Τουντς στην Β. Ελλάδα ονομάζεται ο έχων έλλειψη λογικής, ο χαζός, ο μπουνταλάς. Τουντς είναι (εκ της Τουρκικής) η μπίλια του ρουλεμάν.
Μπορεί να συναντηθεί και ως τουντς-κεφαλά.
Τουντς στην Β. Ελλάδα ονομάζεται ο έχων έλλειψη λογικής, ο χαζός, ο μπουνταλάς. Τουντς είναι (εκ της Τουρκικής) η μπίλια του ρουλεμάν.
Μπορεί να συναντηθεί και ως τουντς-κεφαλά.
Got a better definition? Add it!
Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.
Got a better definition? Add it!
Οι all time classic μπίλιες που παίζαμε μικροί. Αλλού τις λένε και βόλους, στη Ζάκυνθο τις αποκαλούν γιαλινόρες.
- Νιόνιο πάμε να παίξουμε;
- Κάτσε να φέρω τις γιαλινόρες και σκάψε κανά λάκκο της προκοπής.
Got a better definition? Add it!
Το πολύ γνωστό στους μηχανικούς Feeler gauge με το οποίο μετρούμε διάκενα (βαλβίδων).
Το χρησιμοποιούμε σαν έκφραση, για να δηλώσουμε την εγγύτητα του κινδύνου, συνήθως με το περιστατικό που περιγράφουμε.
-Είμαι στην Αττική Οδό με 220 τερματισμένος και με περνά φίλερ ένα μπεμπόνι του 80, έλεος.
-Ρε συ, θα το είχε τουρμπίσει σίγουρα...
Got a better definition? Add it!
Τα πάσης φύσεως αυτοκίνητα με την χαρακτηριστική γαλανόλευκη έλικα στο καπώ.
Είναι η κατάλληλη βάση για κάθε είδους μοντίφες-βελτιώσεις, με απώτερο σκοπό την αύξηση της ονομαστικής εργοστασιακής ιπποδύναμης.
Επειδή δε η εμφάνιση παίζει τρομακτικό ρόλο στην άσφαλτο, οι βελτιώσεις δεν περιορίζονται μόνο στα μηχανικά μέρη, αλλά και στα εξωτερικά καταλήγοντας στο απόλυτο μπεμπόνι.
Σχετικά: μπέμπα, εργαλείο, μπεμβεδοσουσού
Got a better definition? Add it!
- Μαστρο-Κώστα, δεν πάει μια το ρημάδι, σέρνεται σαν χρεπόνι τι να κάνω;
- Τούρμπισέ το σκασμένο να ξενοιάσεις...
- Πάμε φτερό-φτερό στην κόντρα, όταν δικέ μου τουρμπίζει η τρίτη και τσαααάφ φεύγω 4 καρότσες μπροστά, τον έλιωσα τον κάγκουρα.
- Έλα ρε, και αυτός ήταν με το δαχτυλωμένο το S-Coupe;
Got a better definition? Add it!
Το χώσιμο χρήματος σε δραστηριότητα (Hobby). Στους άντρες μπάξιμο γίνεται για παράδειγμα στα αυτοκίνητα.
Το αντίθετό του είναι το ξε-μπάξιμο.
-Έκανα απίστευτο μπάξιμο δικέ μου.
-Τι πήρες πάλι ρε;
-Το νέο GPS της Trompa-Star. Άσε, έχει ακόμα και τις δημόσιες χέστρες μέσα.
-Έλα ρε...
Got a better definition? Add it!
Από το τουρκικό pezevenk ο μαστρωπός , ο παλιάνθρωπος.
«Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί
του δήμαρχου παιδί, ω, ω
εγώ θα σε φιλήσω κι ας κάμω φυλακή
Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού 'ντα
ο μπεζεβέγγης που τα 'χει στη πούγγα, ω, ω»
Μιχάλης Βιολάρης
Βλ. και πεζεβέγκης, το οποίο είναι ταιριάζει με την άποψη περί γραφής της λέξης από το γλωσσάρι, ππεζεβένγκης (ο).
Got a better definition? Add it!
Στη γλώσσα των κυνηγών το μεγάλο σε ηλικία και μοναχικό αγριογούρουνο.
- Έριξα τα μπαράκια μέσα στο σφιχτό και φέρμαραν ενα κατοστάρη μονιά
- Tον πήρες;
- Πρόλαβα και του έριξα δυο μπηχτές με δραμιάρικα και έκατσε 30 μέτρα πιο πέρα.
Got a better definition? Add it!
Με ερωτηματικό παρακαλώ, δηλώνοντας έντονα την απορία. Ανέ από το «ανέβαινες;».
Ανεπιβεβαίωτες φήμες λένε ότι πρωτο-ακούστηκε σε στενό κύκλο Χημικών Μηχανικών, εν ώρα εργασίας, καθώς περνούσαν από μπροστά τους κύματα από φορτισμένα θηλυκά.
Το «ανέβαινες» (ανέ) σημαίνει, πολύ απλά, αν το έκανες μαζί της.
(τακ-τακ τα τακούνια από απίστευτο μωρό)
-Ανέ;
-Άαανετα...
Got a better definition? Add it!