Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός κυριολεκτικά και μεταφορικά, η μαλακία δηλαδή. Είναι καλιαρντή λέξη αλλά έχει διαδοθεί πολύ, κυρίως ως αυτός που διαπράττει το ψωλοβρόντι, που αποκαλείται ψωλοβρόντης (σπεκ στον σύσσλανγκο που διείδε την καλιαρντή προέλευση της λέξης). Πρόκειται βέβαια για πολύ ποιητική λέξη, που δηλώνει έναν έντονο θορυβώδη αυνανισμό, όπου ο μαλάκας βροντάει την πούτσα του προκαλώντας μετεωρολογικά φαινόμενα λες και είναι ένας Δίας που δεν γαμιέται αλλά μαλακίζεται.

1. Όλα έδειχναν ότι ο Μάκης έδινε ένα αναπάντεχα ασυνήθιστο και καυλωτικό θέαμα στον απέναντι. Και ο απέναντι με την σειρά του παραμένοντας εκεί, στην σχισμή της κουρτίνας, ακίνητος, να κρυφοκοιτάζει, καύλωνε όλο και πιο πολύ τον Μάκη που το πρωινό του «ψωλοβρόντι» γινόταν θέαμα σ’ έναν άντρα. Έτσι ο Μάκης δεν ήθελε και πολύ ακόμη για να αδειάσει το ψωλόχυμά του απ’ τ’ αρχίδια του. Αρχίζει να χύνει πάνω του σαν τρελός με τα πόδια του τεντωμένα και ανοιχτά. Ο απέναντι τα είδε όλα! Και μεταφορικά και κυριολεκτικά! Αλλά και ο Μάκης έριχνε κλεφτές ματιές απέναντι. Μετά και τις τελευταίες χυσιές, ο Μάκης αφήνει την ψωλάρα του να αράξει στα χύσια της και ανάβει τσιγάρο κρατώντας το με το χέρι της μαλακίας, ενώ το άλλο το έβαλε πίσω απ’ το κεφάλι του για να χαλαρώσει. Τότε βλέπει να φεύγει ο απέναντι απ’ το σημείο και η κουρτίνα να επιστρέφει στη θέση της.

2.Εδώ: Και μια και το τελευταίο είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί και στην πράξη ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει πολιτειακό θέμα χωρίς ντροπές και σούξου μούξου, ο Τσίπρας, ο Αλαβάνος, ο Δημήτρης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος ή όποιος άλλος μπορεί να πληροφορήσει τον κόσμο τι πολίτευμα γουστάρει το κόμμα και τι μέθοδο σκοπεύει να ακολουθήσει για να το πετύχει; Αν ό,τι ακούγεται ανήκει στην κατηγορία «εορταστικό ψωλοβρόντι», καλή διασκέδαση και κρίμα για τους ανθρώπους που το πληρώνουν. Αν όμως όχι, υπάρχει το Σύνταγμα.

3.ΨΩΛΟΒΡΟΝΤΙ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ ΠΕΡΑ!!!!! (Από το ksipnistere).

4.Εδώ: Τις πταίει τελικά για την κατάσταση των νέων; Η χαλαρότητα των ΑΕΙ/ΤΕΙ που τελειώνεις όποτε θέλεις; Ο επαρχιωτισμός των γονιών; Η έλλειψη επαγγελματικού προσανατολισμού; Οι καραγκιόζηδες που μπαίνουν επαρχία για να γαμήσουν και οι βλαχούλες που μπαίνουν Αθήνα για να γαμηθούν; Το ψωλοβρόντι που ονομάζεται κατ' ευφημισμόν «φοιτητική ζωή»; Τα τραπεζάκια της ΔΑΠ και η ΕΑΑΚ; Λίγο απ' όλα;

Μυδασίστ: Cunning Linguist. (από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η πεολειχία, το τσιμπούκι, η πίπα. Εκ του ταμπάκου, που παραπέμπει σε τσιμπούκι/ πίπα, και, -τείνω να συμφωνήσω εδώ με τον σύσσλανγκο Αίαντα που διορθώνει τον Ηλία Πετρόπουλο-, του γαλλικού pompe, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, αντλία, τρόμπα (βλ. και πομπίνο-φραπέ για περαιτέρω ανάλυση). Ο Πετρόπουλος πιθανολογεί ετυμολογία από το γαλλικό bonbon (=γλυκό ζαχαρωτό) ή από το ponpon (=φούντα) νομίζω όμως ότι οι ετυμολογήσεις αυτές είναι πίπες και ότι έχει δίκιο ο Αίαντας.

Του άβελα πομποτάμπακο και με φλόκαρε στο χάος ο κατές και με λάτσεψε τα μπουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του φαγητού φακές και του οικονομολόγου και Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, η οποία παίζει και με το ότι μοιάζει με εις -ιά σχηματισμό (τ. τατιανιές, πουτινιές, βαρουφακιές κ.τ.ό.) και δηλώνει αναλόγως αν βλέπει κανείς το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο μια δυστοπία ή μια ευτοπία.

Δυστοπία αν θεωρήσουμε ότι σε ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον στο λαφαζανιστάν που θα έχει γίνει η Ελλάδα διοικούμενο από ποικίλους Δραχμαντινετζάντ, τα ραχιλιάρικα που θα τυπώνονται δεν θα επαρκούν για να αγοράζουμε εισαγόμενα τρόφιμα, οπότε θα μπορούμε να τρώμε μόνο φακές και πάλι φακές.

Ευτοπία αν θεωρήσουμε ότι οι βαρουφακές είναι ένα αυθεντικό ελληνικό προϊόν που εντάσσεται στο πρόταγμα του ελληνικού λιτού βίου που πρότεινε ο Υπ.Οικ. Γιάνης Βαρουφάκης. Οπότε με τις βαρουφακές εκουσίως απορρίπτουμε την έξωθεν επιβαλλόμενη λιτότητα για να την ανταλλάξουμε με έναν αυτοβούλως ανειλημμένο λιτό βίο, όπου η εκούσια βρώση βαρουφακών θα είναι μια ηρωική πράξη Ελληναραδισμού ανάλογη με το «Ουάου» που είπε ο Γιάνης στον Γέροντα Νταϊσεμπλούσιο ανακαλώντας το Μολών Λαβέ του Λεωνίδα και το Όχι.

Όσοι πάντως αντιμετωπίζουν τον Γιάνη Βαρουφάκη με κριτική αντί για κρητική διάθεση θυμίζουν το γνωμικό «Όχι Γιάννης, Γιανάκης», γράφοντας το δεύτερο με ένα νι στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Από την άλλη, υπάρχουν και δραχμολάγνοι πανηγυρίζοντες τον Βαρούφα που υποστηρίζουν ότι το «δραχμή, σουβλάκι και Γιάνη Βαρουφάκη» είναι το νέο (και δημοκρατικό αυτή τη φορά!) «ψωμί, ελιά και Κώτσο βασιλιά».

  1. Το εθνικό μας φαγητό πλέον είναι οι βαρουφακές #litos_vios

  2. -Μάνα, τι μαγείρεψες σήμερα; -Βαρουφακές παιδί μου. #litos_vios

  3. Βαρουφακές & βαρουφασόλια πλέον #litos_vios.

(Όλα από το Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγιωτατισμός του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου διά να δηλώσει καταπιόλαν την πουτσοστραγγίχτραν ήτοι Σβετλάναν την Χυσοκαταπίνοβαν, άλλως ειπείν την ερωμένην ήτις καταπίνει σύνολον το ερωτικόν γλεύκος του εραστού της μέχρι τελευταίας ρανίδος. (Το ίδιον ισχύει και για ερώμενον- κόρην). Ο όρος φαίνεται ότι υπάρχει και στη ζωολογία για να δηλώσει ζώα που τρέφονται με καρπούς και σπόρους/ σπέρματα. Μάλιστα δεν πρόκειται για καθαρευουσιανισμό αλλά για γνήσιο αρχαϊσμό, αφού τα σπερματοφάγος και σπερμοφάγος τα συναντούμε λ.χ. στον Σέξτον Εμπειρικόν, τον Διόδωρον, ακόμη και στον εκκλησιαστικό Πατέρα Γρηγόριον Νύσσης. Πάντως η απόδοση της συγκεκριμένης σεξουαλικής σημασίας σε μια αρχαία λέξη από τον χώρο της Βιολογίας ανήκει στον Ανδρέαν Εμπειρίκον (ενώ γουγλίζεται ακόμη μία φορά με το ίδιο σημαινόμενο).

  1. Ἡ φιλήδονος κυρία δὲν ἄφησε νὰ τῆς διαφύγηι οὔτε μία σταγὼν ἀπὀ τὴν λιπαρὰν κρέμαν ποὐ ἤντλησεν ἀπὸ τὴν χονδρὴν ψωλήν. Ἐν μέσωι γλυκύτατων ποππυσμῶν καὶ πλαταγισμῶν τῶν χειλέων της, ἡ ὡραία λαίδη κατέπιε με λαιμαργίαν μέχρι καὶ τῆς τελευταίας σταγόνος τὴν πλούσιαν προσφορὰν τοῦ Ἀνδρέου. Οὗσα ὅμως ἐξαιρετικὰ λάγνος καὶ μάλιστα ὄχι μόνον ἔνθερμος φίλη τῆς ψωλῆς ἀλλὰ καὶ ἐξ ἴσου θερμὴ σπερματοφάγος, δὲν ἀπέσυρε τὰ χείλη της ἀπὸ τὴν δονουμένην εἰσέτι εἰς τὸ στόμα της ὑπερεξωγκωμένην πούτσαν. Ἦτο φανερὸν ὅτι ἤθελεν νὰ τὴν ἐξαναγκάσηι νὰ τῆς δώσηι έν συνεχείαι καὶ ἄλλον ψωλοχυμόν, καὶ ἐξηκολούθησε καὶ μετὰ τὴν πλήρη κατάποσίν τῆς πρώτης δόσεως τὴν τρυφερὰν πεολειχίαν. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 7, σ. 101-102, σημειωτέον ότι ο πρωταγωνιστής της σκηνής Ανδρέας Σπερχής είναι το alter ego του ποιητού).

2. εκτος απο σπερματοφαγος ειναι και κοπρολαγνος ο γιωτομορτης τυπε;

επιστημονική ορολογία (από Rebelais, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγεθυντικό του χύνω, συνώνυμο του χύνω κουβάδες ή του σκέτου κουβάδες, δηλώνει ότι καυλώνω, γουστάρω τρελά, χύνω, είμαι σε κατάσταση ευδαιμονίας, ευωχίας, νιρβάνας, μπλjις, και για γυναίκες ότι βρέχονται βρακάκια, συμβαίνουν πολλαπλοί οργασμοί με squirting κ.τ.ό.

Πάσα: Killerakias.

  1. Οι οδηγίες στο γλειφομούνι είναι απόλυτα ευπρόσδεκτες.
    Κοίτα. Το ξέρουμε ότι η πίπα είναι δύσκολη σαν πράξη για σένα. Αλλά με το που μάθεις να πιπώνεις σωστά ΕΝΑΝ άντρα, τέλειωσε! Πήρες πτυχίο. Εγώ μπορώ να σε κλωνοποιήσω, να μάθω να γλείφω τέλεια τον κλώνο σου μέχρι να χύνει νταμιτζάνες και μετά να έρθω με την ίδια τεχνική σε σένα και να φάω ξύλο! Μην κάθεσαι λοιπόν με τα κανιά σου ανοιχτά και με το αινιγματικό ύφος που λέει: «Να το μουνί. Βρες άκρη». Άνοιξε το ξερό σου και πες καμιά κουβέντα. (21 & 1 Συμβουλές που δεν θα βρείτε στο Cosmopolitan).

  2. Το κέντημα στο μαύρο σου πουκάμισο με κάνει να χύνω νταμιτζάνες.... p.s από μια ξετρελαμένη ψυχολόγα... (Από το Φέισμπουκ).

3. Εμένα μπορεί να με καυλώνει το Hayabusa και να χύνω νταμιτζάνες για πάρτι του και το ZZR να μου προκαλεί ανακατωσούρα στο στομάχι.

4. Μακριά από άκρα όπως «είναι μεγάλος μαλάκας και καθίκι αλλά με καυλώνει και χύνω νταμιτζάνες» και «είναι βαρετός ξενέρωτος και μούχλας, αλλά με σέβεται και είναι καλό παιδί οπότε τι να κάνω». Το ιδανικό είναι ο συνδυασμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γαμομανών:

  1. Πρόκειται για σλανγιωτατισμό ή μάλλον για το αντίστροφο, δηλαδή για μια ειρωνική προσπάθεια να εκλαϊκευτούν σλανγκικώς και να γελοιοποιηθούν πομπώδεις όροι όπως νυμφομανής ή μητρομανής, οι οποίοι πραγμοποιούν επιστημονικοφανώς κάτι που καταλαβαίνουμε όλοι, δηλαδή ότι κάποια/ος γουστάρει να γαμιέται ασύστολα απ' όλες τις μπάντες. Παρόμοιες γελοιοποιήσεις εύσχημων όρων έχουμε λ.χ. και στα πουστοσέξουαλ και εύχοντρος. Βεβαίως, όταν χρησιμοποιεί τον όρο ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος μάλλον έχουμε αυθεντικόν σλανγιωτατισμόν, πώς αλλιώς; Εξάλλου, ο όρος γαμομανής με το να μπορεί να αποδοθεί και στα δύο φύλα, λύνει και το πρόβλημα του πώς θα ονομάσουμε έναν άντρα που είναι σεξομανιακός, εθισμένος στο σεχ, και για τον οποίο δεν υπάρχει κάποιος επιστημονικοφανής όρος, όπως νυμφομανής ή μητρομανής που λέμε για τις γυναίκες.

  2. Όταν το πρώτο συστατικό δεν αναφέρεται στον γάμο με την αρχαία έννοια, ήτοι στο γαμήσι, αλλά στον θεσμό του γάμου, τότε γαμομανής είναι αυτός και κυρίως αυτή που παθαίνει σε κάποια στιγμή μια μανία να παντρευτεί, λ.χ. επειδή χτυπάει το βιολογικό της/του ρολόι για σχηματισμό οικογένειας και κάνει τα πάντα με αποκλειστικό σκοπό τον γάμο, λ.χ. καταφεύγοντας σε ποικίλων μορφών νυφοπάζαρα ή νυφομπάζαρα με στόχο τη βακουλοκρεμάλα.

  1. α. Ἀπὸ τὸ ἀρχικὸν μυστήριον, μόνο τὸ άγνωστον τῆς ταυτότητος τῆς προσωπιδοφόρου παρέμενε, διὰ τὸν ὀξυδερκῆ ἄνδρα ἀνεξιχνίαστον. Ὅλα τὰ ἄλλα ἐξηγοῦντο. Ἡ κρυπτομένη ὑπὸ τὸ παράδοξον ἔνδυμα καὶ τὴν μάσκαν γυνὴ ἦτο μιὰ Μεσσαλίνα... Μια Μεσσαλίνα κοσμική. Μιὰ πολὺ γαμομανής κυρία ποὺ ἤθελε κάθε βράδυ νὰ γαμιέται, νὰ γαμιέται πολλὰς φορὰς καὶ τις οἶδε ἀπὸ πόσους ἐραστάς, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀποκαλύπτηι εἰς κανένα ποια εἶναι, ὥστε νὰ μὴ κατασπιλώσηι τὸ ὄνομά της καὶ τὴν κοινωνικὴν ὑπόληψίν της. Τὸ δὲ ἀσύνηθες ἔνδυμα ποὺ ἔφερε, τὸ ἔφερε προδήλως, ὄχι μὀνον διὰ νὰ κρύπτεται, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ ἅπτονται τῶν θελγήτρων της εὐκόλως, καὶ διὰ νὰ τὴν γαμοῦν ἀνέτως οἱ ἐρασταί της, ἀφοῦ ἦτο ἡλίου φαεινότερον, ὅτι δὲν ἔφερε τίποτε, μὰ απολύτως τίποτε ἀπὸ κάτω... (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 7, σ. 14-15).

β. Ενός λεπτού σιγή για τα αδέλφια που θα έχουν the talk όλο το βράδυ γιατί έπαιξε το Σούλα η γαμομανής στην τηλεόραση (Από το Τουίτερ).

γ. Και αυτος νυμφομανης ειναι.. Εχμμ.. Οχι ακριβως βεβαια αλλα Γαμομανης σιγουρα.

2.α.Γαμομανής, ο/η: Άντρας ή γυναίκα που οραματίζεται γαμήλια εμβατήρια κάθε φορά που οσφραίνεται οιστρογόνα ή τεστοστερόνη, αντίστοιχα. Αν τα ΗΕΓ ήταν αρκούντως εξελιγμένα, θα μας έδειχναν ότι στον εγκέφαλο του/της γαμομανούς εμφανίζονται εικόνες νυφικών, εκκλησιών και παρανυφακίων κάθε φορά που άτομο του αντίθετου φύλου μπαίνει σε ακτίνα βολής. Η μανία αυτού του είδους θεραπεύεται μόνο με κρεμάλα (κυριολεκτικά ή μεταφορικά).

β. - Το θέμα είναι ότι εγώ δεν έχω παντρευτεί ακόμη και είμαι 39 χρονών και νομίζω ότι έχω τελειώσει ως άτομο δεν θα κάνω τίποτα στην ζωή μου .....ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΑ. -μην εισαι γαμομανης.. ολα θα ερθουν σου ειπα.. ξεκολλα και συνεχισε τη ζωη σου..και οπωσδηποτε ψυχοθεραπειες..εμενα αυτη ειναι η γνωμη μου...

Το άζμα των Απτάλικα. (από Khan, 30/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη σημασία του γαμώ το έχω ακούσει σε παρέες (αυτοσαρκαζόμενων) ανάλγητων φιλελέδων που ειρωνικώς υιοθετούν την ας πούμε αριστερή ή έστω αντιφιλελέ οπτική ότι η ιδιωτικοποίηση ισοδυναμεί με αρπαγή, κλοπή, απαλλοτρίωση, ή κυριολεκτικά με γαμήσι, οπότε χρησιμοποιούν την έκφραση για να πουν ότι γουστάρουν να αρπάξουν μια γκόμενα και να της φερθούν ανάλγητα ως οι ανάλγητοι νεοφιλελέρες που είναι,- συνώνυμο: απαλλοτριώνω.

- Ω ρε φίλε τι φωτό προφίλ έβαλε η καριολίτσα στο Φέισμπουκ με τις βυζάρες έξω και νιπ-σλιπ, την ιδιωτικοποιούσα χαλαρά...

Got a better definition? Add it!

Published

Καθώς το θέτει ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά (1971), σημαίνει την «άγραν επιβήτορος ανά τας οδούς», το «ψωνιστήρι στο δρόμο» εκ του τουρκικού kaldirim (=ο λιθόστρωτος δρόμος), ή θα λέγαμε η πουτανόπιατσα, όπου συχνάζουν καλντεριμιτζούδες για κάθε σεξουαλικό προσανατολισμό.

  1. Απαπα τη ζαλίστρα την αφήνω για τη κατέ. Αυτό μου έλειπε να καταντήσω σαν κι αυτή. Όλες ίσα κι όμοια; Θα 'ρχόμανε μαρή να αβέλουμε κουσούμια αλλά μου 'χει σωθεί ο μπερντές και λέω να βγω λίγο στο καλντερίμι της χαράς μπας και βγάλω τίποτα σήμερα που είναι Σαββατόβραδο..... (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

  2. «Που να κατέβει στο καλντερίμι της χαράς αξύριστη!» (Καλιαρντή κατάρα).

  3. Στον τρόπο που διαλέγεις να πεις όχι και σε εκείνον που δέχεσαι τον πόνο
    στη μόνη φίλη σου, τη λήθη, και στον μοναδικό εχθρό σου, τη λήθη
    Στο καλντερίμι της χαράς που πάντα το αναζητάς και στη λεωφόρο της λύπης που ψάχνει να σε βρει. (Ποίηση εδώ).

(από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ραδιόφωνο στα καλιαρντά, επειδή σε ζαλίζει με τους ήχους του σαν να είναι μια φλύαρη φιλενάδα. (Προφ στην εποχή που αναπτύχθηκαν τα καλιαρντά το ραδιόφωνο ήταν το κύριο μέσο επικοινωνίας). Συνώνυμο: μπεναβοκουσκούσι.

  1. Απαπα τη ζαλίστρα την αφήνω για τη κατέ. Αυτό μου έλειπε να καταντήσω σαν κι αυτή. Όλες ίσα κι όμοια; Θα 'ρχόμανε μαρή να αβέλουμε κουσούμια αλλά μου 'χει σωθεί ο μπερντές και λέω να βγω λίγο στο καλντερίμι της χαράς μπας και βγάλω τίποτα σήμερα που είναι Σαββατόβραδο..... (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

  2. - Λονδίνο καταντήσαμε! Λονδίνο!
    - Μη σου πω και αμέρικαν μπαρ!
    - Α κατάλαβα η ria άκουγε τη κατέ στη ζαλίστρα να παίζει μουσική και να τα χώνει!!!!! (Μαρινάκι αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified