Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).

  1. Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!

  2. Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθολική άρνηση επί της αρχής και των άρθρων, που λένε. Σημαίνει ότι αυτό που μας ζητούν δεν πρόκειται να γίνει, το Θεό μπάρμπα να 'χουν, με καμία κυβέρνηση, ούτε με σφαίρες.

  1. - Ρε συ θα μου δώσεις το εργαλείο να το κάνω μια βόλτα;
    - Με τίποτα. Άμα το στουκάρεις πουθενά, θα μου πάρεις καινούργιο;

  2. - Μη μου κάνεις κόνξες, αφού στο τέλος θα πηδηχτούμε.
    - Με τίποτα! Μην κάνεις όνειρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικά η κοιλιά, το σωσίβιο. Κιμπάρης είναι ο άνθρωπος ο έξω καρδιά, ο χουβαρντάς, ο άνθρωπος των απολαύσεων και του γλεντιού. Χαρακτηριστικό τού κιμπάρη είναι συνήθως η κοιλιά, αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ιδιοσυγκρασίας. Έτσι κατέληξε η κοιλιά αυτού του είδους να ονομάζεται κιμπαριλίκι.

  1. Ρε Μήτσο, τι κιμπαριλίκι είναι τούτο;

  2. Είδα τον Αντώνη τις προάλλες και μου έδωσε χαιρετισμούς. Έκανε ένα κιμπαριλίκι…

(από panos1962, 12/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημο ανώμαλο χούι ελαφρώς διεστραμμένων των πενήνταζ, εξήνταζ και εβδομήνταζ. Είναι η πρακτική κατά την οποία επωφελείται κάποιος από την πολυκοσμία και «κολλάει» σε πισινά γυναικεία, ανδρικά ή εφηβικά, με σκοπό τον επιτόπιο αυνανισμό, ή ακόμη και ετεροχρονισμένο, εφόσον οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Συνήθης τόπος άσκησης του «κολλητηρίου» ήταν τα λεωφορεία, αλλά οι μάστορες του είδους το εξασκούσαν στα πιο απίθανα μέρη (ουρά στο ΙΚΑ, αίθουσες δικαστηρίων κλπ). Απ' όσο ακούω, το φαινόμενο απαντάται, σπανιότερα πάντως, και στις μέρες μας.

  1. Φύγε βρε ανώμαλε μη σου σκάσω καμιά τσαντιά! Πρωί πρωί, πού τη βρίσκεις την όρεξη για κολλητήρι;

  2. - Άσε ρε Λίτσα, μπήκα στο λεωφορείο και μου 'κανε κάποιος κολλητήρι, αλλά είχε τόσο κόσμο που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
    - Βρε μπας και σ' άρεσε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη νεοδημοτική «περήφανος στ' αφτιά». Σημαίνει αυτόν που δεν ακούει καλά, τον βαρήκοο. Η ετυμολογία της έκφρασης δεν είναι ακριβώς γνωστή, αλλά εικάζω ότι οφείλεται στην αύξηση της έντασης της φωνής, οπότε είναι σαν το αυτί να μην δίνει σημασία, να αγνοεί κάποιον που μιλάει με σε κανονική ένταση· θέλει ιδιαίτερη αντιμετώπιση, είναι «περήφανο».

- Πάω στο γενικό να του κάνω παράπονα. Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση.
- Πάνε, αλλά μίλα δυνατά, είναι λίγο περήφανος στ' αυτιά.

Ρε, μη φωνάζετε, σας ακούω! (από panos1962, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται γι αυτούς που μεγαλοπιάνονται, ή γι' αυτούς που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ενώ η πραγματικότητα τους διαψεύδει, π.χ. όταν κάποιος συζητά συνέχεια για πολύ ακριβά αυτοκίνητα, αλλά τελικά κυκλοφορεί με παλιό Ζάσταβα που καίει λάδια.

  1. - Είδα το Νίκο και μου είπε ότι κοιτάει για πισίνα.
    - Τι λέει, μωρέ, ο φαντασμένος, αφού χρωστάει παντού και κάνει τράκα ακόμα και τσιγάρα. Η μύτη μας στον ουρανό κι ο κώλος μας στις στάχτες.

  2. Η Βάσω παράτησε τη δουλειά γιατί, λέει, δεν μπορεί να ανέχεται το μακρύ και το κοντό του καθενός. Εν τω μεταξύ δεν έχει μία. Τι να πω; Η μύτη μας στον ουρανό κι ο κώλος μας στις στάχτες…

(από panos1962, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλακομούνι ή το πλακοκώλι με δέσιμο από δονητή διμούτσουνο. Δεν νομίζω ότι χρήζει περαιτέρω εξηγήσεως, καθώς υπάρχει κίνδυνος παρεξηγήσεως.

(Δεν προβλέπεται, θα μας κόψουν οι mods)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέω ασύστολα ψέματα. Ο όρος χρησιμοποιείται, συνήθως, όταν παραμυθιάζουμε κάποιον για να δικαιολογηθούμε για κάτι που ξεχάσαμε να κάνουμε ή να μην κάνουμε.

  1. - Κοίτα, είχαμε σύσκεψη και μετά είχε πάει 12:00 και είπα ότι θα κοιμάσαι…
    - Τι παραμύθια είναι αυτά που μου πουλάς, ρε καθίκι; Αφού σε είδε η Γεωργία στο La Place με την Καίτη. Α, παράτα μας!

  2. - Ρε, μαλάκα, χάλασε ο δίσκος και έπεσε το σύστημα.
    - Α, τον πούστη, μας πούλησε παραμύθι για το RAID!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άριστος, ο δάσκαλος, το αφεντικό, αυτός που όλοι τον παραδέχονται ως αρχηγό, ή φωτεινό παντογνώστη. Χρησιμοποιείται, ενίοτε, και ειρωνικά (τι λε, ρε μεγάλε;), ή και για να καλύψει το γεγονός ότι δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου που βλέπουμε μετά από αρκετό καιρό, ενώ αυτός δείχνει να μας θυμάται πολύ καλά:

  1. - Ρε Μπάμπη, τι απαντάμε τώρα στον μεγάλο;
    - Δεν ξέρω, ρε συ. Καλύτερα να του πούμε την αλήθεια. Δε μας παίρνει να του πουλήσουμε κι άλλο παραμύθι.

  2. - Τραβάω τον άσο, δίνω σπαθί και είστε μέσα!
    - Μεγάλε, τους έσκισες!

  3. - Πάμε για καφέ;
    - Μπα, ο μεγάλος είπε να μη φύγει κανείς!

  4. - Γεια σου, ρε Πάνο! Τι μου κάνεις; Τι κάνει η Λίντα και τα παιδιά;
    - Γεια σου, ρε μεγάλε! Καλά, εσύ πώς πας;
    - Ο Θανάσης είμαι, ρε… Δεν με θυμάσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν γνωρίζω, ομολογώ, την ετυμολογία, αλλά σημαίνει το αδιέξοδο, την κακοτοπιά, την απροσδόκητα δυσάρεστη έκβαση των πραγμάτων.

Σχεδόν πάντα συντάσσεται με το «Πέσαμε σε» και σπανιότερα με το «Πω πω».

  1. - Καλά, ρε συ, ούτε ένα καρό δεν έχεις;
    - Άσε, μεγάλε, πέσαμε σε λούμπα!

  2. - Πήγαμε να τους μαδήσουμε και μας πήραν τα σώβρακα!
    - Χα, χα! Πέσατε σε λούμπα!

  3. - Την πάω με τα πολλά στο σπίτι και πώς πάω να βάλω το χέρι μου, πιάνω κάτι σαν π... Άσε, τρελάθηκα, μαλάκα.
    - Ω, ρε λούμπα! Άλλη φορά να προσέχεις με «ποιες» κάνεις παρέα!

Σύμφωνα με Τριανταφυλλίδη (και Μπαμπινιώτη, και Μπαμπινιώτη...), από το αλβανικό luba (λάκκος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified