινοβουλευτισμού. (Εδώ).

  2. «Να πω κακία για ΕΕΚ;» είπα σε μια facebookικη συζητηση. «Πες πες!» αναφώνησε γεμάτος ανυπομονησία ένας συντροφος και συντρολος. «Θα την πω light και αν ζητηθουν επεξηγησεις θα την πω hardcore. Το κακο με το ΕΕΚ λοιπόν είναι πως πασχει από ΑΚ-ιτισμο» απαντησα και άναψα φωτιες σε συμπαθέστατη ΕΕΚιτισα που απαντησε: «Το ΕΕΚ πάσχει από ΑΚ-ιτισμο; Και εσυ απο τι πάσχεις αγαπητέ; Απο ασχετοσύνη;». Σύντομα ήρθε και το ποστ αποριας απο τον συντρολο που ειπε: «Αυτο δεν το περιμενα. Να τους πεις οπορτουνες δεκτον. Αλλα Ακαπιτες; Για εξηγησου!». Η φιλη ΕΕΚιτισα ήταν πια εκτός εαυτού: «Οπορτούνες λέει ο άλλος! Ρε τι εχετε πιει; ΕΕΚ λεμε, όχι ΣΕΚ». «Δεν τους ειπα ΑΚιτες. Ειπα ότι πασχουν απο ΑΚιτισμο.. (Η συναρπαστική συνέχεια εδώ)

  3. - Ο Φωτόπουλος είναι Πολποτικός. - Λάθος, σύντρολε: ο Πολ Ποτ ήταν φωτοπουλικός! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Το σύμβολο της ομάδας του Παναθηναϊκού και συνεκδοχικά η ίδια η ομάδα, το μέλος της ή ο οπαδός της. Δες εδώ για την ιστορία του συμβόλου.

Σχετικά με Παναθηναϊκό: βάζελος, ζέλα,ampelogarden, ambelogarden, αλογοτροφή, αιώνιοι, μπανάθα, Παθηναϊκός, βαζέλληνας, βαζελλάδα, βαζελοκάναλο, η λεωφόρος, το κλουβί, τάφος του Ινδού, λαγός, (...) θεέ, πάρε την ΠΑΕ, η φυλή των Πούλα-Πούλα, Μουνιόθ, Μουνιόθ Καπέλο, Σάρας και Μητσάρας, βαρδινογιώργος, Πολυσουλτανικός, υπερκούπωση, πελάτης.

  1. Στροφή στο πρωτάθλημα για το «τριφύλλι». Η επιστροφή στην κορυφή της Ελλάδας είναι ο επόμενος στόχος του Παναθηναϊκού. (Εδώ).

  2. Σαν το δεύτερο σπίτι του θεωρεί την Παιανία και τον Παναθηναϊκό ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, τονίζοντας πως θα ήθελε να συνεχίσει για πολλά χρόνια να αγωνίζεται με το Τριφύλλι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης ή Χαριλάου στην Θεσσαλονίκη, μειωτικά, επειδή είναι έδρα της ομάδας του Άρη που έχει ως παρατσούκλι του το σκουλήκι ή σκουληκιάρης. Επίσης σάπιο μήλο.

Από φόρα φιλάθλων:

  1. ΚΑΙΡΟΣ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΞΑΝΑΜΠΟΥΝΕ ΠΑΟΚΤΣΗΔΕΣ ΣΤΗ ΣΚΟΥΛΗΚΟΦΩΛΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΝ ΘΑ ΞΑΝΑΜΙΛΗΣΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΡΚΙΕΣ ΚΑΙ ΜΩΑΜΕΘΑΝΟΥΣ ΟΙ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΣ.

  2. κουραδομαγκιες στη σκουληκοφωλια με θυμα τον χαλκια!!!

  3. Υπάρχει λόγος να ασχολούμαστε με μία ομάδα που ποτέ στην ιστορία της δεν έκανε sold out σε ένα τόσο μικρό γήπεδο όπως η σκουληκοφωλιά;

(από Khan, 09/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης ή Χαριλάου μειωτικά, στη λογική ότι ο Άρης που έχει το παρατσούκλι σκουληκιάρης ή σκουλήκι δεν μπορεί παρά να στεγάζεται σε ένα σάπιο μήλο.

Από φόρα φιλάθλων:

  1. Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΟΚΑΡΑΣ ΜΑΣ ΣΤΟ ΣΑΠΙΟ ΜΗΛΟ ΠΡΙΝ ΤΩΝ ΑΓΩΝΑ ΚΥΠΕΛΟΥ ΜΕ ΤΩΝ ΚΟΛΟΓΑΥΡΟ.

  2. Γαμιεται ο αρης και το σαπιο μηλο.

  3. και ο Σαλπι κ βλέπω και τον Βιερι σκόρερ στο σάπιο μήλο!

Ρεβάνς (από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified