Ως που-σαι-συ ορίζουμε τον τύπο χαζοχαρούμενης γκόμενας, η οποία όταν συναντά όμοιες της αντικαθιστά το ανθρώπινο «γεια, τι κάνεις» με το «που'σαι συ».

Συνδυάζεται απαραίτητα με υψίσυχνη φωνή (σε επίπεδα σκύλων και εξωγήινων), ύφος πάπιας (σούφρωμα χειλιών) και εμφάνιση πάντοτε στην πένα, ακόμα κι όταν η περίσταση δεν το απαιτεί (π.χ. μάθημα στη σχολή) - ή μάλλον ειδικά τότε, που όλες οι άλλες είναι ντυμένες κανονικά.

Ελέγχεται επίσης η πιθανότητα μετατροπής της ορθογραφίας του λήμματος σε «puss-εσύ».

Εντάξει, στην αρχή φαίνεται ωραία η γκόμενα, αλλά είναι bimbo στα όρια της που-σαι-συ και δεν αντέχεται για κουβέντα πάνω από πεντάλεπτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή γυναικείου χορού, η οποία περιλαμβάνει συνδυαστικά παλινδρομική και καθοδική κίνηση του κώλου σε σπειροειδή μορφή που προσομοιάζει αυτή του κατσαβιδιού.

Συνηθέστερα, εμφανίζεται κατά τη διάρκεια τσιφτετελιού, παρ' όλα αυτά κάποιες ακραίες περιπτώσεις λαϊκάντζας αδυνατούν να το διαχωρίσουν από άλλα στυλ χορού και το εφαρμόζουν με μεγάλη επιτυχία σε hiphop / r'n'b, house κλπ.

Ο απώτερος στόχος είναι η επίδειξη των σχετικών σωματικών προσόντων, πολλές φορές με αμφίβολα αποτελέσματα (αν έχεις έναν κώλο σαν σκρίνιο, το να τον κουνάς το πολύ πολύ να σ' τον μετατρέψει σε μετακόμιση).

- Για κοίτα στο δίπλα τραπέζι, το πάει κωλοβιδωτό η γκόμενα. Ωραίος κώλος.
- Ναι ρε φίλε, αλλά έχει κάνει τον Snoop Dogg τσιφτετέλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαράκι, μπυραρία ή γενικότερα βραδινό μαγαζί το οποίο συνδυάζει χαμηλούς φωτισμούς και σένσουαλ /ρομαντική μουσική σε μέτρια ένταση, και το οποίο προτιμάται σχεδόν κατ' εξοχήν από ζευγαράκια σε πρώτα (ή κάποια από τα πρώτα) ραντεβού. Συνδυάζεται με μέτρια κατανάλωση ποτού (απαγορεύονται οι λιώμες), περιοδική επαφή χεριών και λάγνα βλέμματα.

Με αυτόν τον τρόπο, αυτός που επέλεξε το κατάστημα προσπαθεί να επιδείξει ταυτόχρονα καλό γούστο, αλλά και σαφή διάθεση σεξουαλικής περίπτυξης προς τον άλλο.

Ήταν πιο rock το μαγαζί όταν άνοιξε, τώρα έρχονται όλο ζευγαράκια και παίζει μπαλαντούλες λες και είναι προκαταρκτικάδικο.

3.47: Το κατάρτι δεν θέλει πια προκαταρτικά. (από Khan, 08/01/12)

Σύγκρινε με καμακομάγαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τμήμα της κουράδας που βγαίνει πρώτα κατά το χέσιμο. Ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά από την κίνηση της χελώνας όταν βγάζει το κεφάλι από το καβούκι και χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει άμεση ανάγκη προς αφόδευση. Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα «σκάω μύτη» ή «βγαίνω».

Ενίοτε αναφέρεται και ως μυτοκούραδο.

Πάω γρήγορα σπίτι γιατί έχει σκάσει μύτη το χελωνάκι και θα τα κάνω πάνω μου.

(από Vrastaman, 16/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροκαμωμένη (και κατά συνέπεια μανιτζέβελη στο σεξ) γκόμενα.

Η αδερφή της είναι νταρντάνα με τα όλα της, αυτή πώς βγήκε έτσι μινιμαλιά, κοντή και αδύνατη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη μπασκετική ορολογία και σημαίνει ότι κάποιος καλύπτει με το σώμα του κάποιον άλλο που θέλει να κάνει κάτι που δεν πρέπει να φανεί.

Οι πιο περπατημένοι μπασκετικοί ορίζουν και τη θέση του σκρην, όπου χαμηλά σημαίνει στο πλάι (εκ του low post) και ψηλά σημαίνει ευθεία (εκ του high post).

  1. Κάνε μου ένα σκρην να μετρήσω πόσα λεφτά μου έδωσε.

  2. - Κοίτα πίσω μου με τρόπο.
    - Κάνε μου ένα σκρην ψηλά μη γίνουμε ρεζίλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτεχνος ποδοσφαιριστής, που λογικά είναι κατάλληλος μόνο για να παίζει στόπερ (άντε και αμυντικό χαφ στο πολύ κατενάτσιο). Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βαράει τους αντιπάλους, να κερδίζει που και που καμιά μπάλα χωρίς φάουλ και να τρέχει πέρα δώθε λυσσαλέα.

Δε θα πρέπει να συγχέεται με το «τρεχαντήρι», ο οποίος είναι εξ ορισμού εξάρι / οχτάρι (αμυντικό / κεντρικό χαφ δηλαδή) και παίζει box-to-box, δηλαδή από τη μια περιοχή μέχρι την άλλη. Το «τρεχαντήρι» μπορεί να έχει καλή πάσα ή έξυπνο παιχνίδι. Ο μαρμαράς, ποτέ.

Μου έχει βάλει και τον Τοροσίδη δεξί μπακ... Αυτός είναι τελείως μαρμαράς ρε φίλε. Στις δέκα σέντρες, οι εννιά πάνε πλάγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη μεταφορική εικόνα ενός ανοιχτού σπιτιού και σημαίνει «είμαι συνεχώς αφηρημένος / φλου». Ένας άνθρωπος ο οποίος αερίζεται σε μόνιμη βάση είναι εξαιρετικά δύσκολος σε οποιαδήποτε συνεννόηση και, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, παθολογικά ηλίθιος /-α.

Οι ακραίες περιπτώσεις αερίσματος μπορούν να εγείρουν επιπλέον μεταφορικές χρήσεις του αέρα, όπως «έχει απαγορευτικό», «μέχρι και τα βαπόρια είναι δεμένα», «οχτάρι γεμάτο (μποφώρ)» κλπ.

Προσπαθώ να συνεννοηθώ να βγω μαζί της όλη τη βδομάδα, αλλά η γκόμενα αερίζεται κανονικά. Δεν μπορούμε να κανονίσουμε με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος πλήκτρων που εμφανίζεται συχνότατα σε β' διαλογής / καλτ λαϊκά / σκυλάδικα. Συνηθέστερα και προφανέστατα προέρχεται από εξίσου β' διαλογής keyboard, το οποίο ενώ μπορεί να ακούγεται ως συνοδεία στο υπόλοιπο κομμάτι, σε ένα μέρος του κλέβει την παράσταση.

Τι γυφταρμόνιο είναι αυτό που παίζει στο «Για τα μάτια του κόσμου»! (βλ. και μήδι)

Δες και ψησταριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαστούκι, σφαλιάρα. Εις την αργκό της συμπρωτευουσιάνικης ημι-trash οπαδικής τηλεόρασης (Μαρμίτα).

Άμα φας κανένα πλακόνι με το δαχτυλίδι του συγχωρεμένου του παππού, θα σου πω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified