Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.

Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».

Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.

Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!

(από rigo21, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

< damage (Αγγλ.)

Όρος σε ηλεκτρονικά διαδικτυακά παιχνίδια όπου οι παίκτες καταφέρουν πλήγματα στους αντιπάλους τους που αποδίδονται με αφαίρεση από τις μονάδες ζωής του κατακαημένου αντιπάλου (warcraft, starcraft, command and conquer, diablo, κλπ)

Ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του (όχι ιδιαίτερα παραγωγικού) μορφήματος -/eli/.

Παίκτης προς αντίπαλο: - Θα φας τρελό νταματζέλι τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμβουλή άρρενος κηδεμόνος (πρωτοτυπικά πατρική) προς νεώτερο, σεξουαλικά ικανό (κατά την κρίση του πρώτου) άρρενα για την πριμοδότηση (χρονική και αξιολογική) της σεξουαλικής έναντι της συναισθηματικής επαφής με το έτερο φύλο.

Κατεξοχήν Κουλεκαφιώτικη, Παλαιο-Θεσσαλονικιώτικη ατάκα.

Γιος: - Γουστάρω την Όλγα απ'το σχολείο.
Μπαμπάς: - Γάμα τες μικρές, να σ'αγαπάν μεγάλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified