Το τμήμα της κουράδας που βγαίνει πρώτα κατά το χέσιμο. Ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά από την κίνηση της χελώνας όταν βγάζει το κεφάλι από το καβούκι και χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει άμεση ανάγκη προς αφόδευση. Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα «σκάω μύτη» ή «βγαίνω».

Ενίοτε αναφέρεται και ως μυτοκούραδο.

Πάω γρήγορα σπίτι γιατί έχει σκάσει μύτη το χελωνάκι και θα τα κάνω πάνω μου.

(από Vrastaman, 16/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερά βρωμερό / αηδιαστικό χέσιμο. Τόσο, που ο επόμενος δεν μπορεί να πλησιάσει το μπάνιο για αρκετή ώρα. Τις περισσότερες φορές, συμβαίνει λόγω κακής ποιότητας τροφής, δηλητηρίασης ή απλά πολύ πικάντικου/καυτερού φαγητού.

Ο όρος φυσικά προέρχεται από το κόμμα / παραμιλιταριστική /τ ρομοκρατική οργάνωση του Λιβάνου, λόγω της προφανής ηχητικής ομοιότητας της λέξης και ταυτόχρονα της τρομερής επικινδυνότητας των δύο εννοιών. Για το λόγο αυτό, αυτού του είδους το χέσιμο διατηρεί το θηλυκό γένος του όρου (βλ. παράδειγμα).

- Ωραία τα μεξικάνικα χτες, αλλά το πρωί αμόλησα μια χεζμπολάχ που γκρίνιαζε όλη η γειτονιά από τη βρώμα.

- Ρε μαλάκες, ποιος εξαπέλυσε τη χεζμπολάχ μέσα στο μπάνιο μου; Πώς θα κάνω μπάνιο τώρα;

(από Vrastaman, 23/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο χρησιμοποιείται συχνά σε άπιαστα γκολ που ο τερματοφύλακας δεν έχει καμία τύχη οπότε δεν κάνει καν προσπάθεια / εκτίναξη προς τη μπάλα, απλά γυρίζει και κοιτάζει. Τερματοφύλακες σεσημασμένοι ως προς αυτή την αντίδραση συχνά ονομάζονται φωτογράφοι, όμως αυτό προϋποθέτει τόση έλλειψη ταλέντου ώστε ο τέρμας να μένει άγαλμα ακόμα και σε φαινομενικά εύκολα για αυτόν γκολ.

Η χρήση της μεταφοράς μπορεί να συνεχιστεί επάπειρον και κατά το δοκούν, του τύπου «έβγαλε και ευρυγώνιο μην το χάσει», «στην ταχύτητα κλείστρου εξπέρ αλλά από αντανακλαστικά ούτε λόγος» κ.ο.κ.

Και έχεις τώρα τέρμα τον Κοστάντσο, ο οποίος στα μισά γκολ που τρώει έχει μείνει άγαλμα και τα φωτογραφίζει. Πού πας έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μπασκετική ορολογία, σημαίνει κλέβω τη μπάλα από τον αντίπαλο - αρκετά όμοια με την κανονική σημασία της κλοπής. Παρ' όλα αυτά, ο όρος χρησιμοποιείται συνηθέστερα στο μπάσκετ για το κλέψιμο μέσα από τα χέρια του αντιπάλου, την ώρα δηλαδή που ντριμπλάρει.

Χρησιμοποιείται σε αυτό το context για να υποδηλώσει ότι τον έκανες ρόμπα με αυτό το κλέψιμο - σε αντίθεση π.χ. με ένα κλέψιμο που προέρχεται από παρέμβαση σε απρόσεκτη πάσα.

Το ίδιο το κλέψιμο αναφέρεται φυσικά ως «φέρμα».

Αν μου πουλήσεις εξυπνάδα κάνω φέρμα, τη μπάλα και φεύγω στην επίθεση σφαίρα. (Tang-Ram)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη μπασκετική ορολογία και σημαίνει ότι κάποιος καλύπτει με το σώμα του κάποιον άλλο που θέλει να κάνει κάτι που δεν πρέπει να φανεί.

Οι πιο περπατημένοι μπασκετικοί ορίζουν και τη θέση του σκρην, όπου χαμηλά σημαίνει στο πλάι (εκ του low post) και ψηλά σημαίνει ευθεία (εκ του high post).

  1. Κάνε μου ένα σκρην να μετρήσω πόσα λεφτά μου έδωσε.

  2. - Κοίτα πίσω μου με τρόπο.
    - Κάνε μου ένα σκρην ψηλά μη γίνουμε ρεζίλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Παναμαϊκή είναι η σημαία του Παναμά, ήτοι τη σηκώνω όταν είμαι έτοιμος να σαλπάρω.

Σλανγκ του ιατρικού επαγγέλματος, σημαίνει (κάπως κυνικά) ότι κάποιος ασθενής είναι σε πολύ κρίσιμη κατάσταση και δε θα τα καταφέρει να ζήσει.

-Τι έγινε με τη γιαγιά στο 506;
-Με δύο εγκεφαλικά και νεφρική ανεπάρκεια ρε; Αυτή έχει σηκώσει παναμαϊκή από καιρό.

(από σφυρίζων, 07/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαράκι, μπυραρία ή γενικότερα βραδινό μαγαζί το οποίο συνδυάζει χαμηλούς φωτισμούς και σένσουαλ /ρομαντική μουσική σε μέτρια ένταση, και το οποίο προτιμάται σχεδόν κατ' εξοχήν από ζευγαράκια σε πρώτα (ή κάποια από τα πρώτα) ραντεβού. Συνδυάζεται με μέτρια κατανάλωση ποτού (απαγορεύονται οι λιώμες), περιοδική επαφή χεριών και λάγνα βλέμματα.

Με αυτόν τον τρόπο, αυτός που επέλεξε το κατάστημα προσπαθεί να επιδείξει ταυτόχρονα καλό γούστο, αλλά και σαφή διάθεση σεξουαλικής περίπτυξης προς τον άλλο.

Ήταν πιο rock το μαγαζί όταν άνοιξε, τώρα έρχονται όλο ζευγαράκια και παίζει μπαλαντούλες λες και είναι προκαταρκτικάδικο.

3.47: Το κατάρτι δεν θέλει πια προκαταρτικά. (από Khan, 08/01/12)

Σύγκρινε με καμακομάγαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως που-σαι-συ ορίζουμε τον τύπο χαζοχαρούμενης γκόμενας, η οποία όταν συναντά όμοιες της αντικαθιστά το ανθρώπινο «γεια, τι κάνεις» με το «που'σαι συ».

Συνδυάζεται απαραίτητα με υψίσυχνη φωνή (σε επίπεδα σκύλων και εξωγήινων), ύφος πάπιας (σούφρωμα χειλιών) και εμφάνιση πάντοτε στην πένα, ακόμα κι όταν η περίσταση δεν το απαιτεί (π.χ. μάθημα στη σχολή) - ή μάλλον ειδικά τότε, που όλες οι άλλες είναι ντυμένες κανονικά.

Ελέγχεται επίσης η πιθανότητα μετατροπής της ορθογραφίας του λήμματος σε «puss-εσύ».

Εντάξει, στην αρχή φαίνεται ωραία η γκόμενα, αλλά είναι bimbo στα όρια της που-σαι-συ και δεν αντέχεται για κουβέντα πάνω από πεντάλεπτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαστούκι, σφαλιάρα. Εις την αργκό της συμπρωτευουσιάνικης ημι-trash οπαδικής τηλεόρασης (Μαρμίτα).

Άμα φας κανένα πλακόνι με το δαχτυλίδι του συγχωρεμένου του παππού, θα σου πω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «πες κάτι για να περάσει η ώρα/πες καμιά μαλακία» και υποδηλώνει ότι ο συνομιλητής δεν ενδιαφέρεται απαραιτήτως για την αλήθεια του πράγματος.

Πες κανένα ψέμα, τι μουγκαμάρα είναι αυτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified