Επίσης, η κάνναβη, βλ. σχετικά και το λήμμα κασέρι.

Σύμφωνα με τον John Black, οφείλεται στο ότι «λιώνεις», με μια δόση μη γραμμικής λογικής βεβαίως βεβαίως.

Σε διάφορες κουλτούρες, η κάνναβη είναι επίσης γνωστή και ως κασέρι ή τυρί. Οπότε θα γνωρίζετε τώρα πώς να το ζητήσετε από ύποπτα μέρη.
Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, η κάνναβη, όπως και χόρτο.

Στα πράσα κυριολεκτικά πιάστηκε ένας νεαρός με κάνναβη στη Δράμα. Το περιστατικό συνέβη τη νύχτα της Τετάρτης σε αγροτική περιοχή στο Καλαμπάκι Δράμας όταν αστυνομικοί βρήκαν τον 22χρονο να περιποιείται μέσα σε χωράφι με καλαμπόκια τρία καλλιεργημένα φυτά κάνναβης.

Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην σλανγκ του μπάσκετ είναι το rebound. Κι ο παίκτης που έχει μεγάλη έφεση στα rebounds λέγεται σκουπιδιάρης. Λανθάνει μια υποτιμητική χροιά για τον σκουπιδοφάγο που μαζεύει αυτά που οι άλλοι πετάνε (ήτοι τα άστοχα σούτια). Αποκαλείται άλλωστε και χαμάλης. Κι όμως στα σκουπίδια κρίνονται πολλοί αγώνες.

Μεγάλος σκουπιδιάρης ο Ντένις Ρόντμαν. Μάζευε καμιά δεκαοχτάρα σκουπίδια σε κάθε αγώνα.

Καβουροκαλαθόσαυρος (από Vrastaman, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το λογοκριμένο ή γουτσιστικό μουνί.

Το νινί, το νινί, το νινί σέρνει καράβι,
και δεν τό 'χεις καταλάβει...

(από Khan, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Γουτσιστική προσφώνηση προς μαυρούκους και μαυρούκες που τυγχάνουν σκοτεινά αντικείμενα του ερωτικού μας πόθου. Πρβλ. μουνί τσοκολάτα και σοκολάτα βιενουά. Ακόμη πιο γουτσιστικά: σοκολατάκι.

  2. Όλως αντιθέτως, το αηδιαστικό υπόλειμμα κοπράνων στο πίσω μέρος του βρακιού μας. Πρβλ. σοκολάτα-μπανάνα.

- Αχ, αυτό το σοκολατάκι θα το φάω! Γρρρρ! (σ.ς.: Ερωτική ιαχή αρκούδου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φουνταριστό τάβλι με χρήση τσολιάδων, η παρτίδα που τελικώς χαώνεται.

Τι ήταν να φέρει το εξάπαντος; Τό 'κανε ροντέο το παιχνίδι!

"Πλακωθείτω το πούλι μου μετά των αλλοπούλιων". Άλλως, "ο θάνατος του Σαμψών" υπό Gustave Doré. (από Khan, 15/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, όπως μας θύμισε ο Electron, τσολιάς είναι το «προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό (τάβλι), το οποίο πάει ή ταν ή επί τας (ή πλακώνει και ηγείται της επιθέσεως, ή πλακώνεται και δίνει πάτημα στον αντίπαλο, οπότε πάει χαμένο). Η αυταπάρνηση του συγκεκριμένου πουλιού, θυμίζει τους «ηρωικούς τσολιάδες, του 40». Θα προσέθετα: και η λεβέντικη περπατησιά του και το καμάρι του. Πολλάκις ο τσολιάς είναι και σώγαμπρος, αλλά όχι απαραίτητα.

Τελικά, είχε δεν είχε ο τσολιάς, μου την έφαγε την παραμάνα.

Κάπως έτσι (από Khan, 14/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νίκη σε εκλογική αναμέτρηση που επιτυγχάνεται λίγο μετά από οικολογικό ολοκαύτωμα από την πύρινη λαίλαπα. Και η οποία νίκη αποδεικνύεται Πύρρειος νίκη.

Τελικά αποδείχτηκε πύρειος η νίκη του Καραμανλή στις τελευταίες εκλογές. Να δούμε τώρα ποιος θα πετύχει την πύρειο νίκη, κατά τις δημοσκοπήσεις ο G.A.P..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα όνομα για την κοκαΐνη, όπως και το χιόνι και το παγόβουνο.

Βρέθηκε με τρία τζι νιφάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ακόμη:

  1. Κατά John Black, στους εν χρω κουρεμένους, το τριγωνάκι που σχηματίζεται στη μέση του μετώπου, εκεί που αρχίζει το τριχωτό της κεφαλής.

  2. Ceci n'est pas tellement slangue, αλλά χρησιμοποιείται ευρύτατα ως συνεκδοχή τύπου μέρος αντί όλου. Δηλαδή για να δηλώσει ολόκληρη την γυναίκα. Υπερθετικό: μουνάρα και άλλα της λίστας Βράσταμαν.

  3. Βρισιά. Κυρίως για δόλιο άνθρωπο, ποταπό.

  4. Το ηλιοκαμένο μαύρο τρίγωνο στο στέρνο είτε φαντάρων λόγω χιτωνίου, είτε χειρωνάκτων κατά το Αλβανικό V.

  1. Φοβερό μουνί ο Ρονάλντο! (Ελλοχεύει και η σημασία στον εναλλακτικό ορισμό του Τζόνι).

  2. Τι βυζάρες είχε το μουνί!

  3. Ποιο μουνί μου πήρε το μπλάνκο μου;
    (Συνήθιζε να το φωνάζει συμμαθητής μου).

Φοβερό μουνί ο Ρονάλντο! (από Khan, 08/09/09)(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified