Το έντονο μπέρδεμα, το κομπλάρισμα.

Πωπω, τι θεογκόμενα ήταν αυτή αδερφάκι μου, μόλις την είδα έπαθα μπακακάου, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη!

Βλέπε και μπακακάο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η μεγάλη σαν μπουρί τρύπα. Χρησιμοποιείται συνήθως για το μέγεθος της κωλότρυπας.

  2. Το χέσιμο - Ο κώλος που χέζει.

  1. - Άμα την βάλω κάτω, θα της ανοίξω τον κώλο, μπουργάνα θα της τον κάνω.

  2. - Τι έγινε βρε συ εχθές; - Βγήκαμε με την Άννα, μετά πήγαμε σπίτι της, την πήδηξα, και της έκανα τον κώλο μπουργάνα.

  3. - Τι έγινε, πώς είσαι;
    - Ασ' τα, εχτές έφαγα 10 κομμάτια σπανακόπιτα και με πήγε μπουργάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα, το ψωλόχυμα. Όπως λέμε orange juice, έτσι έχουμε και πέο τζους.

Έτσι, καργιόλα, πιες τώρα πέο τζους, που έχει βιταμίνες να δυναμώσεις, γιατί έχει και δεύτερο γύρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο πρόστιμο που επιβάλλεται σε κάποιον παραβάτη.

- Τι γίνεσαι ρε μεγάλε;
- Τι να γίνει, με σταμάτησαν και με βρήκαν χωρίς ζώνη και μου έκοψαν κουστούμι.
- Σώπα ρε ... Πόσα;
- Μια διακοσάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πλούσιος, ο λεφτάς, αυτός που τα έχει.

Σε εκπομπή Ανίτας Πάνια «Αϋπνίες», μια (θεογκόμενα) Ουκρανέζα θέλει προξενιό:

Ανίτα Πάνια: - Τι θέλεις από έναν άντρα;
Ουκρανέζα (εντελώς αβίαστα): - Θέλω να μου ανοίξει ένα spa!
Ανίτα Πάνια: - Α κατάλαβα, τον θέλεις φορτόγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε μαγαζί έχει τιμές παράλογες που, όπως λέμε, «σου πιάνουν τον κώλο».

Σε ένα εστιατόριο...
- Τον λογαριασμό παρακαλώ!
Μετά από λίγο...
- Ορίστε κύριε...
- Τιι; 80 ευρώ για δυο πιάτα μπριζόλας με πατάτες, ένα πιατάκι σαλάτα, τέσσερις φέτες ψωμί και δυο μπύρες; Είναι δυνατόν;
- Μα... μα κύριε, δεν βλέπετε που έχει τόσο καλή θέα στην θάλασσα και άλλωστε η Μύκονος είναι το καλύτερο μέρος της Ελλάδας για διακοπές.
- Μάξινος και ξερός. δεν δέχομαι τις αρλούμπες που μου λες, να πεις στο αφεντικό σου ότι το μαγαζί του είναι πιασοκωλείο.

Βλ. και πιασοκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα εκείνη που, από όλη την διαδικασία από το καμάκι, το μόνο που τελικά επιδιώκει είναι τα κεράσματα και οι βόλτες γενικά. Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ από αυτούς που κάνουν συστηματικά καμάκι και που, τις περισσότερες φορές, καταφέρνουν να πετύχουν αυτά που θέλουν ;)

Δυο φίλοι σε ένα μπαράκι που πίνουν τα ποτά τους...
- Τι έγινε βρε Γιάννη, την κατάφερες αυτή την καινούργια;
- Τι να σου πω ρε συ... και πού δεν την πήγα... Στα πιο καλά κλαμπ; Την πήγα. Σε καλά μέρη για φαΐ; Την πήγα. Στις πιο ωραίες παραλίες; Την πήγα. Όλο μπλα μπλα ήμουν, τα καλύτερα της έλεγα... Τελικά δεν έγινε τίποτα, μου βγήκε ζητούσα...
- Τι να πεις ρε Γιάννη, τα έχει αυτά η πουτάνα η τύχη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαβουρομπήχτης χαρακτηρίζεται αυτός που την βρίσκει να έχει σχέσεις με γυναίκες άσχημες ή όπως αλλιώς λέμε μπάζα, αν και είναι αρκετά όμορφος ή έστω συμπαθητικός.

Σύμφωνα με ορισμένους είναι άσχετος και δεν μπορεί να βρει όμορφες γυναίκες, παρόλο που είναι αρκετά όμορφος ή έστω συμπαθητικός, γι' αυτό καταφεύγει στα μπάζα και τελικά καταλήγει να τη βρίσκει μαζί τους.

Για αυτόν, το σκεπτικό για τις γυναίκες είναι: βυζιά έχει; κώλο έχει; τσιμπούκια
κάνει; Ε τότε μου κάνει ανεξαρτήτως εμφάνισης.

- Μα καλά, τι της βρίσκει, πώς το κυκλοφορεί αυτό το μπάζο; Τόσο μαλάκας είναι αυτός ο Γιάννης;
- Μαλάκας δεν είναι, σαβουρομπήχτης είναι, η ζωή βλέπεις, δεν βρίσκει καμιά όμορφη και κατέληξε να την βρίσκει με τα μπάζα, σ' το λέω εγώ που τον ξέρω καλύτερα από εσένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified