Το Διδυμότειχο.

  1. Σκεψου το και εσυ λιγο και θα τσαντιστεις και εσυ. Δηλαδη ενας που ειναι απο ΚΑΛΑΜΑΤΑ για να παει στο ΔΙΠΛΟΝΤΟΥΒΑΡΟ πρεπει να ξεκινησει απο τωρα για να φτασει τον σεπτεμβρη και για να
    ξαναρθει θελει την μιση χρονια ναναι σε αδεια με οδοιπορικα. (εδώ)

  2. ασχετο λοιπον ποσο απεχει το Διδυμοτειχο απτην Αλεξανδρουπολη (92 χλμ.). Πως τα ξερω ολα αυτα; απλα ειμαι απτο Διπλοντουβαρο σιτυ οπου εμενα για περιπου 14 χρονια. (εδώ).

(από Khan, 07/11/10)Διπλοντούβαρο μπλούζ (από PUNKELISD, 08/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το στρατιωτικό αρκτικόλεξο Λ.Ε.Α. (Λόχος Έκτακτης Ανάγκης), σλανγκίζεται ως Λούφα Εκτός Απροόπτου.

- Ευτυχώς είμαστε Λούφα Εκτός Απροόπτου σήμερα. Καλά θα την αράξουμε...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Οτές (Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας) αρκτικολεξείται ως Ούτε Τηλέφωνο Έχουμε κατ' αντιστοιχία προς την Δ.Ε.Η., που αρκτικολεξείται ως Δεν Έχουμε Ηλεκτρικό.

Δεν Έχουμε Ηλεκτρικό, Ούτε Τηλέφωνο Έχουμε, Έχουμε Όμως Τουρισμό (με ερωτηματικά το τελευταίο).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην στρατιωτική κωδικοποίηση των γευμάτωνε είναι οι πατάτες, ενώ κινέζος είναι το ρύζι και ιταλός τα μακαρόνια. Βλ. και σάκης ρουβάς.

- Πάλι γκοτζίλα με γερμανό ρε πστ! Πότε θα απολυθώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και το κοντοσείρι και το παρασείρι, δηλαδή οι φαντάροι που έχουν καταταγεί με μία σειρά διαφορά, σε διπλανές ΕΣΣΟ. Το λέει ο νεώτερος στον παλαιότερο συνήθως. Δες κάπου εδώ.

- Τι γίνεται ρε αδελφοσείρι;
- Μπα; Ξεψαρώσαμε;

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικά ο ΟΫΚάς (Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών).

Τέτοιους βατραχοπόδαρους τους τρώω για πρωινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο ΟΫΚάς (Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών) για τους καταδρομείς.

Από τον βάτραχο Kermit του Muppet Show, που έδωσε λαβή και για την ανύπαρκτη σλανγκιά κερμιτιάζω.

- Τι να κλάσει μωρέ ο φλώρος ο Κέρμιτ;

Το χαρακτηριστικό κερμίτιασμα (από Khan, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χέζω.

Για την ακρίβεια είναι η στιγμή που κάθομαι στην λεκάνη, και σφίγγομαι, περιμένοντας να γίνει το κατέβασμα, διατηρώντας την χαρακτηριστική αλγεινή και συλλογισμένη έκφραση. Υπάρχουν βέβαια ταχύτατα download ADSL (=διάρροια), υπάρχουν όμως και πιο αργά, όπως με την απλή σύνδεση του Οτέ ή όπως όταν ο υπολογιστήρας μας έχει κολλήσει ιούς (= δυσκοίλια).

Σύγκρινε με: Kid downloading, γεννητούρι.

- Αμάν βρε Μήτσο! Μία ώρα είσαι στο μπάνιο!
- Ουγκχχχ. Αργεί το downloading γαμώτο!...

Got a better definition? Add it!

Published

Σαβούρα από το τουρκικό savurmak είναι η παρέκκλιση από πορεία και πτώση. Διασώζεται σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας κατ' επίδραση από τα τουρκικά. Είναι εξάλλου, διαδεδομένες οι εκφράσεις τρώω σαβούρα, σαβουριάζομαι. Βλ. και σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα.

Αντιθέτως, σαβούρα από το ιταλικό zavorra, κατά τον Μπάμπη δε εντέλει από το λατινικό saburra είναι το έρμα των πλοίων. Από εδώ βγαίνουν οι σημασίες του ευτελούς αντικειμένου κακής ποιότητας, που χρησιμεύει μόνο στο να καταλαμβάνει όγκο και να έχει μάζα, οπότε κατ' επέκταση η γκόμενα μπάζο, το κακό φαγητό, η άχρηστη συσσώρευση (βλ. άλλους ορισμούς).

Επομένως, μάλλον πρόκειται για διαφορετικής προέλευσης ομόηχες λέξεις, χωρίς όμως να αποκλείεται η αλληλεπίδρασή τους, όπως συμβαίνει σε πλείστες όσες περιπτώσεις (πα)παρετυμολογιών ή διαφορετικών ετυμολογιών ομόηχων λέξεων.

Πάσα: ΜΧΣ, Χότζας.

Υπάρχει κάτι το οποίο να μπορεί να ενόνετε το παντελόνι με το μπουφάν ώστε να μην γεμίζει το μπουφάν απο μέσα με χιόνι όταν τρόω σαβούρα; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του πουτσαράς, όπως το όρισαν οι Γεωργία και Ironick.

Πουτσαρίνα, δηλαδή, είναι η γενναιόκαρδη, η λεοντόκαρδη, η λεβέντισσα γυναίκα, η πουτσαρόκαρδη.

Λ.χ. εδώ αναφέρεται ως καρδιτσιώτικος ιδιωματισμός για την «γεροδεμένη, δραστήρια γυναίκα», εδώ για την λεβέντισσα, εδώ ως αρτινός ιδιωματισμός με την ίδια σημασία, ενώ ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς αναλύει εδώ το γεγονός ότι ως πουτσαρίνα χαρακτηρίζεται η γυναίκα με κότσια.

Αφήνω σε γιαλόμες και σε οπαδούς της κορεκτίλας να διερωτηθούν περί τον σεξουαλικό προσανατολισμό της πουτσαρίνας και περί του μήπως είναι σεξιστικό να χαρακτηρίζουμε την γενναία γυναίκα με παράγωγο της λέξης πούτσα, και μήπως είναι πιο politically correct εκφράσεις όπως ρίχνω δυο μουνιά. Λένε άλλωστε ότι η κλειτορίδα είναι κι αυτή πούτσα κατά μια έννοια.

Τέλος, α πουστεριόρι δόθηκε η παπαρετυμολογία ότι πουτσαρίνα είναι η τσαρίνα της πούτσας, την οποία εν παρόδω και καταγγέλλουμε.

- Έλα, έλα πουτσαρίνα μου να φας το ρυζόγαλό σου. Να χαρώ μια πουτσαρίνα εγώ!
(Καρδιτσιώτισσα σλανγκογιαγιά προσφωνεί την εγγονή της, αναπαράγουμε χωρίς να αποδίδουμε την ιδιωματική προφορά).

Got a better definition? Add it!

Published